Μετά τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και οι πέντε «Σοφοί» της γερμανικής οικονομίας κινούνται σχεδόν στην ίδια γραμμή και εισηγούνται μηχανισμό χρεοκοπίας για τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης προκειμένου στο μέλλον να αποφευχθούν κρίσεις, τονίζοντας παράλληλα ότι η έξοδος από το ευρώ θα πρέπει να επιτρέπεται ως ύστατη επιλογή.
Την ίδια στιγμή, ανάλυση του ΔΝΤ τεκμηριώνει μέσα από γραφήματα (δημοσιεύονται στην Telegraph) πώς η Ευρωζώνη δεν έχει καμία απολύτως τύχη αν συνεχίσει να λειτουργεί με τη Γερμανία να καταγράφει μεγάλα πλεονάσματα και της χώρες του Νότου, όπως η Ελλάδα να βυθίζονται στην ύφεση, στην ανεργία και στην φτώχια.
Είναι να αναρωτιέται κανείς λοιπόν μετά από αυτή (ή μάλλον και με αυτά) πώς η Ελλάδα μπορεί να επιβιώσει μέσα σε αυτή την Ευρωζώνη. Το μόνο ξεκάθαρο είναι ότι η συμφωνία που η κυβέρνηση επιδιώκει είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί και αδύνατο να υλοποιηθεί.
Έχει ήδη ακυρωθεί, αφού οι φοροδοτικές ικανότητες του λαού έχουν τελειώσει και δεν γίνεται καμία απολύτως προσπάθεια να χτυπηθούν τα συμφέροντα. Το αντίθετο μάλιστα, καλούνται και πάλι την κρίση που προέκυψε από τα capital controls και την αποτυχία της διαπραγμάτευσης να πληρώσουν τα μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος κοινωνικού στρώματος.
Σε έκθεσή τους υπό τον τίτλο «συνέπειες της ελληνικής κρίσης για έναν σταθερότερο ευρωχώρο», η οποία υπεβλήθη σήμερα στην κυβέρνηση, οι πέντε «Σοφοί» της γερμανικής οικονομίας υποστηρίζουν ότι η ελληνική κρίση ανέδειξε την κατεπείγουσα ανάγκη για περαιτέρω μεταρρυθμίσεις προκειμένου η Ευρωζώνη να καταστεί σταθερότερη.
Μεταξύ των μέτρων που εισηγούνται είναι η εμβάθυνση της τραπεζικής ένωσης, αλλά και η συμπλήρωση της εργαλειοθήκης της Ευρωζώνης με μηχανισμό ο οποίος θα επιτρέπει την συντεταγμένη χρεοκοπία κράτους-μέλους. Αυτή η πρόνοια θα καθιστούσε, σύμφωνα με τους διακεκριμένους γερμανούς οικονομολόγους, αξιόπιστο τον όρο «no bail-out».
«Προκειμένου να ενισχύσουμε την συνοχή της νομισματικής ένωσης, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι ψηφοφόροι στις χώρες των πιστωτών δεν είναι διατεθειμένοι να χρηματοδοτούν μονίμως τις χώρες των οφειλετών», δηλώνει ο Πρόεδρος του Συμβουλίου των Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων Κρίστοφ Σμιτ στην εισήγησή του και επισημαίνει ότι ένας τέτοιος μηχανισμός από τη μια πλευρά θα υποχρέωνε τους πιστωτές να αναλάβουν τις απώλειες εάν ένα κράτος χρεοκοπούσε, ενώ θα προκαλούσε λεπτομερέστερη εκτίμηση των κρατικών κινδύνων εκ μέρους των πιστωτών.
Οι «Σοφοί» πάντως εκτιμούν ότι η έξοδος μιας χώρας από την Ευρωζώνη θα πρέπει να παραμένει πιθανή, αλλά μόνο ως «ύστατη επιλογή», καθώς, όπως αναφέρεται στην Έκθεση, «ένα μονίμως μη-συνεργάσιμο κράτος-μέλος δεν θα πρέπει να απειλεί την ύπαρξη του ευρώ».
Στην ίδια έκθεση οι Γερμανοί οικονομολόγοι εκφράζουν επιφυλάξεις σχετικά με την εφαρμογή πολιτικών όπως η δημιουργία υπουργείου Οικονομικών για την Ευρωζώνη, ευρωπαϊκού σχεδίου ασφάλισης για την ανεργία ή οικονομικής διακυβέρνησης, απορρίπτοντας εμμέσως την «Έκθεση των πέντε Προέδρων». Είναι κάτι που έχει επικαλεστεί ο Β. Σόιμπλε.
«Το να είναι η Ευρωζώνη συλλογικά υπεύθυνη για πιθανά κόστη χωρίς όμως τα κράτη-μέλη να παραχωρήσουν μέρος της εθνικής κυριαρχίας τους για τις δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές, με το πέρασμα του χρόνου θα καθιστούσε την νομισματική ένωση πιο ασταθή», γράφουν οι γερμανοί «Σοφοί», απαντώντας έτσι και σε δημοσίευμα του περιοδικού Der Spiegel που ήθελε την γερμανική κυβέρνηση έτοιμη να συζητήσει για έναν υπουργό Οικονομικών της Ευρωζώνης, με δικό του προϋπολογισμό και με την εξουσία να επιβάλλει αύξηση των φόρων.
