Η μελέτη του φαινομένου της δουλείας στην αρχαία Ελλάδα παρουσιάζει πλήθος σημαντικών μεθοδολογικών προβλημάτων. Οι γραπτές μαρτυρίες είναι ασύνδετες και αποσπασματικές, επικεντρωμένες κυρίως στην πόλη των Αθηνών. Καμία πραγματεία δεν είναι ειδικά αφιερωμένη στο ζήτημα. Η κωμωδία και η τραγωδία εμπεριέχουν στερεότυπα, ενώ η εικονογραφία δεν διαχωρίζει με σαφή τρόπο τους δούλους από τους τεχνίτες και εργάτες.
«…ἐπεὶ δὲ τυγχάνομεν σκοποῦντες περὶ τῆς ἀρίστης πολιτείας, αὕτη δ’ ἐστί καθ’ ἧν ἡ πόλις ἃν εἴη μάλιστ’ εὐδαίμων, τὴν δ’ εὐδαιμονίαν ὅτι χωρὶς αρετὴς ἀδύνατον ὑπάρχειν εἴρηται πρότερον, φανερόν ἐκ τούτων ὡς ἐν τῇ κάλλιστα πολιτευομένῃ πόλει καὶ τῇ κεκτημένη δικαίους ἄνδρας ἁπλῶς, αλλὰ μὴ πρὸς τὴν ὑπόθεσιν, οὔτε βάναυσον βίον οὔτ’ αγοραίον δεῖ ζῆν τοὺς πολίτας (αγενὴς γὰρ ὁ τοιοῦτος βίος καὶ πρὸς ἀρετὴν ὑπεναντίος), οὐδέ δὴ γεωργοὺς εἶναι τοὺς μέλλοντας ἔσεσθαι (δεῖ γὰρ σχολῆς καὶ πρὸς τὴν γένεσιν τῆς ἀρετῆς καὶ πρὸς τὰς πράξεις τὰς πολιτικάς)» (Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 7, 1328 b, 35-1329 a, 1).
Οι απόψεις του Αριστοτέλη, έτσι όπως εκφράζονται στο παραπάνω απόσπασμα, υποδηλώνουν, αν μη τι άλλο, την ευδαιμονιστική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία είναι αγενής η ζωή των χειρωνακτών, των εμπόρων της αγοράς ή των γεωργών και δεν επιτρέπει την απόκτηση της αρετής ή την ενασχόληση με τα πολιτικά στο άριστο πολίτευμά του. Αν προχωρήσουμε λίγο πιο κάτω (1329 a, 25), θα δούμε και ποιοι είναι οι κατάλληλοι για τέτοιου είδους εργασίες, οι γεωργοί, οι δούλοι και οι βάρβαροι περίοικοι, τις οποίες ωστόσο θεωρεί απαραίτητες για την ευδαιμονία της πόλης: «δεῖ τὰς κτήσεις εἶναι τούτων, εἴπερ ἀναγκαῖον εἶναι τοὺς γεωργοὺς δούλους ἢ βαρβάρους περιοίκους…».
Κύρια πηγή μας για τη δουλεία στους αποκαλούμενους σκοτεινούς αιώνες είναι η ποίηση του Ομήρου και του Ησίοδου, που αποκαλύπτει σύνθετες σχέσεις εξάρτησης ανάμεσα σε ελεύθερους και σκλαβωμένους ανθρώπους. Μεταγενέστερες αναφορές του Αριστοτέλη, του Πλούταρχου, του Αισχίνη, του Διόδωρου κ.ά. είναι αρκετές για να μας βοηθήσουν να σχηματίσουμε μια εικόνα του θέματος σε ό,τι αφορά στην αρχαιοελληνική κοινωνία. