Αρχαίος γάμος

1ΜΙΑ από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της ζωής παραμένει, ακόμη και σήμερα, η διά βίου ένωση δύο ανθρώπων, η οποία γιορτάζεται με μεγάλη λαμπρότητα και αθρόα συμμετοχή κόσμου από την αρχαιοελληνική εποχή. Έναν τέτοιο γάμο, λοιπόν, θα παρακολουθήσουμε αμέσως παρακάτω. Όταν είχαν ήδη κανονιστεί οι νομικές σχέσεις και τα γαμικά συμβόλαια των νεονύμφων, το επόμενο βήμα ήταν, όπως συμβαίνει και σήμερα, η θρησκευτική τελετή του γάμου? αυτό ήταν απολύτως απαραίτητο, επειδή η μη τήρηση του θρησκευτικού τύπου συνεπαγόταν τη μη γνησιότητα των τέκνων και τα νόθα τέκνα δεν μπορούσαν να φέρουν μετά την ενηλικίωσή τους τον τίτλο του πολίτη. Γιατί η απόκτηση νόμιμων και γνήσιων τέκνων, αποτελούσε τον κύριο σκοπό, για τον οποίο οι Έλληνες, και ειδικότερα οι Αθηναίοι, παντρεύονταν? χαρακτηριστικό και διαφωτιστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα του ρήτορα Δημοσθένη (Κατά Νεαίρας, LIX, §122): «… γιατί αυτό θα ‘πει γάμος, δηλαδή να κάνει παιδιά και να εγγράψει τα παιδιά του… στους δημότες και να παντρεύει τις θυγατέρες του… με πολίτες. Γιατί… τις γυναίκες τις έχουμε, για να μας κάνουν παιδιά και για πιστούς φύλακες του σπιτιού…».
Ο χρόνος, ωστόσο, που θα γινόταν ο γάμος δεν ήταν τυχαίος, αλλά περιοριζόταν τόσο ως προς την εποχή όσο και τις ημέρες του μήνα. Σχετικά με τον προσδιορισμό της καταλληλότερης ημέρας για την τέλεσή του υπάρχει διαφωνία μεταξύ των αρχαίων. Ο Ησίοδος την επικεντρώνει στην τέταρτη ημέρα του μήνα χωρίς να ξεκαθαρίζει αν εννοεί την τέταρτη μετρώντας από την αρχή ή το τέλος του μήνα, αλλά διασταυρώνοντας τα λεγόμενά του με όσα γράφει ο Πρόκλος καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αναφέρεται στην τέταρτη ημέρα από την αρχή του μήνα? άλλοι πάλι σημειώνουν ως ημέρα του γάμου αυτήν που θα είχε πανσέληνο, γι’ αυτό και στον Ευριπίδη (Ιφ. Αυλ. 787) όταν η Κλυταιμνήστρα ρωτάει τον Αγαμέμνονα πότε θα γίνει ο γάμος της κόρης τους, εκείνος αποκρίνεται «όταν συμπληρωθεί ο κύκλος της σελήνης»? κάτι παρόμοιο αναφέρουν ο Δίων ο Χρυσόστομος (Ζ’,70) και ο Πίνδαρος (Ίσθμ. Ζ’,44). Ως προς την εποχή του έτους οι αρχαίοι προτιμούσαν για τους γάμους τον χειμώνα ―λίγο παράξενο για ‘μας σήμερα― και μάλιστα οι Αθηναίοι είχαν ονομάσει «Γαμηλιώνα» τον μήνα κατά τον οποίο γίνονταν οι γαμήλιες τελετές και που συνέπιπτε με τον δικό μας Ιανουάριο. Πάντως, ούτε η ημέρα ούτε ο μήνας ήταν εντελώς υποχρεωτικά? επομένως κάποιες παρεκκλίσεις γίνονταν δεκτές.