Σε άρθρο τους που δημοσιεύεται στη σημερινή Frankfurter Allgemeine Zeitung, οι τέσσερις από τους πέντε οικονομολόγους του Συμβουλίου προειδοποιούν ακόμη ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε μονομερή και μόνιμη μεταφορά βαρών, χωρίς παράλληλα να ενισχυθεί ο δημοκρατικός έλεγχος σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τονίζουν πάντως ότι «το θέμα αφορά πολλά περισσότερα από την Ελλάδα», καθώς απεδείχθη ότι η μόνιμη έλλειψη διάθεσης συνεργασίας ενός κράτους-μέλους μπορεί να κλονίσει τις βάσεις της νομισματικής ένωσης και να την απειλήσει υπαρξιακά.
«Ιδιαίτερα τραγικές είναι οι πολιτικές εντάσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ των κρατών-μελών, διότι, ειδικά το κοινό νόμισμα, θα έπρεπε να αποτελεί σύμβολο ολοκλήρωσης. Στο μέλλον λοιπόν πρέπει να δοθεί περισσότερη σημασία στην τήρηση των κοινών κανόνων. Ως ύστατη επιλογή θα έπρεπε όμως να είναι δυνατή και η έξοδος ενός κράτους από την νομισματική ένωση», καταλήγουν οι οικονομολόγοι.
Στο μεταξύ, τέσσερα ενδεικτικά γραφήματα που προκύπτουν από τα δεδομένα της ανάλυσης του ΔΝΤ και αφορούν τις παθογένειες (… και τα προβλήματα) που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή η Ελλάδα, αλλά και η υπόλοιπη νομισματική ένωση, μπορούν να πείσουν και τον πλέον αισιόδοξο ότι το μέλλον της είναι αβέβαιο.
Το ΔΝΤ σημειώνει ότι «επανεξισορρόπηση έχει αποτύχει να επιτευχθεί μεταξύ των πιστωτριών χωρών, με τα μεγάλα τρέχοντα πλεονάσματα της Γερμανίας και των Κάτω Χωρών να συνεχίζουν να αυξάνεται και να κινούνται μακριά από τα επίπεδα των μεσοπρόθεσμων θεμελιωδών μεγεθών. Η Γερμανία, επί παραδείγματι, «τρέχει» αυτή τη στιγμή ένα πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών σε επίπεδα ρεκόρ στη σύγχρονη εποχή, παραβιάζοντας τους κανόνες της Ευρωζώνης που έχουν να κάνουν με τις «υπερβολικές ανισορροπίες». Χωρίς φυσικά να τιμωρείται γι’ αυτό.
Το ΔΝΤ, εκ νέου, εντείνει τις εκκλήσεις του προς τις μεγάλες οικονομίες να μειώσουν τις παγκόσμιες ανισορροπίες. Στην πραγματικότητα, αυτό που ζητάει από το Ταμείο είναι να αναλάβουν η Γερμανία και οι άλλες χώρες που έχουν δημοσιονομικά περιθώρια και χαμηλό δημόσιο χρέος, να υποστηρίξουν τις επενδύσεις και την κατανάλωση εντός της Ευρωζώνης.
Οι συνέπειες από την αποτυχία να μειωθούν οι ανισορροπίες είναι σοβαρές και δεν πρέπει να υποτιμούνται. Ο Ντέβιντ Λίπτον του ΔΝΤ, εξηγεί: «Θα σήμαινε μια χαμένη ευκαιρία και θα έδινε ένα μέτριο αποτέλεσμα ως προς την ανάπτυξη και τη σταθερότητα της ένωσης».
Από την άλλη πλευρά, τα πιο αδύναμα κράτη του Νότου (με προεξάρχουσα την Ελλάδα) κουβαλούν το μεγαλύτερο βάρος των δυσλειτουργιών της Ευρωζώνης και έχουν προχωρήσει σε εσωτερική υποτίμηση (μείωση του κόστους εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών) για να καταστούν ανταγωνιστικές.
Η Ελλάδα (όπως δείχνει το διάγραμμα) έχει υποστεί την πιο σημαντική υποτίμηση τα τελευταία χρόνια. Στην αντίπερα όχθη, η Γερμανία έχει μετατραπεί σε μια «υπέρ-ανταγωνιστική» χώρα σε σχέση με τους εταίρους της.
Η ανεργία παραμένει ένα σοβαρό πρόβλημα στην Ευρωζώνη και κατά μέσο όρο έχει φτάσει στο 11%. Ιστορικά υψηλά εμφανίζει η ανεργία στους νέους και μάλιστα έχουμε να κάνουμε με μακροχρόνια ανεργία. Ο αριθμός των ατόμων που εργάζονται αυτή τη στιγμή είναι πολύ κάτω από το επίπεδο προ κρίσης.
Οι οικονομολόγοι κάνουν πλέον λόγο για «υστέρηση»: ένα φαινόμενο που είναι απότοκο της μακροχρόνιας ανεργίας. Φυσικά, όπως είναι αναμενόμενο, τα χρόνια προβλήματα ανεργίας εμφανίζονται με πιο έντονο τρόπο στη Νότια Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Ελλάδα και την Ισπανία.
Μια σύγκριση του ΑΕΠ (ανά άτομο) των ΗΠΑ και της Ευρωζώνης μπορεί να μας πείσει. Το ΔΝΤ αναμένει μια αύξηση της τάξης του 1,5% (για το 2015) εντός της Ευρωζώνης, αλλά μακροπρόθεσμα η δυνητική αύξηση θα κυμανθεί γύρω στο 1%.
Οι αναλυτές σημειώνουν πως η παραγωγή της Ευρωζώνης ενδέχεται να είναι μικρότερη του 2% από το 2020, όσο αυξάνονται τα ασφάλιστρα κινδύνου σε χώρες με υψηλό χρέος και παρατηρούνται δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που οδηγούν σε χαμηλούς ρυθμούς επενδύσεων.
Use Facebook to Comment on this Post