Ακόμη κι αν οι τράπεζες επιτύχουν τελικώς τον φιλόδοξο στόχο που έχουν θέσει στον SSM για το 2021, θα χρειαστεί ένα σημαντικό απόθεμα και «καλάθι» κεφαλαίων προκειμένου να καλύψουν τη διαφορά από τις υπάρχουσες προβλέψεις και την πραγματική μείωση του ενεργητικού τους, αναστρέφοντας με αυτόν τον τρόπο την πορεία συρρίκνωσης των εργασιών τους.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Η ώρα μηδέν για τις ελληνικές τράπεζες πλησιάζει. Πρέπει άμεσα και αποτελεσματικά να αντιμετωπίσουν το ζήτημα των κόκκινων δανείων δημιουργώντας τα απαραίτητα «μαξιλάρια» που θα ενισχύουν τον ισολογισμό τους και θα προστατεύσουν την καταθετική τους βάση, επιτρέποντας παράλληλα τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Ακόμη κι αν οι τράπεζες επιτύχουν τελικώς τον φιλόδοξο στόχο που έχουν θέσει στον SSM για το 2021, θα χρειαστεί ένα σημαντικό απόθεμα και «καλάθι» κεφαλαίων προκειμένου να καλύψουν τη διαφορά από τις υπάρχουσες προβλέψεις και την πραγματική μείωση του ενεργητικού τους, αναστρέφοντας με αυτόν τον τρόπο την πορεία συρρίκνωσης των εργασιών τους.
Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ΝPEs, σύμφωνα με όσα έχουν δημοσιοποιήσει οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, θα πρέπει να μειωθούν στα 32,7 δισ. ευρώ το 2021. Αυτό και μόνον συνεπάγεται μία μείωση κατά 50 δισ. ευρώ στο χρονικό διάστημα που απομένει μέχρι τότε, χωρίς να υπολογίζονται τα κόκκινα δάνεια που βρίσκονται καθ’ οδόν. Από αυτά τα 50 δισ., ένα τμήμα αφορά, όπως εκτιμάται, δάνεια τα οποία πρόκειται να πωληθούν σε εξειδικευμένα funds.
Η αποτίμησή τους σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τραπεζών μπορεί να φθάσει τα 20 δισ. Στην περίπτωση που ο μέσος όρος τιμών αυτών των προς πώληση δανείων είναι, στο αισιόδοξο σενάριο, να δοθούν στο 30% της ονομαστικής αξίας τους, τότε αυτόματα θα χρειαστούν μόνο γι’ αυτά τα 20 δισ. και αφαιρουμένων των προβλέψεων, τουλάχιστον 5 δισ. ευρώ νέα κεφάλαια. Για την αντιμετώπιση του συνόλου της μείωσης κατά 50 δισ. ευρώ μέχρι το 2021 θα απαιτηθούν προς ανάλωση 9-10 δισ. σε κεφάλαια. Η εξεύρεση μετοχικού κεφαλαίου αυτής της τάξης, στην παρούσα τουλάχιστον φάση, δείχνει αλλά και είναι μία αρκετά δύσκολη υπόθεση.
Από τις 30/6 του 2016 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2018 (τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία) η μόνη θετική εξέλιξη στους ισολογισμούς των τεσσάρων συστημικών τραπεζών είναι η αύξηση των καταθέσεων κατά περίπου 11%. Την ίδια περίοδο, όμως, το συνολικό τραπεζικό ενεργητικό μειώθηκε περίπου 22% ή 70 δισ. ευρώ, ενώ τα ίδια κεφάλαια συρρικνώθηκαν κατά 26,3% ή κατά 9,5 δισ. ευρώ. Ακόμα μεγαλύτερη είναι η μείωση στα ενσώματα ίδια κεφάλαια, δηλ. σε αυτά που απομένουν αφού αφαιρεθούν οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις από τα ίδια κεφάλαια. Αλλωστε, αυτά είναι τα πραγματικά κεφάλαια των τραπεζών, εκείνα δηλαδή που μπορούν να απορροφήσουν ζημίες. Τα πραγματικά, λοιπόν, κεφάλαια έχουν υποχωρήσει στα 5,2 δισ. ευρώ, χάνοντας 68% ή 11,1 δισ. ευρώ από τον Ιούνιο του 2016.
Αυτή η δραματική απώλεια πραγματικών κεφαλαίων σε συνδυασμό με την όλο και συρρικνούμενη δημιουργία εσόδων, καθώς και την επίμονη στασιμότητα του ποσοστού των NPEs, τόσο επί του συνόλου του καθαρού ενεργητικού όσο και επί του συνόλου των χορηγήσεων, καθιστά την υπέρβαση της κρίσης στο τραπεζικό σύστημα, αν όχι εξαιρετικά δυσχερή, τουλάχιστον ιδιαιτέρως περίπλοκη.
Πρώτη θέση στην ατζέντα κατέχει ο τρόπος αντιμετώπισης των κόκκινων δανείων (και σωστά κατά την άποψή μου), γιατί ο τρόπος αντιμετώπισης που θα επιλεγεί θα καθορίσει τις κινήσεις που επιβάλλονται για τα υπόλοιπα μεγάλα θέματα και κυρίως για τα κεφάλαια που θα απαιτηθούν άμεσα στην εφαρμογή του προγράμματος, καθώς και για εκείνα που θα χρειαστούν κατά τη διάρκεια υλοποίησής του ή την ολοκλήρωση της εφαρμογής του.
Οι προτάσεις για τα κόκκινα δάνεια τόσο από το ΤΧΣ όσο και από την Τράπεζα της Ελλάδος, όπως οι ίδιοι οι θεσμοί παραδέχονται, απαιτούν για την υλοποίησή τους χρονικό διάστημα ενός εξαμήνου. Ορισμένοι, μάλιστα, εκφράζουν την άποψη ότι το διάστημα αυτό θα είναι μεγαλύτερο. Επομένως, οι τράπεζες χρειάζονται χρόνο και χρήμα για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση.
Υπό την πίεση αυτή, προχώρησαν και προχωρούν σε πωλήσεις ενεργητικού –πέραν του δανειακού τους χαρτοφυλακίου– ή αντιμετωπίζουν την κατάσταση με λύσεις διαφορετικές όπως αυτή, την εξαιρετικά θετική, της Eurobank. Από την άλλη πλευρά, ακούγεται πως προωθούνται σχέδια εκχώρησης της διαχείρισης των κόκκινων δανείων σε funds, προκειμένου αυτά να ενισχύσουν πρόσκαιρα τους κεφαλαιακούς δείκτες των πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι λύσεις αυτές, όπως λέγεται, προβλέπουν μείωση του υπό διαχείριση προβληματικού χαρτοφυλακίου σύμφωνα με το πρόγραμμα που οι τράπεζες έχουν υποβάλει στον SSM. Πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα κατά τη γνώμη μου και θα περιμένουμε να δούμε αν τελικώς επιτευχθεί κάποια συμφωνία.
Τα κόκκινα δάνεια δεν αντιμετωπίστηκαν δυστυχώς εγκαίρως για μία σειρά από λόγους.
Προτάσεις όπως του «sales and lease back» που προσέφεραν προστασία στις τράπεζες και κοινωνική αλληλεγγύη, κυρίως προς αυτούς που υπέστησαν βαριές συνέπειες από τη βαθιά και παρατεταμένη κρίση, δεν συζητήθηκαν καν, λόγω μιας αντίληψης που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και τιμωρητική. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα χρόνια της κρίσης το εθνικό προϊόν μειώθηκε κατά 30%, ενώ χάθηκαν από τις τράπεζες 120 δισ. καταθέσεις. Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες δίνουν μάχη για να κρατηθούν σε ένα στοιχειώδες επίπεδο, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες νέοι, κυρίως επιστήμονες, μετανάστευσαν για να «χτίσουν» το μέλλον τους.
Μέσα σε αυτό το κλίμα όφειλαν τράπεζες, επαγγελματικές οργανώσεις, πολιτεία και εποπτικές αρχές, νηφάλια να βρουν λύσεις για τα κόκκινα δάνεια με γνώμονα την επανεκκίνηση της οικονομίας και τη δημιουργία θετικότερου κλίματος στην αγορά, χωρίς ατελέσφορες γραφειοκρατικές διαδικασίες.
Ιεραρχώντας τις προτεραιότητες με τις οποίες θα έπρεπε να κινηθούν οι τράπεζες σήμερα για το μεγάλο αυτό πρόβλημα και χωρίς να σταματούν οι αρμόδιες μονάδες να ασχολούνται με την εκκαθάριση του συνολικού προβληματικού χαρτοφυλακίου, ξεκινούν σωστά με τα στεγαστικά δάνεια σε οριστική καθυστέρηση, για να ακολουθήσουν αμέσως μετά οι αποφάσεις για τα αντίστοιχα επιχειρηματικά.
Ισως είναι χρήσιμο, όμως, εκτός από τις προτάσεις που έχουν κατατεθεί και συζητιούνται απ’ όλες τις πλευρές, να θυμηθούμε εκείνες που είχαν διατυπωθεί τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2014, χωρίς να δοθεί καμία απάντηση γι’ αυτές.
Πρόταση διευθέτησης στεγαστικών δανείων μέσω «sales and lease back».
Η πρόταση αφορά αποκλειστικά οφειλέτες, το δάνειο των οποίων έχει μεταφερθεί σε οριστική καθυστέρηση. Μπορεί δε να λειτουργήσει παράλληλα και ανεξάρτητα και από την προωθούμενη για τα δάνεια αυτά λύση. Η ένταξη στη διαδικασία του «sales and lease back» γίνεται σε εθελοντική βάση και αφορά τόσο τα κόκκινα δάνεια που υπερβαίνουν την αξία του ακινήτου όσο και εκείνα που το υφιστάμενο δανειακό υπόλοιπο είναι μικρότερο του 100% της αξίας του ακινήτου.
Α. Στην περίπτωση που το δάνειο υπερβαίνει την εμπορική αξία του ακινήτου, παρέχεται η δυνατότητα στο πλαίσιο του «leasing» να επεκταθεί ο χρόνος του δανείου κατά 10-15 χρόνια με μικρή μείωση του επιτοκίου. Ουσιαστικά, δηλαδή, να είναι εφικτή η ετήσια εξυπηρέτηση του δανείου από τον οφειλέτη και να ανταποκρίνεται σ’ ένα στοιχειώδες μίσθωμα, τουλάχιστον για το 80% της εμπορικής αξίας του ακινήτου. Επειτα από κάποια περίοδο ή στο τέλος της 10ετίας-15ετίας, θα μπορεί ο οφειλέτης να αποκτήσει το ακίνητο, καταβάλλοντας την υπόλοιπη αξία της χρηματοδοτικής υποχρέωσης αν αυτή είναι χαμηλότερη της εμπορικής αξίας ή να καταβάλει την υπόλοιπη χρηματοδοτική υποχρέωση αφαιρουμένου του ποσού κατά το μέρος που η χρηματοδοτική υποχρέωση υπερβαίνει την αξία του ακινήτου.
Β. Αν το υφιστάμενο υπόλοιπο του δανείου είναι μικρότερο του 100% της εμπορικής αξίας του ακινήτου η ένταξη στη διαδικασία του «sales and lease back» παρέχει την δυνατότητα επέκτασης του δανείου κατά 10-15 χρόνια, άρα σημαντική μείωση της ετήσιας τοκοχρεολυτικής υποχρέωσης. Ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα επαναπόκτησης του ακινήτου στη λήξη της συμβατικής υποχρέωσης, ή οποτεδήποτε κατά τον χρόνο της μισθωτικής σύμβασης, στην αξία που το απέκτησε η τράπεζα.
Για τη διευκόλυνση αυτών των λύσεων η τράπεζα θα μπορούσε να προτείνει και κάποια περίοδο χάριτος όταν κρίνεται απαραίτητο. Επίσης, για να μπορεί να καταρτιστεί μία τέτοια συμφωνία τύπου «sales and lease back» θα πρέπει να προβλεφθεί ότι τράπεζα και οφειλέτης απαλλάσσονται του φόρου, τόσο κατά την πρώτη μεταβίβαση όσο και στο τέλος της ρύθμισης. Και τούτο γιατί έχει καταβληθεί φόρος στην αρχική κτήση του ακινήτου και η συμφωνία «sales and lease back», αποτελεί μέσο αναδιάρθρωσης και όχι μεταβίβασης.
Στις διαδικασίες του «sales and lease back» θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις εκτός από στεγαστικά δάνεια να ενταχθούν και δάνεια επαγγελματιών και ιδιοκτητών μικρών επιχειρήσεων, που έχουν ως εξασφάλιση την πρώτη τους κατοικία. Εκτός όμως από τα ακίνητα, οι αρμόδιες αρχές δεν μπόρεσαν να εξετάσουν σε βάθος και προτάσεις όπως αυτή της δημιουργίας «Bad Bank», κυρίως για τα επιχειρηματικά καταγγελθέντα δάνεια, παρά το γεγονός ότι λύσεις αυτού του τύπου είχαν αποδώσει καρπούς σε χώρες με αντίστοιχο πρόβλημα με την Ελλάδα.
Γιατί πρέπει να δημιουργηθεί μία «Bad Bank»:
• Για τα επιχειρηματικά δάνεια που είναι «σε εμπλοκή» θα έπρεπε να είχε συσταθεί ειδικός φορέας για τη διαχείρισή τους. Ας φανταστούμε μία επιχείρηση με κάποια εκατομμύρια τζίρο και δανειακές υποχρεώσεις σε 3 ή 4 τράπεζες, με εκκρεμότητες σε ασφαλιστικά ταμεία, εφορία, κ.λπ., να προσπαθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Ο απαιτούμενος χρόνος είναι τεράστιος. Ακόμα και στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες μπορεί να γίνει χρήση του «εξωδικαστικού συμβιβασμού», ακόμα κι εκεί, απαιτείται αρκετός χρόνος για τον συντονισμό.
• Ο ειδικός φορέας «Bad Bank», ο οποίος θα συγκεντρώσει όλα τα καταγγελμένα δάνεια σε ενιαία πλατφόρμα, έχει τη δυνατότητα να τα ξεκαθαρίσει πολύ πιο γρήγορα και αποτελεσματικά αλλά και με μικρότερο κόστος.
• Αν οι τράπεζες σχηματίσουν ειδικό φορέα «Bad Bank» και μεταφέρουν σ’ αυτόν τα καταγγελθέντα επιχειρηματικά δάνεια 23-25 δισ., τα οποία έχουν προβλέψεις 15-16,5 δισ., τότε η «Bad Bank» καλείται να διαχειριστεί δάνεια που έχουν αποτιμηθεί στα 8-9 δισ. σύμφωνα με την αξία που έχουν στα βιβλία των τραπεζών. Αν τα δάνεια αυτά αποφασιστεί να πωληθούν από την «Bad Bank» π.χ. στο 20% της ονομαστικής τους αξίας, τότε τα προς αναζήτηση κεφάλαια για να καλυφθεί η ζημία, μετά και την αφαίρεση των κεφαλαιακών δεσμεύσεων, ανέρχεται περίπου στα 2,5 δισ. για όλες τις τράπεζες. Δηλαδή περίπου 0,6 δισ. κατά μέσον όρο για την κάθε μία. Το πρόβλημα, ακόμα και γι’ αυτό το ποσό, ασφαλώς δεν είναι απλό, ειδικά την περίοδο αυτή. Η μειωμένη κατά 46% χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών, έναντι του Ιουνίου 2016, αποτρέπει τους υφιστάμενους μετόχους να επενδύσουν εκ νέου, αλλά και δεν ενθαρρύνει νέους επενδυτές. Ωστόσο, επειδή τα χρήματα δεν θα απαιτηθούν άμεσα, υπάρχει χρόνος για να μελετηθούν εναλλακτικές πηγές.
Η διερεύνηση των ανωτέρω προσεγγίσεων για άντληση κεφαλαίων, μπορεί να οδηγήσει στην προσθήκη περισσότερων βαθμίδων απορρόφησης στο παθητικό των τραπεζών, έστω και τέτοιων δυνητικών ζημιών, που θα προκύψουν από τη ρευστοποίηση των κόκκινων δανείων. Η έκδοση προνομιούχων μετοχών, με ουσιαστικό κίνητρο-προνόμιο, η έκδοση «senior unsecured» ομολόγων με ισχυρό κουπόνι αλλά κυρίως η έκδοση NPS (Non Preferred Senior) ομολόγων, γνωστά ως «Junior Senior» που αξιολογούνται κάτω από τις καταθέσεις και τα senior bonds αλλά πάνω από τα Tier 2 ομόλογα, ίσως είναι προτάσεις που πρέπει άμεσα να εξεταστούν για να διευκολύνουν τις λύσεις που προωθούνται για τα κόκκινα δάνεια.
* Ο κ. Μιχάλης Σάλλας υπήρξε ιδρυτής και πρόεδρος του ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr
Use Facebook to Comment on this Post