ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη, με κόστος σχεδόν διπλάσιο από αυτό της ισχυρής οικονομικά Γερμανίας και αρκετά υψηλότερο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο παράγει η εγχώρια αγορά ηλεκτρισμού. Η αρνητική αυτή πρωτιά, που πλήττει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, αποτυπώνεται στα επίσημα στοιχεία της τριμηνιαίας έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη διαμόρφωση της χονδρικής τιμής ρεύματος το β΄ τρίμηνο του 2019 και είναι αποτέλεσμα της μακροχρόνιας πολιτικής προστατευτισμού του μονοπωλίου της ΔΕΗ και του λιγνίτη ως εθνικού καυσίμου, καθώς και του απομονωτισμού του εγχώριου ηλεκτρικού συστήματος λόγω έλλειψης επαρκών διασυνοριακών διασυνδέσεων.
Από την έγκαιρη υλοποίηση της απαιτούμενης αναβάθμισης των διασυνδέσεων ηλεκτρικής ενέργειας θα κριθεί τόσο η δημιουργία υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά όσο και η επίτευξη του φιλόδοξου εθνικού στόχου διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) στο 35% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας το 2030. Χωρίς επαρκείς διασυνδέσεις, η βιώσιμη μετάβαση από τον λιγνίτη στις ΑΠΕ καθίσταται αμφίβολη, καθώς αφενός η ασφάλεια εφοδιασμού δεν μπορεί να διασφαλισθεί και αφετέρου το έλλειμμα ανταγωνισμού που εμφανίζει σήμερα η αγορά αναμένεται να διευρυνθεί, αφού η διαμόρφωση των τιμών θα είναι αποτέλεσμα ενός κλειστού εθνικού συστήματος στο οποίο δεν θα κυριαρχεί η ΔΕΗ αλλά ένα ολιγοπώλιο ηλεκτροπαραγωγών και προμηθευτών ρεύματος. Τα στοιχεία της έκθεσης της Ε.Ε. για τη διαμόρφωση της χονδρεμπορικής αγοράς ρεύματος αναδεικνύουν τον καθοριστικό ρόλο των διασυνδέσεων και του διασυνοριακού εμπορίου ηλεκτρικής ενέργειας στην ανταγωνιστικότητα των εθνικών αγορών ηλεκτρισμού. Χώρες της Δυτικής και της Κεντρικής Ευρώπης όπου, εκτός από πληθώρα διαθέσιμων πηγών παραγωγής, υπάρχουν και διασυνδέσεις αυξημένης δυναμικότητας, οι τιμές χονδρικής διαμορφώνονται σε χαμηλά επίπεδα, σε αντίθεση με χώρες όπως η Ελλάδα ή η Μάλτα, που εμφανίζουν περιορισμένες διασυνδέσεις ή η παραγωγή τους στηρίζεται σε ορυκτά καύσιμα και καταγράφουν τις υψηλότερες τιμές.
Για παράδειγμα, η χονδρική τιμή ρεύματος στη Γερμανία, όπως και στη Γαλλία, διαμορφώθηκε γύρω στα 35 ευρώ η μεγαβατώρα. Η Ελλάδα κατέγραψε την υψηλότερη τιμή, στα 65,5 ευρώ η μεγαβατώρα, ενώ την αμέσως ακριβότερη κατέγραψε η Μάλτα, στα 63,9 ευρώ η μεγαβατώρα, και η Πολωνία, στα 56,4 ευρώ η μεγαβατώρα. Η Ελλάδα δεν είχε τη δυνατότητα να επωφεληθεί από το χαμηλό επίπεδο τιμών της Κεντρικής Ευρώπης και θα πρέπει να επιταχύνει τη στρατηγική της στην ενίσχυση των υφιστάμενων διασυνδέσεων ή στην κατασκευή νέων για να μπορέσει να επωφεληθεί από την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά που αναπτύσσεται ραγδαία και την οποία η Ε.Ε. στηρίζει διαθέτοντας κονδύλια δισεκατομμυρίων για υποδομές διασυνοριακών ενεργειακών διασυνδέσεων. Ο στόχος της ενεργειακής ένωσης που έχει θέσει η Ε.Ε. και με τον οποίο έχει συνδέσει την επιτυχή μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ως κεντρική ενεργειακή πηγή στηρίζεται στην κατάργηση των εθνικών συνόρων και στην ελεύθερη ροή της ηλεκτρικής ενέργειας. Ηδη από το 2020 οι Διαχειριστές των χωρών-μελών είναι υποχρεωμένοι να ανοίξουν το 70% της δυναμικότητας των διασυνδέσεων για την ελεύθερη διακίνηση της ηλεκτρικής ενέργειας. Σήμερα η χρήση της δυναμικότητας δημοπρατείται σε ποσοστό που ορίζει ο κάθε εθνικός Διαχειριστής έναντι τέλους που εισπράττει ο ίδιος, με αποτέλεσμα πολλές φορές η δυναμικότητα να χρησιμοποιείται ως εργαλείο προστατευτισμού των εσωτερικών αγορών.
Η υποκατάσταση των πυρηνικών, του άνθρακα και του λιγνίτη από ΑΠΕ χωρίς τις διασυνδέσεις δεν μπορεί να διασφαλίσει την ευστάθεια των ηλεκτρικών συστημάτων, λόγω της υψηλής μεταβλητότητας της παραγωγής των ΑΠΕ. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που ο στόχος για αύξηση της διείσδυσης συνδέθηκε από την Επιτροπή με αντίστοιχους στόχους για την αύξηση της δυναμικότητας των διασυνδέσεων. Εκτός αυτού, εξυπηρετούν και την οικονομικότητα του συστήματος, αφού ο ηλεκτρισμός που παράγουν οι ΑΠΕ σε μια χώρα που δεν τον χρειάζεται τη δεδομένη στιγμή μπορεί να καλύψει τη ζήτηση σε άλλη χώρα και αντιστρόφως. Με τον τρόπο αυτό, αποφεύγονται επενδύσεις για νέα ισχύ και μειώνονται συνολικότερα τα κόστη. Για την ασφαλή μετάβαση στην ενεργειακή αγορά των ΑΠΕ η Ε.Ε. έχει θέσει στόχο την αύξηση των διασυνδέσεων τουλάχιστον στο 15% μέχρι το 2030. Η Ελλάδα υπολείπεται κατά πολύ αυτού του στόχου, όπως και των δύο δεικτών, για τη μέτρηση της διασυνδεσιμότητας που προβλέπει ο νέος Κανονισμός της Ε.Ε. για τη διακυβέρνηση της ενεργειακής ένωσης και τη δράση για το κλίμα. Ο Κανονισμός προβλέπει ότι, όταν η διαφορά χονδρικής τιμής υπερβαίνει ένα ενδεικτικό κατώτατο όριο των 2 ευρώ η μεγαβατώρα, μεταξύ κρατών-μελών υπάρχει επείγουσα ανάγκη ενίσχυσης των διασυνδέσεων, ώστε να διασφαλίζεται ότι όλοι οι καταναλωτές ωφελούνται από την εσωτερική αγορά με συγκρίσιμο τρόπο. Προβλέπει επίσης ότι χώρες στις οποίες η ονομαστική δυναμικότητα μεταφοράς των γραμμών διασύνδεσης είναι κάτω από το 30% του φορτίου αιχμής τους, όπως και κάτω από το 30% της εγκατεστημένης ηλεκτροπαραγωγικής δυναμικότητάς τους από ΑΠΕ, θα πρέπει να διερευνήσουν επειγόντως δυνατότητες επιπλέον γραμμών διασύνδεσης.
Κίνδυνος ενεργειακής απομόνωσης της χώρας αν δεν «τρέξουν» τα έργα
Ο κίνδυνος της ενεργειακής απομόνωσης της Ελλάδας από την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά είναι μεγάλος και απαιτείται άμεσα μια επιθετική πολιτική διασυνδέσεων με έργα που θα πρέπει να τρέξουν με διαδικασίες fast track. Σε αντίθετη περίπτωση, θα παραμείνουμε κάτω από ένα ιδιότυπο καθεστώς «απελευθέρωσης εντός συνόρων», με ελάχιστες δυνατότητες αλληλεπίδρασης με τις ώριμες αγορές της Ευρώπης, χάνοντας οριστικά το τρένο της ανταγωνιστικότητας για το πλέον δυναμικό και εξωστρεφές κομμάτι της βιομηχανίας μας και συνολικότερα της οικονομίας της χώρας.
Το ελληνικό σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας συνδέεται με το ευρωπαϊκό μέσω γραμμών μεταφοράς με τα συστήματα της Αλβανίας, της Βουλγαρίας και της Βόρειας Μακεδονίας, καθώς και μέσω της υποθαλάσσιας διασύνδεσης με την Ιταλία.
Η τελευταία αυτή διασύνδεση έχει καταστεί σε μεγάλο βαθμό προβληματική, καθώς πολύ συχνά τίθεται εκτός λειτουργίας κυρίως λόγω τεχνικών προβλημάτων. Ο ΑΔΜΗΕ εξετάζει μια δεύτερη διασύνδεση με τη Βουλγαρία, καθώς και την αναβάθμιση των διασυνδέσεων με την Αλβανία και τη Β. Μακεδονία.
Η νέα διασύνδεση με τη Βουλγαρία αφορά την υλοποίηση της νέας γραμμής μεταφοράς με αφετηρία το ΚΥΤ Ν. Σάντας και κατάληξη στη Maritsa East.
Δεδομένου ότι το τμήμα εντός του ελληνικού εδάφους είναι σχετικά μικρό (της τάξεως των 30 χλμ.), η κατασκευή της συγκεκριμένης γραμμής μεταφοράς εκτιμάται ότι είναι εύκολα υλοποιήσιμη από ελληνικής πλευράς και προβλέπεται να ξεκινήσει τον Απρίλιο του 2021.
Σύμφωνα με την πληροφόρηση που έχει ο ΑΔΜΗΕ από τον διαχειριστή της Βουλγαρίας, το τμήμα του έργου στην πλευρά της Βουλγαρίας θα ολοκληρωθεί το 2023. Το έργο συμπεριλαμβάνεται στο δεκαετές πρόγραμμα ανάπτυξης (TYNDP) του ENTSO-E, ενώ έχει κριθεί και ως έργο κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος – ΕΚΕ (Project of Common Interest – PCI) από την Ε.Ε.
Ο ΑΔΜΗΕ έχει επίσης ξεκινήσει τις επαφές με την Αλβανία για την αναβάθμιση της υφιστάμενης διασύνδεσης, αλλά και με τη Β. Μακεδονία για την αναβάθμιση της υπάρχουσας διασυνδετικής γραμμής μεταφοράς 400kV Μελίτη – Bitola. Η αναβάθμιση της υποβρύχιας διασύνδεσης με την Ιταλία, αν και είναι ένα σχέδιο που συζητείται εδώ και χρόνια, δεν φαίνεται να είναι στα άμεσα σχέδια του ΑΔΜΗΕ. Η διοίκηση του ΑΔΜΗΕ, πάντως, φαίνεται να επανεξετάζει τη στρατηγική του για τις διεθνείς διασυνδέσεις, αναγνωρίζοντας τον καθοριστικό ρόλο που αναμένεται να παίξουν στην ενιαία αγορά της Ευρώπης αλλά και στην επίτευξη του εθνικού στόχου για τις ΑΠΕ. Αυτό έγινε σαφές από την ομιλία του αντιπροέδρου του ΑΔΜΗΕ κ. Μάργαρη σε πρόσφατο ενεργειακό συνέδριο. Ανακοίνωσε οτι ο διαχειριστής βρίσκεται σε φάση δεκαετούς σχεδίου ανάπτυξης του δικτύου, το οποίο αναμένεται να δημοσιευτεί τον ερχόμενο Δεκέμβριο, εμπεριέχοντας όλες τις στρατηγικές πρωτοβουλίες για το εγχώριο δίκτυο όσο και για τις διεθνείς διασυνδέσεις.
Οι μεγάλες δαπάνες για τους ρύπους λόγω του λιγνίτη εκτινάσσουν το κόστος παραγωγής
Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της εγχώριας αγοράς ηλεκτρισμού πιστοποιούν τα στοιχεία της έκθεσης της Ε.Ε. για τη διαμόρφωση της χονδρικής τιμής ρεύματος, κάτι που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη στη διαμόρφωση του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού που καταρτίζεται αυτό το διάστημα.
Σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η χονδρική τιμή του ρεύματος στην Ελλάδα είναι υψηλότερη κατά 22,2 ευρώ η μεγαβατώρα, ενώ σε σχέση με χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία, κατά 30 ευρώ η μεγαβατώρα.
Ελλειμμα ανταγωνιστικότητας εμφανίζει η εγχώρια χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού και σε σχέση με γειτονικές χώρες, με τις οποίες λειτουργούν ηλεκτρικές διασυνδέσεις, όπως η Βουλγαρία και η Ιταλία. Στην Ελλάδα η μέση χονδρική τιμή του ρεύματος διαμορφώνεται κατά 24,3 ευρώ η μεγαβατώρα υψηλότερα από της Βουλγαρίας και 14,5 ευρώ η μεγαβατώρα υψηλότερα από της Ιταλίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ε.Ε., η μέση τιμή του ρεύματος στη χονδρική αγορά της Ελλάδας στο β΄ τρίμηνο του έτους διαμορφώθηκε στα 65,5 ευρώ η μεγαβατώρα, όταν ο μέσος όρος των ευρωπαϊκών χωρών κυμάνθηκε στα 43,3 ευρώ η μεγαβατώρα. Η πιο κοντινή τιμή με αυτή της Ελλάδας είναι της Μάλτας στα 63,9 ευρώ η μεγαβατώρα και η αμέσως επόμενη της Πολωνίας στα 56,4 ευρώ η μεγαβατώρα. Η σύγκλιση με τις δύο αυτές αγορές δεν είναι τυχαία. Η ηλεκτρική αγορά της Ελλάδας προσομοιάζει με αυτή της Μάλτας όσον αφορά το θέμα των διασυνδέσεων, καθώς μπορεί να μην είναι νησί, διαθέτει όμως περιορισμένες διασυνδέσεις με τις γειτονικές της χώρες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ρόλος των διασυνδέσεων είναι κομβικός για την εφαρμογή του target model (ευρωπαϊκό μοντέλο στόχος) και το ζητούμενο αυτού, που είναι η σύγκλιση τιμών στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Το κοινό χαρακτηριστικό με την αγορά της Πολωνίας είναι τα υψηλά, για τα δεδομένα σήμερα, ποσοστά συμμετοχής του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή. Ο λιγνίτης εκπέμπει μεγάλες ποσότητες ρύπων και το αυξημένο κόστος του CO2 είναι ο βασικός παράγοντας που την τελευταία διετία πιέζει ανοδικά τη χονδρική τιμή του ρεύματος στην Ελλάδα – και αποτελεί επίσης βασική αιτία της οικονομικής κατάρρευσης της ΔΕΗ. Με την αύξηση της τιμής του CO2 και τη μείωση της παραγωγής των υδροηλεκτρικών συνδέεται και ο ρυθμός αύξησης της χονδρικής τιμής του ρεύματος στην Ελλάδα στο β΄ τρίμηνο του έτους κατά 17% σε σχέση με πέρυσι. Το ίδιο διάστημα, η μέση ευρωπαϊκή χονδρεμπορική τιμή υποχώρησε σε ποσοστό 1%.
Επενδύσεις 8,7 δισ.
Επενδύσεις ύψους 8,7 δισ. ευρώ στον τομέα της ενέργειας περιλαμβάνει η ανανεωμένη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το πρόγραμμα «Συνδέοντας την Ευρώπη» της περιόδου 2021-2027, μέσω του οποίου στηρίζει τις ενεργειακές διασυνδέσεις. Από το 2014 μέχρι και το 2018 η Επιτροπή έχει χορηγήσει ήδη 3,4 δισ. ευρώ σε συνολικά 135 έργα.
Επιδοτήσεις 556 εκατ.
Το 2019 η Επιτροπή ενέκρινε επιδοτήσεις ύψους 556 εκατ. ευρώ για 8 ενεργειακά έργα. Μεταξύ αυτών, το εμβληματικό έργο διασύνδεσης Ιρλανδίας – Γαλλίας, που θα βάλει τέλος στην ηλεκτρική απομόνωση της Ιρλανδίας από την ευρωπαϊκή ήπειρο. Στον κατάλογο αυτών των έργων περιλαμβάνεται και η μελέτη για την υπόγεια αποθήκη φυσικού αερίου στην Καβάλα.
H πράσινη ενέργεια
Αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στα επίπεδα των 17 GW ή ακόμη και των 20 GW, μέγεθος που ισούται με υπερτριπλάσια εγκατεστημένη ισχύ των σημερινών επιπέδων, θα φέρει η υλοποίηση του εθνικού στόχου για μερίδιο των AΠE στο 35% το 2030, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΡΑΕ.
Έντυπηkathimerini.gr
Use Facebook to Comment on this Post