Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα, τον Ιούνιο του 2015, μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. Έχει να επιλέξει ανάμεσα στη συνέχεια των αποτυχημένων προγραμμάτων μακροοικονομικής προσαρμογής, που της επέβαλαν οι δανειστές και το να προχωρήσει, σπάζοντας τα δεσμά του χρέους, σε μια αληθινή αλλαγή.
Πέντε χρόνια αφότου ξεκίνησαν τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, η χώρα παραμένει βυθισμένη σε κρίση: οικονομική και κοινωνική, οικολογική και δημοκρατική. Το μαύρο κουτί του χρέους μένει σφραγισμένο και μέχρι πρότινος κανένας επίσημος φορέας, ελληνικός ή διεθνής, δεν επιδίωξε να φέρει στο φως την αλήθεια για το πώς και γιατί η χώρα καθυποτάχθηκε στο καθεστώς των δανειστών.
Το χρέος, στο όνομα του οποίου ισοπεδώθηκαν τα πάντα, παραμένει ο γνώμονας της νεοφιλελεύθερης προσαρμογής, που οδήγησε στη βαθύτερη και πιο μακρόχρονη ύφεση σε ευρωπαϊκό έδαφος και σε καιρό ειρήνης. Επείγει, λοιπόν, να εξετασθεί μεθοδικά και είναι κοινωνική μας ευθύνη, να εξεταστούν σε βάθος μια σειρά νομικών, κοινωνικών και οικονομικών ζητημάτων σε σχέση με το χρέος.
Για να ανταποκριθεί σ’ αυτή την ανάγκη, η Βουλή των Ελλήνων σύστησε τον Απρίλιο του 2015 την Επιτροπή Αλήθειας Δημοσίου Χρέους. Η εντολή που ανατέθηκε στην Επιτροπή Αλήθειας ήταν να
διερευνήσει πώς δημιουργήθηκε και διογκώθηκε το δημόσιο χρέος, με ποιους τρόπους και για ποιους λόγους συνήφθη και πώς επηρέασαν την οικονομία και τη ζωή του ελληνικού λαού οι αυστηροί όροι (αιρεσιμότητες, conditionalities), οι οποίοι τέθηκαν ως προϋποθέσεις για τη χορήγηση των νέων δανείων.
Και, επίσης, να κάνει γνωστά στο εσωτερικό και το εξωτερικό τα ζητήματα που συνδέονται με το ελληνικό δημόσιο χρέος, καθώς και να διερευνήσει ποιες επιλογές υπάρχουν για την κατάργησή του και ποια επιχειρήματα μπορούν να διατυπωθούν σχετικά.
Η Επιτροπή Αλήθειας παρουσιάζει στην Προκαταρκτική Έκθεση τα προσωρινά της πορίσματα, τα οποία δείχνουν ότι ολόκληρο το πρόγραμμα προσαρμογής, στο οποίο καθυποτάχθηκε η Ελλάδα, ήταν και παραμένει ένα πρόγραμμα με σαφείς πολιτικές στοχεύσεις. Ο τεχνικός χαρακτήρας των μακροοικονομικών μεταβλητών και των προβλέψεων για την εξέλιξη του χρέους επέτρεψε, μολονότι αυτοί οι αριθμοί επηρεάζουν άμεσα τη ζωή και την ίδια την επιβίωση των ανθρώπων, οι συζητήσεις για το χρέος να μείνουν μέχρις στιγμής σε τεχνικό επίπεδο και ειδικότερα να εστιαστούν στο ερώτημα αν οι πολιτικές που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα διευκολύνουν την αποπληρωμή του χρέους. Αυτήν ακριβώς την επιχειρηματολογία αμφισβητούν τα ευρήματα της Έκθεσης.
Όλα τα στοιχεία που παρουσιάζουμε στην Προκαταρκτική Έκθεση καταδεικνύουν ότι η Ελλάδα όχι μόνο δεν είναι σε θέση να πληρώσει το χρέος, αλλά και δεν πρέπει να το πληρώσει. Πρωτίστως, διότι το χρέος που προκάλεσαν οι ρυθμίσεις που επέβαλε η Τρόικα παραβιάζει ευθέως τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα δεν πρέπει να πληρώσει αυτό το χρέος διότι είναι παράνομο, αθέμιτο και επονείδιστο.
Η Επιτροπή διαπίστωσε, επίσης, ότι η μη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους ήταν εξαρχής προδήλως γνωστή στους διεθνείς δανειστές, τις ελληνικές αρχές και τα συστημικά μέσα ενημέρωσης.
Παρ’ όλα αυτά, οι ελληνικές αρχές, μαζί με κάποιες κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνωμότησαν το 2010 ενάντια στην αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, προκειμένου να προστατεύσουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Τα συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης απέκρυψαν την αλήθεια από τους πολίτες, παριστάνοντας ότι δήθεν η διάσωση αφορούσε την Ελλάδα και όχι τις τράπεζες και συνάμα εξυφαίνοντας μια αφήγηση που στόχευε να εμφανίσει τον ελληνικό πληθυσμό ως δήθεν άξιο των αδικοπραξιών των δανειστών.
Το ποσό που διατέθηκε μέσω των προγραμμάτων «διάσωσης» (μνημονίων) του 2010 και του 2012 ελέγχονταν από το εξωτερικό μέσα από περίπλοκες διευθετήσεις, οι οποίες απέκλειαν κάθε δημοσιονομική αυτονομία. Οι δανειστές υπαγόρευσαν αυστηρά τον τρόπο διάθεσης των δανειακών κεφαλαίων «διάσωσης», εκ των οποίων μόνο ένα ελάχιστο τμήμα, λιγότερο από το 10%, κατευθύνθηκε στην κάλυψη των τρεχουσών δημόσιων δαπανών.
Η Προκαταρκτική Έκθεση παρουσιάζει μια πρώτη Σύνοψη χαρτογράφηση των κεντρικών προβλημάτων και ζητημάτων του δημόσιου χρέους. Επισημαίνει τις κομβικής σημασίας παρανομίες οι οποίες συνδέθηκαν με τη σύναψη των δανείων και ανιχνεύει τη νομική θεμελίωση επάνω στην οποία μπορεί να βασισθεί η μονομερής αναστολή της αποπληρωμής του.
Τα ευρήματά της εκτίθενται σε εννέα κεφάλαια, ως ακολούθως:
Το Πρώτο Κεφάλαιο, με τίτλο «Το χρέος πριν από την Τρόικα», αναλύει την εξέλιξη του ελληνικού δημόσιου χρέους από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η διόγκωση του χρέους δεν οφειλόταν στις δήθεν υπέρμετρες δημόσιες δαπάνες, οι οποίες στην πραγματικότητα παρέμεναν χαμηλότερες από τις δημόσιες δαπάνες άλλων χωρών της ευρωζώνης. Οφειλόταν μάλλον στην πληρωμή εξαιρετικά υψηλών επιτοκίων δανεισμού στους πιστωτές, στις υπερβολικά υψηλές και αδικαιολόγητες στρατιωτικές δαπάνες, στην απώλεια φορολογικών εσόδων εξαιτίας των αθέμιτων εκροών κεφαλαίου, στην ανακεφαλαιοποίηση ιδιωτικών τραπεζών από το κράτος και στις διεθνείς ανισορροπίες, οι οποίες δημιουργήθηκαν από την ελαττωματική σχεδίαση της ίδιας της Νομισματικής Ένωσης.
Η υιοθέτηση του ευρώ οδήγησε σε δραστική αύξηση του ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα, στο οποίο βρέθηκαν εκτεθειμένες όχι μόνον ελληνικές, αλλά και μεγάλες ευρωπαϊκές ιδιωτικές τράπεζες. Το γεγονός αυτό κλιμάκωσε μια τραπεζική κρίση το 2009, η οποία με τη σειρά της επιβάρυνε το ελληνικό δημόσιο χρέος. Η κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου, υπερτονίζοντας τη σημασία των
δημόσιων ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους, βοήθησε το 2009 να παρουσιασθεί η εξελισσόμενη τραπεζική κρίση σαν κρίση δημόσιου χρέους.
Το Δεύτερο Κεφάλαιο, με τίτλο «Η εξέλιξη του ελληνικού δημόσιου χρέους, 2010-2015», καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πρώτη δανειακή σύμβαση (2010), αποσκοπούσε πρωταρχικά στη διάσωση των ελληνικών και άλλων ευρωπαϊκών ιδιωτικών τραπεζών, επιτρέποντας στις τελευταίες να μειώσουν την έκθεσή τους σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου.
Το Τρίτο Κεφάλαιο, με τίτλο «Το ελληνικό δημόσιο χρέος ανά δανειστή, 2015», παρουσιάζει
την εριζόμενη φύση του σημερινού ελληνικού χρέους, σκιαγραφώντας τα κεντρικά χαρακτηριστικά των δανείων, τα οποία αναλύονται περαιτέρω, στο Όγδοο Κεφάλαιο.
Το Τέταρτο Κεφάλαιο, με τίτλο «Μηχανισμοί του συστήματος χρέους στην Ελλάδα», αποκαλύπτει τους μηχανισμούς που κατασκευάστηκαν μέσα από τις δανειακές συμβάσεις, από τον Μάιο του 2010 και μετά. Οι μηχανισμοί αυτοί δημιούργησαν ένα βαρύ φορτίο νέου χρέους προς τα άλλα κράτη της ευρωζώνης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ, EFSF), ενώ παράλληλα παρήγαγαν καταχρηστικό κόστος, βαθαίνοντας, έτσι, ακόμη περισ- σότερο την κρίση. Οι μηχανισμοί αυτοί αποκαλύπτουν πώς το μεγαλύτερο μέρος των δανειακών κεφαλαίων μεταβιβάσθηκε απευθείας στους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς. Αντί να ωφελήσουν την Ελλάδα, επιτάχυναν, με τη χρήση χρηματοπιστωτικών εργαλείων, τη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων.
Το Πέμπτο Κεφάλαιο, με τίτλο «Αυστηροί όροι (αιρεσιμότητες) εναντίον βιωσιμότητας», παρουσιάζει πώς οι δανειστές επέβαλαν, μαζί με τις δανειακές συμβάσεις, αναγκαστικούς όρους (αιρεσιμότητες) οι οποίοι εξάλειψαν άμεσα την οικονομική βιωσιμότητα του χρέους. Αυτοί οι όροι, στους οποίους οι δανειστές εξακολουθούν να επιμένουν, μείωσαν το ΑΕΠ και αύξησαν το δημόσιο δανεισμό, επιβαρύνοντας επομένως την αναλογία δημόσιου χρέους / ΑΕΠ και καθιστώντας έτσι το δημόσιο χρέος μη βιώσιμο. Επιπλέον, επέφεραν δραματικές αλλαγές στην κοινωνία και προκάλεσαν ανθρωπιστική κρίση. Το ελληνικό δημόσιο χρέος μπορεί σήμερα να θεωρηθεί απολύτως μη βιώσιμο.
Το Έκτο Κεφάλαιο, με τίτλο «Οι επιπτώσεις των “προγραμμάτων διάσωσης” στα ανθρώπινα δικαιώματα», καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα τα οποία επιβλήθηκαν στο πλαίσιο των λεγόμενων «προγραμμάτων διάσωσης» έπληξαν άμεσα τις συνθήκες διαβίωσης του ελληνικού λαού και παραβίασαν τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία οφείλουν, τόσο η Ελλάδα, όσο και οι εταίροι της να προστατεύουν και να προάγουν, σύμφωνα με το εσωτερικό, το ευρωπαϊκό και το Διεθνές Δίκαιο. Οι δραστικές προσαρμογές που επιβλήθηκαν στην ελληνική οικονομία και σε ολόκληρη την κοινωνία προκάλεσαν ραγδαία υποβάθμιση του επιπέδου ζωής και παραμένουν ασύμβατες προς την κοινωνική δικαιοσύνη, την κοινωνική συνοχή, τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Το Έβδομο Κεφάλαιο, με τίτλο «Νομικά ζητήματα σχετικά με τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις», αναλύει την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων από την πλευρά, τόσο της ίδιας της Ελλάδας, όσο και των δανειστών της, δηλαδή των (πιστωτριών) χωρών της ευρωζώνης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που επέβαλαν τα μέτρα αυτά στην Ελλάδα.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες (κράτη και όρ- γανα ή θεσμοί) παρέλειψαν να εκτιμήσουν τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συνεπάγονταν οι επιβαλλόμενες από τους ίδιους πολιτικές και, επιπλέον, παραβίασαν άμεσα το ελληνικό Σύνταγμα, απογυμνώνοντας ουσιαστικά την Ελλάδα από τα περισσότερα κυριαρχικά δικαιώματά της. Οι συμφωνίες περιλαμβάνουν καταχρηστικούς όρους που εξαναγκάζουν την Ελλάδα να απολέσει εθνική κυριαρχία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επιλογή του Αγγλικού Δικαίου ως εφαρμοστέου δικαίου στις δανειακές συμβάσεις, η οποία διευκόλυνε την παράκαμψη του ελληνικού Συντάγματος, αλλά και των διεθνών υποχρεώσεων σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Οι παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων και του εθιμικού δικαίου, οι πολλές ενδείξεις κακόπιστης συμπεριφοράς εκ μέρους των συμβαλλόμενων μερών και ο καταχρηστικός χαρακτήρας αυτών των συμβάσεων καθιστούν τις συναφθείσες συμβάσεις άκυρες.
Το Όγδοο Κεφάλαιο, με τίτλο «Εκτίμηση του χρέους όσον αφορά τον αθέμιτο, επονείδιστο, παράνομο και μη βιώσιμο χαρακτήρα του», παρέχει μια αποτίμηση του ελληνικού δημόσιου χρέους με βάση τους ορισμούς του παράνομου, αθέμιτου, επονείδιστου και μη βιώσιμου χρέους, τους οποίους υιοθέτησε η Επιτροπή Αλήθειας. Το εν λόγω κεφάλαιο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος σήμερα, τον Ιούνιο του 2015, είναι μη βιώσιμο, διότι η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να το εξυπηρετήσει, χωρίς να πλήξει καίρια την ικανότητά της να ανταποκρίνεται στις βασικές υποχρεώσεις της για προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Επιπλέον, το κεφάλαιο περιέχει στοιχεία για ενδεικτικές περιπτώσεις παράνομου, αθέμιτου και επονείδιστου χρέους προς κάθε έναν δανειστή. Το χρέος προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πρέπει να χαρακτηριστεί παράνομο, διότι η σύναψή του έγινε κατά παράβαση του καταστατικού του ίδιου του ΔΝΤ, ενώ επιπλέον οι όροι του παραβιάζουν το ελληνικό Σύνταγμα, το διεθνές εθιμικό δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες τις οποίες έχει κυρώσει η Ελληνική Δημοκρατία. Είναι επίσης αθέμιτο, διότι οι όροι του επιβάλλουν πολιτικές, οι οποίες παραβιάζουν τις υποχρεώσεις προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Τέλος, είναι επονείδιστο (απεχθές), διότι το ΔΝΤ γνώριζε ότι τα μέτρα τα οποία επέβαλλαν οι πολιτικές του ήταν αντιδημοκρατικά και αναποτελεσματικά και θα οδηγούσαν σε σοβαρές παραβιάσεις των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων.
Το χρέος προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να χαρακτηριστεί παράνομο, διότι η ΕΚΤ υπερέβη τις αρμοδιότητές της επιβάλλοντας, μέσω της συμμετοχής της στην Τρόικα, την εφαρμογή των προγραμμάτων μακροοικονομικής προσαρμογής (λόγου χάρη, την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας).
Το χρέος προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι επίσης αθέμιτο και επονείδιστο, διότι ο κύριος λόγος ύπαρξης του Προγράμματος Αγοράς Ομολόγων (Securities Market Programme, SMP) ήταν να εξυπηρετηθούν συμφέρο- ντα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, επιτρέποντας στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές και ελληνικές ιδιωτικές τράπεζες να απαλλαγούν από τα ελληνικά ομόλογα που είχαν στην κατοχή τους. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθεροτητας παρέχει δάνεια χωρίς μετρητά (cash-less loans) τα οποία πρέπει να θεωρηθούν παράνομα, επειδή παραβιάζουν όχι μόνον το Άρθρο 122(2) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), αλλά και πολλά κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα, καθώς και πολιτικές ελευθερίες. Περαιτέρω, η Συμφωνία Πλαίσιο (Framework Agreement) του ΕΤΧΣ, του 2010, καθώς και η Κύρια Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης (Master Financial Assistance Agreement) του 2012, περιλαμβάνουν πολλαπλούς καταχρηστικούς όρους, οι οποίοι αποκαλύπτουν σαφώς αθέμιτη συμπεριφορά από την πλευρά του δανειστή.
Το ΕΤΧΣ παραβιάζει, επίσης, με τη δράση του τις δημοκρατικές αρχές, γεγονός που καθιστά αυτά τα συγκεκριμένα χρέη αθέμιτα και επονείδιστα. Τα διμερή δάνεια πρέπει να θεωρηθούν παράνομα διότι παραβιάζουν τη διαδικασία που προβλέπεται από το ελληνικό Σύνταγμα. Κατά τη σύναψή τους υπήρξε σαφώς αθέμιτη συμπεριφορά εκ μέρους των δανειστών, ενώ επίσης περιέχουν όρους που παραβιάζουν το νόμο και τη δημόσια τάξη. Τόσο το ευρωπαϊκό, όσο και το Διεθνές Δίκαιο, παραβιάστηκαν κατά τη σχεδίαση των μακροοικονομικών προγραμμάτων, προκειμένου να παρακαμφθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επιπλέον, τα διμερή δάνεια είναι αθέμιτα, διότι δεν χρησιμοποιήθηκαν προς όφελος του λαού, αλλά απλώς επέτρεψαν στους ιδιώτες πιστωτές της Ελλάδας να σώσουν τους εαυτούς τους. Τέλος, τα διμερή δάνεια είναι επονείδιστα, διότι οι πιστώτριες χώρες, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνώριζαν τις ενδεχόμενες παραβιάσεις, αλλά τόσο το 2010 όσο και το 2012 απέφυγαν να εκτιμήσουν 8 ποιες επιπτώσεις θα είχαν στα ανθρώπινα δικαιώματα η μακροοικονομική προσαρμογή και η δημοσιονομική σταθεροποίηση, που ήταν και οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση των δανείων.
Το χρέος προς τους ιδιώτες δανειστές πρέπει να θεωρηθεί παράνομο, διότι οι ιδιωτικές τράπεζες πριν από τη δημιουργία της Τρόικας έδρασαν ανεύθυνα και δεν έδειξαν τη δέουσα επιμέλεια στη διαχείριση του δανεισμού, ενώ ορισμένοι ιδιώτες δανειστές, όπως κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds), ενήργησαν επίσης κακόβουλα.
Μέρος του χρέους προς τις ιδιωτικές τράπεζες και προς τα κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου είναι αθέμιτο για τους ίδιους λόγους για τους οποίους είναι και παράνομο. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν με αθέμιτο τρόπο από τους φορολογούμενους.
Τέλος, το χρέος προς τις ιδιωτικές τράπεζες και προς τα κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου είναι επονείδιστο, διότι οι μεγάλοι ιδιώτες δανειστές γνώριζαν ότι τα δάνεια αυτά συνήφθησαν για ίδιο όφελος και όχι για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του λαού.
Η Προκαταρκτική Έκθεση καταλήγει επισημαίνοντας ορισμένα πρακτικά ζητήματα.
Το Ένατο Κεφάλαιο, με τίτλο «Νομική θεμελίωση της αποκήρυξης και αναστολής πληρωμών του ελληνικού δημόσιου χρέους», εκθέτει ποιες επιλογές υπάρχουν, όσον αφορά την «ακύρωση του χρέους» και ιδίως τις συνθήκες υπό τις οποίες ένα κυρίαρχο κράτος μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά του να προχωρήσει μονομερώς, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, στην αποκήρυξη του χρέους ή στην αναστολή της αποπληρωμής του. Τα νομικά επιχειρήματα που επιτρέπουν σε ένα κυρίαρχο κράτος να αποκηρύξει μονομερώς το παράνομο, αθέμιτο και επονείδιστο χρέος είναι πολλαπλά· όσον αφορά την ελληνική περίπτωση, μια τέτοια μονομερής κυριαρχική πράξη θα μπορούσε να θεμελιωθεί στα εξής επιχειρήματα:
1) στην κακή πίστη την οποία επέδειξαν οι δανειστές, ωθώντας την Ελλάδα να παραβιάσει το εσωτερικό της δίκαιο και τις διεθνείς της υποχρεώσεις σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα,
2) στη νομική υπεροχή και προτεραιότητα των ανθρώπινων δικαιωμάτων απέναντι σε διεθνείς συμφωνίες, όπως εκείνες που υπέγραψαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις με τους δανειστές ή με την Τρόικα,
3) στη χρήση καταναγκασμού,
4) στην επιβολή άδικων και ανεπιεικών όρων, οι οποίοι παραβιάζουν κατάφωρα το Σύνταγμα και την εθνική κυριαρχία και
5) στο δικαίωμα το οποίο αναγνωρίζει το Διεθνές Δίκαιο στο κράτος, να λαμβάνει μέτρα ενάντια σε παράνομες ενέργειες δανειστών, οι οποίες πλήττουν τη δημοσιονομική του κυριαρχία, το υποχρεώνουν να αποδεχθεί παράνομα, αθέμιτα και επονείδιστα χρέη και παραβιάζουν την οικονομική του αυτοδιάθεση και τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Όσον αφορά τη μη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, κάθε κράτος έχει νόμιμο δικαίωμα να επικαλείται την ύπαρξη κατάστασης ανάγκης σε εξαιρετικές περιστάσεις, προκειμένου να διαφυλάξει ουσιώδη συμφέροντα τα οποία απειλούνται από μείζονα και παρόντα κίνδυνο. Σε τέτοια περίπτωση, το κράτος μπορεί να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεών του, οι οποίες επαυξάνουν τον κίνδυνο, όπως συμβαίνει με τις εκκρεμείς δανειακές συμβάσεις. Τέλος, τα κράτη έχουν δικαίωμα να κηρύξουν μονομερώς αδυναμία πληρωμής (insolvency), όταν δεν είναι βιώσιμη η εξυπηρέτηση του χρέους, στην οποία περίπτωση δεν διαπράττουν διεθνώς παράνομη πράξη και, επομένως, δεν φέρουν ευθύνη.
Κατακλείδα Η αξιοπρέπεια του λαού βαρύνει περισσότερο από το παράνομο, αθέμιτο, επονείδιστο και μη βιώσιμο χρέος. Έχοντας ολοκληρώσει την προκαταρκτική φάση της έρευνάς της, η Επιτροπή Αλήθειας του Δημόσιου Χρέους θεωρεί ότι η Ελλάδα ήταν και παραμένει θύμα μιας προσχεδιασμένης επίθεσης, η οποία οργανώθηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Αυτό το βίαιο, παράνομο και ανήθικο εγχείρημά τους έχει μοναδικό σκοπό να περάσουν τα ιδιωτικά χρέη στο δημόσιο. Παρουσιάζοντας αυτή την Προκαταρκτική Έκθεση στις ελληνικές αρχές και τον ελληνικό λαό, η Επιτροπή Αλήθειας Δημόσιου Χρέους θεωρεί ότι ολοκλήρωσε την πρώτη φάση της εντολής της, η οποία περιγράφεται στην από 4 Απριλίου του 2015 απόφαση της Προέδρου της Βουλής.
Η Επιτροπή ελπίζει πως η Έκθεση θα αποδειχθεί χρήσιμο εργαλείο, ώστε να εγκαταλειφθεί η καταστροφική λογική της λιτότητας και να προστατευθούν από τους κινδύνους, που σήμερα τα απειλούν, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η δημοκρατία, η αξιοπρέπεια του λαού και το μέλλον των επόμενων γενεών.
Σε απάντηση εκείνων που προσπαθούν να επιβάλουν άδικα μέτρα, ο ελληνικός λαός θα μπορούσε να επικαλεστεί τη ρήση του Θουκυδίδη «…ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ’ ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται» (Θουκυδίδης, Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, Επιτάφιος του Περικλή (2.37) – «και ως προς το όνομα καλείται Δημοκρατία, επειδή η εξουσία δεν είναι στα χέρια των λίγων, αλλά των πολλών»).
Use Facebook to Comment on this Post