Μολονότι στους αρχαίους Έλληνες οι γάμοι ήταν περιβεβλημένοι με σπουδαίο και επίσημο θρησκευτικό χαρακτήρα και πολλές φορές επιβεβαιώνονταν με όρκο σε βωμούς ή ναούς θεών, λίγες τέτοιες μαρτυρίες έχουν διασωθεί, όπως π.χ. στον Πλούταρχο, που περιγράφει ότι η ιέρεια της Δήμητρας εφάρμοζε στους νυμφευόμενους τα πατροπαράδοτα έθιμα, ενώ ο Ζωναράς μνημονεύει ότι στην Αθήνα η ιέρεια της Αθηνάς εισερχόταν προς τους νεόγαμους κρατώντας την ιερή αιγίδα. Αφού στην αρχαιότητα οποιαδήποτε πράξη, ακόμη και η πιο ασήμαντη, επιχειρούνταν μόνο μετά την επίκληση των θεών, σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν δυνατόν ο γάμος να γίνεται χωρίς θυσίες και άλλες τελετές σε διάφορους θεούς και θεές, υπό την προστασία των οποίων η αρχαιοελληνική θρησκεία έτασσε τον γάμο.
Η σπουδαιότερη απ’ όλες τις θρησκευτικές γαμήλιες τελετές ήταν η θυσία που προσφερόταν σε όλους τους θεούς-προστάτες του γάμου. Ονομαζόταν «προτέλεια γάμων», που σημαίνει ότι τελούνταν πριν (ίσως και την παραμονή) του γάμου και αποτελούσε την ολοκλήρωση, το «τέλος»? σημειωτέον ότι την προτέλεια θυσία προσέφερε ο πατέρας της νύφης. Ως θεοί στους οποίους ήταν καθιερωμένο να προσφέρουν αυτή τη θυσία ή και άλλες διάφορες δεήσεις υπέρ ευοδώσεως του γάμου και ευημερίας των μελλονύμφων, αναφέρονται πέντε: ο Δίας, η Ήρα, η Αφροδίτη, η Πειθώ και η Άρτεμις (που την επικαλούνταν οι γυναίκες στις ωδίνες του τοκετού). Ο Φανόδημος μας πληροφορεί ότι οι Αθηναίοι θυσίαζαν επιπλέον και προσεύχονταν υπέρ αποκτήσεως απογόνων στους Τριτοπάτορες, ανέμους ή θεούς-φύλακες των ανέμων. Σ’ αυτή την περίπτωση θυσίαζαν μόσχους ή δαμάλεις για τον συμβολικό χαρακτήρα της ακακίας και της αθωότητας? γι’ αυτό αφαιρούσαν και τη χολή ―σύμβολο πικρίας― από τα σφάγια και την πετούσαν. Υπήρχε, ακόμη, και η στιγμή της ένορκης διαβεβαίωσης του ζεύγους, μαζί με τους πατέρες και συγγενείς του, ενώπιον των θεών, ότι θα ζήσουν επί κοινωνία βίου και θα γεννήσουν παιδιά σύμφωνα με τον νόμο.
Περίφημη, επίσης, τελετή ήταν και αυτή της απολούσεως ή λουτρόν, που γινόταν την ημέρα του γάμου από τον γαμπρό και τη νύφη μαζί, με νερό από την επισημότερη πηγή ή ποταμό κάθε τόπου, όπως στην Αθήνα από την ωραία κρήνη Καλλιρρόη ή στη Θήβα από τον ποταμό Ισμηνό ή στην Τροία από τον Σκάμανδρο ή στη Μαγνησία από τον Μαίανδρο. Απαιτούνταν, πάντως, ζων ύδωρ από ποτάμι ή πηγή, επειδή με το ζωντανό (μη στάσιμο) νερό συμβολιζόταν η συνέχεια της ζωής της οικογένειας, δηλαδή η απόκτηση απογόνων των νυμφευομένων. Αυτά, λοιπόν, τα νερά τα έφερνε συνήθως κάποιο παιδί από τους πλησιέστερους συγγενείς, είτε του γαμπρού είτε της νύφης, και ονομαζόταν λουτροφόρος. [Αξίζει να αναφερθεί αναλογικά ότι και κατά τα έθιμα της ταφής των αρχαίων, σε περίπτωση που πέθαινε κάποιος ανύμφευτος, παραστεκόταν κάποιος λουτροφόρος κρατώντας μία υδρία με νερό].
