«Στο πλαίσιο της αναθεώρησης της παραγράφου 3, μπορεί κάλλιστα να προβλεφθεί ως θεματικά συναφέστατη η υποχρεωτική αποστολή μιας υπόθεσης από τη Βουλή σε συμβούλιο ανώτατων δικαστών και εισαγγελέων».
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Οι ανισότητες προκαλούν. Οταν μάλιστα είναι ηθικά αδικαιολόγητες, οδηγούν σε οξύτατες αντιδράσεις.
Θα αφήσω σήμερα κατά μέρος τις οικονομικές ανισότητες. Οπως έχει δείξει ο Τομά Πικετί, με την παγκοσμιοποίηση διευρύνθηκαν όσο ποτέ άλλοτε («Το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα», Πόλις, 2014 και ήδη «Capital et idéologie», Παρίσι, 2019). Για την Ελλάδα των μνημονίων ειδικότερα, σε παρόμοιo συμπέρασμα καταλήγουν και οι Τάσος Γιαννίτσης και Σταύρος Ζωγραφάκης («Ανισότητες, φτώχεια, οικονομικές ανισότητες στα χρόνια της κρίσης», Πόλις, 2016). Η εμπειρία, ωστόσο, δείχνει ότι μόνο σε πολύ οριακές καταστάσεις ο κόσμος εξεγείρεται για αποκλειστικά οικονομικούς λόγους.
Αντίθετα, τα φανερά ή κρυφά προνόμια υπέρ ορισμένων συμπολιτών μας προκαλούν σχεδόν πάντοτε πολύ ισχυρότερες αντιδράσεις. Διότι η προσβολή των βασικών νομικών και ηθικών κανόνων της ισοπολιτείας θεωρείται ακραίας μορφής ανισότητα. Θυμάμαι ακόμη πόση αγανάκτηση είχε προκαλέσει προ ετών η ατιμωρησία γνωστού εκδότη, που όχι μόνο είχε περιφράξει αυθαίρετα την παραλία μπροστά στη βίλα του, αλλά την είχε μετατρέψει και σε λιμάνι για τη θαλαμηγό του. Το ίδιο και η επίκληση της βουλευτικής ιδιότητας από εκπρόσωπο του λαού, ο οποίος αρνήθηκε να υποβληθεί σε αλκοτέστ, όπως του ζητήθηκε, όταν, πιωμένος, τραυμάτισε θανάσιμα νεαρή κοπέλα σε τροχαίο, στο κέντρο της Αθήνας!
Κανένας δεν μπορεί να μου βγάλει από το μυαλό ότι περιστατικά όπως τα ανωτέρω βρίσκονταν πίσω από το ξέσπασμα της βίας το 2011-2012. Και ότι, με φόντο βέβαια την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα που είχε προκαλέσει η οικονομική κρίση, αυτά λειτούργησαν ως σπινθήρες για τη γνωστή συμπεριφορά των «Αγανακτισμένων» στην πλατεία Συντάγματος, το μοιραίο εκείνο καλοκαίρι.
Στην προηγούμενη Βουλή, ο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι δεν τόλμησε να βάλει το δάκτυλο στην πληγή και να προτείνει την κατάργηση πολλών διαπιστωμένων αναχρονισμών του ισχύοντος Συντάγματος, είχε την πρόνοια να περιλάβει στις αναθεωρητέες διατάξεις τα δύο άρθρα που καθιερώνουν τα σπουδαιότερα προνόμια υπέρ των επαγγελματιών της πολιτικής στη χώρα μας: το άρθρο 62 για την ασυλία των βουλευτών και το άρθρο 86 για την ποινική ευθύνη των υπουργών. Και τα δύο, στον βαθμό που η πρόταση για την αναθεώρησή τους ψηφίσθηκε με πάνω από 180 ψήφους (247 και 255 αντιστοίχως), η Ν.Δ. μπορεί να τα αναθεωρήσει στη σημερινή Βουλή χωρίς να χρειάζεται να συμπράξει με άλλο κόμμα. Θα περιορισθώ σήμερα μόνο στο άρθρο 86, αφήνοντας την αναθεώρηση του άρθρου 62 για άλλη ευκαιρία.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, η αναθεώρηση του άρθρου 86 περιορίζεται μόνο στην παράγραφο 3 (και στην προσθήκη μιας ερμηνευτικής δήλωσης, που δεν σχετίζεται άμεσα με το θέμα που εξετάζω). Η παράγραφος αυτή ρυθμίζει λεπτομερώς τη συγκρότηση της λεγόμενης προανακριτικής επιτροπής της Βουλής, την άσκηση της ποινικής δίωξης κατά των υπουργών και κυρίως την αποσβεστική προθεσμία μέσα στην οποία η Βουλή οφείλει να ασκήσει την κατηγορία. Στην κατάργηση της τελευταίας αυτής ρύθμισης ως σκανδαλωδώς ευνοϊκής για τους υπουργούς (βλ. την περίπτωση Τσοχατζόπουλου, ο οποίος, λόγω παραγραφής, δεν κατέστη δυνατό να παραπεμφθεί στο Υπουργοδικείο) αποβλέπει κυρίως η τρέχουσα αναθεώρηση, σύμφωνα με το σκεπτικό των εμπνευστών της.
Απεναντίας, κανένα κόμμα στην προηγούμενη Βουλή δεν πρότεινε την αναθεώρηση της παραγράφου 1 του άρθρου 86, που προβλέπει ότι «μόνο η Βουλή» μπορεί να ασκεί δίωξη «κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της κυβέρνησης ή υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους».
Πρόκειται για τη ρύθμιση που, από τότε που εισήχθη στο Σύνταγμά μας, το 1843, κατά μεταφορά του βρετανικού impeachment, λειτούργησε καταστροφικά προς δύο κατευθύνσεις: είτε εκδικητικά, όταν η νεοεκλεγμένη πλειοψηφία κατηγορούσε υπουργό της προηγούμενης κυβέρνησης, χωρίς επαρκή στοιχεία, για λόγους πολιτικών εντυπώσεων, είτε για το κουκούλωμα ορισμένων επιτηδείων, οι οποίοι κατάφερναν να γλιτώσουν τη δίωξη στη λογική τού «άσε καλύτερα, δεν ξέρεις τι γίνεται αύριο».
Στην κοινοβουλευτική μας ιστορία, η εμπειρία από την εφαρμογή της προνομιακής αυτής ρύθμισης επιβεβαιώνει τη διαπίστωση αυτή. Οπως δείχνει σε μια θαυμάσια μελέτη ένας έμπειρος δικαστής, ο πρόεδρος Ν.Π. Σοϊλεντάκης («Υπουργοί στο Ειδικό Δικαστήριο», 1821-2000, Αθήνα, 2005), η συντριπτική πλειονότητα των υπουργών που παραπέμφθηκαν στο Υπουργοδικείο από το 1847, διώκονταν για πολιτικούς λόγους, χωρίς επαρκείς ενδείξεις. Χρειάζεται άραγε να θυμίσω ότι, εκτός από τον Χαρ. Τρικούπη και τον Ελευθ. Βενιζέλο, κατηγορήθηκαν παλαιότερα ο Κων. Καραμανλής και, πιο πρόσφατα, ο Ανδρέας Παπανδρέου;
Στα πρώτα βήματα του κοινοβουλευτισμού, όταν η πολιτική ευθύνη των υπουργών δεν είχε ακόμη εμπεδωθεί, η αρμοδιότητα αυτή της Βουλής λειτουργούσε ως υποκατάστατο της πρότασης μομφής. Για παράδειγμα, στο Λονδίνο, έως το τέλος του 18ου αιώνα, μόνον μέσω του impeachment η κοινοβουλευτική πλειοψηφία μπορούσε να απομακρύνει έναν ανεπιθύμητο υπουργό. Επιπλέον, το προνόμιο αυτό προστάτευε τους υπουργούς από αυθαίρετες διώξεις που, διαφορετικά, θα μπορούσε να κινήσει εναντίον τους το Στέμμα.
Σήμερα, στις χώρες όπου η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη, η ρύθμιση αυτή δεν δικαιολογείται. Ετσι, δεν είναι τυχαίο ότι η Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία και, πιο πρόσφατα, η Γαλλία την έχουν καταργήσει. Οσες εξάλλου από αδράνεια εξακολουθούν να την προβλέπουν εμπλέκουν άμεσα και τη δικαστική εξουσία στην άσκηση της ποινικής δίωξης κατά υπουργών.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι, με την τυπολατρία που συχνά τους διακρίνει, οι δικαστές και οι εισαγγελείς μας, αν τους δινόταν αυτή η αρμοδιότητα, θα παρέπεμπαν υπουργούς στο Ειδικό Δικαστήριο για ψύλλου πήδημα. Και ότι, κατά συνέπεια, για τον φόβο των Ιουδαίων, οι υπουργοί μας θα προτιμούσαν να αδρανούν παρά να παίρνουν ρίσκα, όπως συνήθως απαιτεί η λήψη κρίσιμων αποφάσεων. Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή. Πιστεύω, αντίθετα, ότι οι δικαστές, αν τους ανατεθεί χωρίς αστερίσκους και επιφυλάξεις η σχετική ευθύνη, δεν θα λειτουργήσουν ως τιμωροί, αλλά ως θεματοφύλακες του κράτους δικαίου. Αρκεί να περιβληθούν με εμπιστοσύνη.
Προς τι όμως αυτή η συζήτηση, αφού η παράγραφος 1 του άρθρου 86 δεν αναθεωρείται; Η απάντηση είναι απλή: στο πλαίσιο της αναθεώρησης της παραγράφου 3, μπορεί κάλλιστα να προβλεφθεί ως θεματικά συναφέστατη η υποχρεωτική αποστολή της υπόθεσης από τη Βουλή σε συμβούλιο ανώτατων δικαστών και εισαγγελέων, όπως π.χ. η commission des requêtes του άρθρου 68-2 του γαλλικού συντάγματος. Και τούτο, προκειμένου να διατυπώσει με νηφαλιότητα αιτιολογημένη γνώμη για το ότι υπάρχουν κατ’ αρχήν ή όχι αποχρώσες ενδείξεις για τη δίωξη του εγκαλουμένου. Το προβλέπει σήμερα ως απλή δυνατότητα ο ν. 3961/2011. Δυστυχώς, όσο η παράγραφος 1 του άρθρου 86 δεν αναθεωρείται, η γνώμη αυτή δεν μπορεί να δεσμεύει τη Βουλή. Δύσκολα, ωστόσο, η εκάστοτε πλειοψηφία θα μπορούσε να την παραβλέψει, χωρίς να κατηγορηθεί για μεροληψία.
Λύση, λοιπόν, έστω και κουτσουρεμένη, υπάρχει. Αρκεί οι πολιτικοί μας να αποφασίσουν να θυσιάσουν ένα παραδοσιακό προνόμιό τους.
* Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έντυπηkathimerini.gr
Use Facebook to Comment on this Post