Ο Απολλώνιος Τυανεύς και οι φοβεροί του διάλογοι με τους Ινδούς σοφούς

1Ο Απολλώνιος ο ίδιος περιγράφει τι είδους ήταν αυτοί οι άνθρωποι και πώς κατοικούσαν στην κορυφή. Σε μια από τις ομιλίες του προς τους Αιγυπτίους λ έ ε ι: « Ε ί δ α τους Ινδούς Βραχμάνες να κατοικούν πάνω στη γη χωρίς να την πατούν, να είναι περιτειχισμένοι χωρίς τείχη και να έχουν τα πάντα χωρίς να αποκτήσουν τ ί π ο τ ε »
Τα λόγια του ενέχουν κάποια σοφία. Ο Δάμις πάντως λέει ότι κοιμούνται καταγής και στρώνουν το έδαφος με πόες, όσες μπορούν να μαζέψουν. Επιπλέον λέει ότι τους είδε να προχωρούν μετέωροι σε ύψος δύο πήχεων πάνω από τη γη, όχι για να θεωρηθούν θαυματοποιοί, κάτι που αποφεύγουν, αλλά αφήνοντας τη γη και προχωρώντας μαζί με τον Ήλιο θεωρούν ότι πράττουν κάτι ευπρόσδεκτο από τον θεό.
Τη φωτιά που αποσπούν από τις ακτίνες του ήλιου, αν και είναι πραγματική, ούτε πάνω σε βωμό την ανάβουν ούτε τη φυλάνε σε φούρνους, αλλά όπως οι λάμψεις ανακλώνται από τον ήλιο και το νερό, έτσι και η φωτιά φαίνεται μετέωρη και κινούμενη στον αιθέρα.
Παρακαλούν τον Ήλιο, ώστε οι εποχές, που αυτός κυβερνά, να έρθουν στη γη με την ώρα τους και η Ινδική να ευημερεί. Τη νύχτα παρακαλούν την ακτίνα του φωτός να μη δυσανασχετεί με το σκοτάδι και να μείνει όπως ακριβώς την έφεραν. Αυτό λοιπόν σημαίνουν τα λόγια του Απολλώνιου «οι Βραχμάνες βρίσκονται στη γη κι όχι πάνω σ’ αυτή». Το «είναι περιτειχισμένοι χωρίς τείχη» φανερώνει τον αέρα κάτω από τον οποίο ζουν. Επειδή, αν και φαίνεται πως ζουν στην ύπαιθρο, σηκώνουν από πάνω τους σκιά, δεν μουσκεύονται όταν βρέχει και είναι κάτω από τον ήλιο, όποτε το θελήσουν. Την πρόταση «χωρίς να έχουν αποκτήσει τίποτε, έχουν τα πάντα», ο Δάμις έτσι την εξηγεί: Όσες πηγές αναβλύζουν από τη γη για τους Βάκχους, όταν ο Διόνυσος κουνήσει αυτούς και τη γη, τόσο άφθονες υπάρχουν γι’ αυτούς τους Ινδούς όταν τρώνε οι ίδιοι ή φιλοξενούν άλλους.
Εύλογα λοιπόν ο Απολλώνιος λέει ότι αυτοί που πορίζονται ό,τι θέλουν χωρίς προετοιμασία, αλλά τα βρίσκουν έτοιμα, έχουν όσα δεν έχουν. Τα μαλλιά τους τα αφήνουν μακριά, όπως κάποτε οι Λακεδαιμόνιοι, οι Θούριοι, οι Ταραντίνοι, οι Μήλιοι και όσοι είχαν τις Λακωνικές συνήθειες. Στο κεφάλι φορούν λευκή μίτρα, κυκλοφορούν ξυπόλητοι και το ένδυμά τους μοιάζει με εξωμίδα. Το υλικό των ρούχων τους είναι μαλλί που φυτρώνει μόνο του από τη γη και είναι λευκό όπως των Παμφύλων, όμως πιο μαλακό. Απ’ αυτό στάζει λίπος σαν ελαιόλαδο και το θεωρούν ιερό ρούχο. Αν κάποιος άλλος εκτός από τους Ινδούς αυτούς προσπαθήσει να το πάρει, η γη δεν το αφήνει.
Φορούν δαχτυλίδι και κρατούν ράβδο με την οποία μπορούν να καταφέρουν τα πάντα- και τα δύο εκτιμούνται ως απόρρητα.