Μία άλλη συνηθισμένη προπαρασκευαστική πράξη του γάμου ήταν η προσφορά χοών και απαρχών. Οι μελλόνυμφοι πρόσφεραν δηλαδή τις άκρες των μαλλιών τους στο μνήμα της Ιφινόης. Σχετικά με τη Δήλο διηγείται ο Ηρόδοτος (Δ’, 34) ότι οι νύφες προ του γάμου έκοβαν μία κοτσίδα από τα μαλλιά τους και την περιτύλιγαν σε άτρακτο συμβολίζοντας τα οικιακά έργα, στα οποία θα αφιερώνονταν, ενώ οι γαμπροί τύλιγαν κάποια κοτσίδα τους γύρω από χορτάρι, σε ένδειξη των γεωργικών έργων, με τα οποία θα καταπιάνονταν στην υπόλοιπη ζωή τους.
Αμέσως μετά, και αναπόσπαστα με τις προτέλειες θυσίες, ακολουθούσε το τραπέζι του γάμου, η λεγόμενη θοίνη, ένα έθιμο που πέρασε μέσα από τη ρωμαϊκή, τη βυζαντινή και την εποχή της Τουρκοκρατίας και διατηρείται απαράλλακτο ακόμη και στις μέρες μας. Έχοντας στον νου μας την αντίληψη που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή για τις γυναίκες, δεν θα μας ξενίσει το γεγονός ότι στο τραπέζι του γάμου υπήρχε ιδιαίτερη θέση γι’ αυτές, στη μέση των οποίων καθόταν η νύφη καλυμμένη. Είναι αξιοσημείωτο ότι γι’ αυτό τον λόγο ήταν επιβεβλημένη και η παρουσία γυναικονόμων. Επειδή στους γάμους παρευρίσκονταν και γυναίκες, ήταν απαγορευμένη λόγω ασφαλείας η είσοδος στους ανθρώπους με ανήθικο βίο – όπως εξάλλου δεν τους επιτρεπόταν να παραστέκονται στις γεννήσεις. Γι’ αυτό και υπήρχε περιορισμένος αριθμός καλεσμένων στο τραπέζι, ο οποίος προσήγγιζε τους 20. Στην Αθήνα ο αριθμός τους όφειλε να μην υπερβαίνει τους 30, ενώ στο Άργος έφτανε στους 10 άνδρες και 10 γυναίκες. Ο αριθμός, επομένως, των συνδαιτημόνων του τραπεζιού του γάμου άλλαζε ανάλογα με τον τόπο και την εποχή, αλλά πάντως ήταν πολύ περιορισμένος σε σχέση με τα ρωμαιοβυζαντινά και σημερινά έθιμα. Ο Λουκιανός περιγράφει ότι οι γυναίκες κατέχουν ολόκληρη τη δεξιά πτέρυγα σ’ ένα γάμο, ενώ στον Αθήναιο φτάνουν να κάθονται σε τέσσερα τραπέζια, αν και οι άνδρες τις υπερβαίνουν ως προς δύο επιπλέον τραπέζια. Όλη, βέβαια, η γιορτινή συνεστίαση οργανωνόταν από τον πατέρα της νύφης στο σπίτι του και είχε εκτός από μία τελετή, που περιλαμβανόταν στα έθιμα του γάμου, και μία άλλη πολύ σημαντικότερη πτυχή: η παρουσία των συγγενών και φίλων ήταν αναγκαία, επειδή εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν έγγραφα συμβολαιογραφικά ή εκκλησιαστικά, που να βεβαιώνουν την τέλεση του γάμου, οπότε ήταν ευτύχημα να συγκεντρώσεις όσο το δυνατόν περισσότερους, σε περίπτωση που θα χρειαζόταν να αποδειχθεί ο γάμος? γι’ αυτό χρησίμευαν οι προσκεκλημένοι στην τελετή και στο τραπέζι του γάμου. Και πράγματι αναφέρεται στον Ισαίο (Περί Κιρ. κλ. 9, 18, 20) μία περίπτωση, όπου ενώπιον δικαστηρίου αποδεικνύεται, από προσκεκλημένο σε τραπέζι γάμου, ότι μία γυναίκα ήταν πράγματι νόμιμη σύζυγος ενός άνδρα. Αυτό, λοιπόν, το γλέντι του γάμου αποτελούσε και την τελευταία πράξη στο σπίτι της νύφης, αφού αμέσως μετά άρχιζε η μετάβασή της εν πομπή στο σπίτι του γαμπρού.
Κατά το βραδάκι περίπου, στην πατρική ακόμη οικία, η νύφη ανέβαινε σε άμαξα, την κλινίδα, που την έσερναν γαϊδουράκια ή βόδια, και έπαιρνε θέση ανάμεσα στον νυμφίο και στον παράνυμφο, που ήταν κάποιος στενός συγγενής ή φίλος. Όλοι μαζί προχωρούσαν προς την οικία του γαμπρού. Η νύφη σ’ αυτή την πομπική μετάβαση ήταν λαμπροστολισμένη και προπαντός φορούσε πάρα πολλά αρώματα, όπως εξάλλου και ο νυμφίος. Επίσης, το ζεύγος φορούσε στεφάνι (τα «στέφανα» διατηρούνται ακόμη και στις μέρες μας) από διάφορα φυτά αφιερωμένα στην Αφροδίτη και πιο συγκεκριμένα στη Βοιωτία από σπαράγγια, λόγω της συμβολικής τους σημασίας, ότι δηλαδή, όπως στα σπαράγγια από τραχύτατα αγκάθια αναδύονται γλυκύτατοι καρποί, έτσι και ο καθένας από τους δύο θα παρείχε ήμερη και γλυκιά συμβίωση στον άλλον. Όμοιο στεφάνι, ωστόσο, φορούσαν και όσοι τους συνόδευαν. Η συνολική εικόνα, βέβαια, του νυμφίου και της νύφης ήταν εορταστική. Δεν φορούσαν ποικιλόχρωμα ή κόκκινα, αλλά ολόλευκα ρούχα, για να συμβολίζουν την απουσία φθοράς όχι τόσο στο σώμα τους όσο στη μεταξύ τους σχέση.
Μ’ αυτό τον τρόπο και με τέτοιο στολισμό, η πομπή από το πατρικό σπίτι της νύφης άρχιζε να κατευθύνεται προς την οικία του γαμπρού, με τους ήχους κιθάρας και αυλών ―όπως γίνεται σήμερα στην επαρχία κυρίως και σε παραδοσιακούς γάμους― ενώ ο κόσμος τραγουδούσε τα άσματα του Υμεναίου. Ο Υμέναιος ήταν γιος της Τερψιχόρης και θεός-προστάτης του γάμου. Θρυλείται δε ότι είχε σώσει και είχε μεταφέρει στην πατρίδα τους πολλές Αθηναίες, που είχαν αιχμαλωτιστεί από πειρατές. Ως ανταμοιβή του επέτρεψαν, αν και ήταν Αργείος, να πάρει μία απ’ αυτές τις κόρες, την οποία αγαπούσε και έτσι συνδέθηκε η μνήμη του με την τελετή του γάμου. Το φάσμα, βέβαια, των τραγουδιών περιλάμβανε και άλλα εγκώμια του γάμου, ενώ οι αυλοί που τα συνόδευαν ήταν δύο, ο ένας μικρότερος και ο άλλος μεγαλύτερος, συμβολίζοντας έτσι τη συμφωνία μεταξύ των νεονύμφων αλλά συγχρόνως και την προσήκουσα υπεροχή του άνδρα απέναντι στη γυναίκα. Τους αυλούς και τις κιθάρες έπαιζαν αυλητρίδες και κιθαριστές, που πληρώνονταν γι’ αυτό, όπως γίνεται περίπου σήμερα με τους οργανοπαίχτες στο τραπέζι του γάμου. Μπροστά σ’ αυτή την επισημότατη πράξη του ιδιωτικού βίου και το σπίτι του νυμφίου ήταν πανηγυρικά διακοσμημένο και ιδίως οι πόρτες του, που ήταν στολισμένες με διάφορα στεφάνια από δάφνες και ελιά.
Σ’ αυτή, όμως, την πανηγυρική νυφική πομπή, και ο γαμπρός ξεκινούσε από το σπίτι της νύφης, μόνο αν ήταν ο πρώτος του γάμος, γιατί αν ήταν η δεύτερη φορά που παντρευόταν, τότε τον αντικαθιστούσε ένας συγγενής ή φίλος του, ο οποίος έπρεπε να οδηγήσει τη νύφη στον γαμπρό ―όπως συμβαίνει, άλλωστε, και σήμερα, ως τα σκαλοπάτια της εκκλησίας― και γι’ αυτό ονομαζόταν νυμφαγωγός. Επιπλέον η νύφη είχε ως συνοδεία και τις δούλες της. Αυτή που συμπορευόταν με τους γονείς της και είχε τη γενική εποπτεία του γάμου, ονομαζόταν νυμφεύτρια, ενώ αυτή που είχε στην ευθύνη της τις θυσίες λεγόταν δημιουργός. Η μητέρα της νύφης βάδιζε πεζή πίσω απ’ την άμαξα του ζεύγους, κρατώντας αναμμένες δάδες, όπως πρόσταζε το έθιμο? γι’ αυτό και, όταν ο Αγαμέμνων θέλησε να κρατήσει στον γάμο της κόρης του, Ιφιγένειας, τις δάδες, η Κλυταιμνήστρα τού το απαγόρευσε λέγοντάς του ότι μόνο η μητέρα της νύφης πρέπει να το κάνει αυτό (Ευρ. Ιφ. Αυλ. 734). Αλλά και στην πόρτα του σπιτιού του γαμπρού περίμενε, επίσης, η μητέρα του την πομπή κρατώντας δάδες, για να συνοδεύσει τη νύφη στη συζυγική κρεβατοκάμαρα. Εκτός, βέβαια, από τον στολισμό του σπιτιού του νυμφίου και της υποδοχής από τη μητέρα του, γίνονταν και άλλες προετοιμασίες: έξω από το δωμάτιο της νύφης κρεμούσαν ένα γουδοχέρι και εκείνη κρατούσε μπαίνοντας ένα κόσκινο, ως σύμβολα των οικιακών ασχολιών, στις οποίες θα προΐστατο στο εξής ως οικοδέσποινα.
Εκτός από τα παραπάνω έθιμα υπήρχαν και κάποια άλλα, τα οποία όμως διέφεραν από τόπο σε τόπο? και πριν απ’ όλα, στην αρχαία Αθήνα στα τραπέζια των γάμων, ένα παιδί, που ζούσαν και οι δύο γονείς του, φορώντας στο κεφάλι του ένα στεφάνι από αγκάθια και κλαδιά βελανιδιάς περιέφερε ένα καλάθι γεμάτο ψωμιά, λέγοντας τη συμβολική έκφραση: «διώξανε το κακό, βρήκανε το καλύτερο», δείχνοντας έτσι τη μετάβαση του ζευγαριού από τη μοναχική και άγρια ζωή στη συζυγική τελειότητα και αυτάρκεια, που την υπαινίσσεται το ψωμί, όπως εξηγούν ο Παυσανίας και ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης. Στη Βοιωτία, επίσης, σύμφωνα με το τοπικό έθιμο, μόλις η νύφη έφτανε στο σπίτι του γαμπρού, έβαζαν φωτιά και έκαιγαν τον άξονα της άμαξας μπροστά από το συζυγικό σπίτι? η καταστροφή αυτή του άξονα συμβόλιζε ότι η νύφη δεν θα είχε πια τη δυνατότητα να εγκαταλείψει τη νέα της οικία, δεδομένου ότι δεν θα υπήρχε δήθεν μεταφορικό μέσο, για να γυρίσει στο πατρικό της σπίτι. Επρόκειτο πια ―και όλοι το εύχονταν― να παραμείνει ως τον θάνατό της στο πλευρό του άντρα της. Ένα, ακόμη, αλλά αρκετά περίεργο, έθιμο μας διηγείται ο Κούρτιος (VIII, 4,27) για τη Μακεδονία, όπου κατά τους γάμους το ζεύγος μοιράζεται ψωμί, που το κόβουν με ξίφος και το τρώνε και οι δύο μαζί? ακόμη και αυτό, όμως, το έθιμο έχει διατηρηθεί ―τουλάχιστον τον προηγούμενο αιώνα― στην Ήπειρο, με τη διαφορά ότι το ψωμί το κόβουν με τα χέρια τους και το τρώνε ο γαμπρός και η νύφη.
Γενικότερο, ωστόσο, έθιμο στην αρχαία Ελλάδα ήταν η διανομή της γαμήλιας πίτας, που την έφτιαχναν με συστατικά, που συμβολικά αναφέρονταν στην κατοπινή κατάσταση του γάμου, δηλαδή σουσάμι αντιπροσωπευτικό της γονιμότητας και μέλι για τη γλυκύτητά του, με την οποία όλοι θα εύχονταν να κυλήσει η συμβίωση των νεονύμφων. Το μοίρασμα, βέβαια, γλυκών δεν λείπει ούτε από τις σημερινές παραδοσιακές συνήθειες γύρω από τον γάμο. Αναμφίβολα την ίδια συμβολική σημασία είχε και το γλυκό κυδώνι, που υποχρεωνόταν η νύφη να φάει, πριν εισέλθει στη νυφική κρεβατοκάμαρα, δείχνοντας ότι κάθε κουβέντα που θα έβγαινε από το στόμα της έπρεπε να είναι ωραία και γλυκιά.
Μετά από όλ’ αυτά, η νύφη, καλυμμένη με το πέπλο της, έμπαινε στον νυφικό θάλαμο, όπου ήταν η γαμήλια κλίνη? το δωμάτιο αυτό ονομαζόταν παστάδα. Από την πόρτα, λοιπόν, της παστάδας νεαρές κοπέλες τραγουδούσαν διάφορα άσματα, τα λεγόμενα επιθαλάμια. Μόλις εισέρχονταν οι νεόνυμφοι στο δωμάτιό τους, οι φίλοι τούς έκλειναν την πόρτα και έκαναν διάφορα αστεία πειράζοντάς τους με διάφορα επινοήματα ή θορύβους ή χτυπήματα της πόρτας. Πάντως, ακόμη και στις μέρες μας, συνηθίζεται ο στολισμός του δωματίου του ζευγαριού όπως και του κρεβατιού τους.
Μετά την πρώτη νύχτα γάμου, που την καλούσαν μυστική νύχτα, ήταν έθιμο να αποχωρίζεται ο γαμπρός για μία ημέρα τη νύφη. Πήγαινε στο σπίτι του πεθερού, στον οποίο η νύφη έστελνε δώρο ένα πανωφόρι πολυτελείας, σαν να ήθελε να εξαγοράσει έτσι την επιστροφή του γαμπρού κοντά της. Η ημέρα μετά τη μυστική νύχτα ονομαζόταν απαύλια, γιατί ο νυμφίος «απηυλίζετο», δηλαδή έφευγε από το σπίτι του και το δώρο που έστελνε η νύφη στον πατέρα της, λεγόταν απαυλιστηρία χλανίς. Την επομένη ημέρα επέστρεφε ο γαμπρός στο σπίτι του. Μαζί με τους συγγενείς και φίλους έδιναν στη νύφη τα δώρα, που λέγονταν ανακαλυπτήρια δώρα, γιατί η νύφη για πρώτη φορά αποκάλυπτε το πρόσωπό της, που το έκρυβε ως τότε με πέπλο. Η διαφορά, σ’ αυτό το σημείο, με τα σημερινά δεδομένα είναι ότι εμείς σήμερα προσφέρουμε τα δώρα συνήθως πριν την τελετή του γάμου. Η λεπτομερής απαρίθμηση των γενικών και τοπικών εθίμων και πρακτικών του γάμου, που συνηθίζονταν στην Αρχαία Ελλάδα, θα απαιτούσε πολλές σελίδες και θα γινόταν κουραστική? αν και παρουσιάστηκαν μόνο μερικές ενδεικτικές στιγμές από έναν αρχαιοελληνικό γάμο, είναι βέβαιο ότι αν μπορούσαμε να αποδεχθούμε μία τέτοια πρόσκληση και να βλέπαμε από κοντά όλη τη διαδικασία, δεν θα μας φαίνονταν όλα τόσο παράξενα και πρωτόγνωρα, γιατί πολλά απ’ αυτά επιζούν ακόμη και σήμερα, πράγμα που βεβαιώνει την αδιάρρηκτη συνέχεια της ελληνικής παράδοσης. Αναμφίβολα, πάντως, θα περνούσαμε πάρα πολύ ωραία!

Γράφει ο ΑΛ. ΛΙΑΡΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Νομικός-Ιστορικός

istoria.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *