Κάθε απόφοιτος ιατρικής, πολυτεχνείου και άλλων πανεπιστημιακών σχολών στοιχίζει στο ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με έρευνες, περίπου 200.000 ευρώ και σε αυτό πρέπει να προστεθούν τα χιλιάδες ευρώ που ξοδεύουν οι γονείς για τις γυμνασιακές, λυκειακές και πανεπιστημιακές σπουδές.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Στην ερώτηση τι σκοπεύεις να κάνεις μετά τις σπουδές σου, η πιθανή απάντηση που θα λάβεις είναι ότι «θα φύγω για καριέρα στο εξωτερικό». Η απάντηση αυτή αποτυπώνει την πιο σοβαρή και δύσκολα αναστρέψιμη επίπτωση της οικονομικής κρίσης, οδηγώντας στην «αναγκαστική» μετανάστευση στο εξωτερικό χιλιάδες νέους ανθρώπους. Η Ελλάδα και στο παρελθόν είχε γνωρίσει μεταναστεύσεις των παιδιών της, αυτή τη φορά όμως δεν μετανάστευσαν νέοι που εγκατέλειπαν τις αγροτικές καλλιέργειες ούτε ανειδίκευτοι εργάτες, αλλά νέοι με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και υψηλά επιστημονικά προσόντα. Υπήρξε δηλαδή «brain drain» όχι ως επιλογή ανάμεσα σε πολλές άλλες εναλλακτικές πορείες, αλλά ως αναγκαστικός μονόδρομος λόγω αναξιοκρατίας, αδιαφάνειας, ευνοιοκρατίας, πελατειακών σχέσεων και διαφθοράς στη χώρα μας. Αυτά άλλωστε επιβεβαιώνονται από την έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία του έτους 2018. Ετσι, οι νέοι επιστήμονες είχαν μπροστά τους δύο επιλογές. Ή μετά τις πολύχρονες σπουδές να επιστρέψουν άνεργοι στο «παιδικό τους δωμάτιο» ή να αναζητήσουν αλλού συνθήκες εργασίας.
Σύμφωνα με έρευνα της ICAP People Solutions το 53% αυτών που μετανάστευσαν τα τελευταία χρόνια ήταν κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου και το 8% διδακτορικού τίτλου. Η έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας έδειξε ότι τα 3/4 των νέων που μετανάστευσαν ήταν απόφοιτοι πανεπιστημίου, όταν στη μεγάλη μετανάστευση των Ελλήνων της δεκαετίας του 1960 ήταν μόλις 6% οι απόφοιτοι πανεπιστημίου. Η Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Δανία, η Γαλλία και πολλές άλλες χώρες της Ε.Ε. εκμεταλλεύτηκαν αυτή την ευκαιρία που τους παρουσιάστηκε για να καλύψουν τις μεγάλες ανάγκες που είχαν για υψηλού επιπέδου επιστημονικό προσωπικό με μηδενικό κόστος επένδυσης. Στις χώρες αυτές ο θεσμός της οικογένειας λειτουργεί σε διαφορετική βάση απ’ ό,τι στην Ελλάδα. Οι μακροχρόνιες σπουδές των παιδιών στις χώρες αυτές δεν στηρίζεται στην αμέριστη οικονομική στήριξη των γονέων αλλά στον τραπεζικό δανεισμό. Αυτό όμως σε πολλές περιπτώσεις λειτουργεί αποτρεπτικά, αφού υπάρχουν και άλλες εναλλακτικές λύσεις ευκολότερες και χωρίς απαιτήσεις για να εισέλθουν στην αγορά εργασίας.
Εξάλλου στις χώρες αυτές η ανεργία βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα και οι εργασιακές ευκαιρίες είναι διαρκείς. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι εδώ και πάνω από ένα χρόνο η πρεσβεία της Δανίας στην Αγγλία, βλέποντας ότι μεγάλο μέρος του επιστημονικού δυναμικού που εργάζεται στην Αγγλία και προέρχεται από άλλες χώρες μετά το Brexit θα εγκαταλείψει την Αγγλία, με παρέμβασή της προσπαθεί να προσελκύσει επιστημονικό δυναμικό και να το κατευθύνει προς τη Δανία προσφέροντάς του αντίστοιχους υψηλούς μισθούς και μειωμένη φορολογία. Είναι μια πολύ συμφέρουσα λύση όχι μόνο για τη Δανία αλλά και για όλες τις χώρες του σκληρού πυρήνα της Ευρωζώνης, αφού αποκτούν αυτό το επιστημονικό δυναμικό χωρίς να επιβαρύνουν τους πολίτες τους. Για το επιστημονικό δυναμικό που μετανάστευσε, οι Ελληνες γονείς και το κράτος έχουν ξοδέψει εκατομμύρια ευρώ.
Κάθε απόφοιτος ιατρικής, πολυτεχνείου και άλλων πανεπιστημιακών σχολών στοιχίζει στο ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με έρευνες, περίπου 200.000 ευρώ και σε αυτό πρέπει να προστεθούν τα χιλιάδες ευρώ που ξοδεύουν οι γονείς για τις γυμνασιακές, λυκειακές και πανεπιστημιακές σπουδές. Η μετανάστευση του ανθρώπινου δυναμικού που έγινε την περίοδο της κρίσης είχε και έχει σημαντικές επιπτώσεις στο ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας, το οποίο στερείται εισφορών 1,5-2 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση σύμφωνα με μελέτη του ΣΕΒ. Εάν δε συνυπολογιστούν και οι απώλειες από τον φόρο εισοδήματος, τότε το ποσό ανεβαίνει στα 9,1 δισ. ευρώ τον χρόνο.
Υπάρχουν σήμερα οι προϋποθέσεις για να επιστρέψουν οι νέοι αυτοί επιστήμονες στην Ελλάδα και να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της χώρας; Η απάντηση βρίσκεται στο αν εξέλιπαν οι λόγοι που τους ανάγκασαν να φύγουν στο εξωτερικό για να αναζητήσουν εκεί εργασία. Αν δηλαδή άλλαξε το παραγωγικό μοντέλο και αν η χώρα απέκτησε αξιοκρατικές διαδικασίες. Δυστυχώς όλα τα δεδομένα δείχνουν ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αλλά και να ίσχυε, η επιστροφή δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Σύμφωνα με έρευνα της ICAP People Solutions, που πραγματοποιήθηκε το 2018 σε δείγμα 1.068 εργαζομένων σε 61 χώρες, το 50% θεωρεί ότι για να επιστρέψουν πρέπει να έχουν εξασφαλιστεί αποδοχές αντίστοιχες ή καλύτερες από αυτές που έχουν στη χώρα που τους φιλοξενεί βάσει του κόστους ζωής. Το 38% θέτει ως προϋπόθεση τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, το 34% την ανάπτυξη της οικονομίας και το 21% την αναγνώριση της εργασιακής εμπειρίας που απέκτησαν στο εξωτερικό. Ο δρόμος της επιστροφής είναι δύσκολος αλλά είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθεί. Η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις προσεχείς βουλευτικές εκλογές πρέπει να επιμείνει και να δημιουργήσει το πλαίσιο επαναπατρισμού του επιστημονικού προσωπικού και ανακοπής του «brain drain» πριν γίνουν όλα μη ανατρέψιμα…
* Ο κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και ο κ. Νικόλαος Αποστολόπουλος είναι λέκτωρ Επιχειρηματικότητας στο Plymouth University.
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr
Use Facebook to Comment on this Post