X V I . Όταν έφτασε ο Απολλώνιος, οι άλλοι σοφοί τον πλησίασαν και φιλούσαν τα χέρια του. Όμως ο Ιάρχας καθόταν πάνω σε ψηλό δίφρο —ήταν φτιαγμένος από μαύρο χαλκό και στολισμένος με χρυσά αγάλματα, ενώ οι δίφροι των άλλων ήταν μεν χάλκινοι αλλά αστόλιστοι και λιγότερο ψηλοί, γιατί κάθονταν χαμηλότερα από τον Ιάρχα— και, μόλις είδε τον Απολλώνιο, τον χαιρέτησε μιλώντας ελληνικά και ζήτησε το γράμμα του Ινδού.
Όταν ο Απολλώνιος εκδήλωσε τον θαυμασμό του για την ικανότητά του να γνωρίζει εκ των προτέρων,του είπε ότι λείπει και ένα γράμμα από την επιστολή, το δέλτα, που είχε διαφύγει από τον γραφέα. Αποδείχτηκε ότι έτσι ήταν.
Αφού διάβασε την επιστολή, είπε: «Τι γνώμη έχεις για μας, Απολλώνιε;» «Ποια άλλη», απάντησε, «παρά αυτή που αποδεικνύει ο δρόμος που έκανα για χάρη σας και που κανείς άλλος απ’ αυτούς που ξέρω δεν θα έκανε;»
«Τι περισσότερο από σένα νομίζεις πως γνωρίζουμε;».
«Θεωρώ», είπε ο Απολλώνιος, «τις γνώσεις σας σοφότερες και πολύ πιο θεϊκές. Αν δεν βρω σε σας τίποτε περισσότερο απ’ αυτά που γνωρίζω, θα έχω μάθει ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο για να μάθω».
Πήρε τον λόγο ο Ινδός και είπε: «Οι άλλοι συνηθίζουν να ρωτούν τους επισκέπτες τους από πού έρχονται και για ποιο λόγο. Εμείς θεωρούμε μεγάλη απόδειξη σοφίας το να γνωρίζουμε τα πάντα για τους επισκέπτες μας. Αυτό μπορείς να το διαπιστώσεις αμέσως». Μόλις είπε αυτά, διηγήθηκε λεπτομερώς στον Απολλώνιο τα σχετικά με την καταγωγή του πατέρα του και της μητέρας του και όλα σχετικά με τις Αιγές και πώς έγινε σύντροφός του ο Δάμις. Επίσης διηγήθηκε απνευστί και με μεγάλη σαφήνεια όλα όσα έμαθαν στη διάρκεια του ταξιδιού τους ή είδαν από άλλους, σαν να είχε πάρει κι αυτός μέρος στο ταξίδι.
Αυτό προκάλεσε την έκπληξη του Απολλώνιου και τον ρώτησε πώς τα ήξερε. Είπε ο Ινδός: «Και συ ήρθες έχοντας γίνει μέτοχος αυτής της σοφίας αλλά όχι όλης ακόμη».
«Θα μου τη διδάξεις λοιπόν όλη;» ρώτησε. «Με όλη μου την καρδιά, γιατί αυτό είναι σοφότερο από το να κρύβει από φθόνο κάποιος τα άξια μελέτης. Εκτός αυτού, Απολλώνιε, βλέπω πως έχεις πολύ ανεπτυγμένο μνημονικό, κάτι που εμείς το εκτιμούμε περισσότερο από όλα τα θεϊκά χαρίσματα». «Αλήθεια διέκρινες τον χαρακτήρα μου;» ρώτησε. «Εμείς, Απολλώνιε», απάντησε, «διακρίνουμε όλα τα είδη της ψυχής, ανιχνεύοντάς τα με μύρια σύμβολα. Όμως, επειδή κοντεύει μεσημέρι και πρέπει να προετοιμάσουμε τις προσφορές μας στους θεούς, ας τ’ αφήσουμε τώρα αυτά. Μετά τις προσφορές θα συζητήσουμε ό,τι θέλεις. Τώρα πάρε μέρος σε όλα όσα πρόκειται να γίνουν». «Μα τον Δία», είπε ο Απολλώνιος, «θα ήταν αδικία σε βάρος του Καυκάσου και του Ινδού που τους πέρασα και ήρθα σε σας, αν δεν έπαιρνα μέρος με όλη μου την καρδιά σ’ αυτά που θα κάνετε». «Πάρε λοιπόν μέρος», είπε’ «ας πηγαίνουμε».

ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ – ΑΠΑΝΤΑ – Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον Α’-΄Β’- Γ’

πηγη

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *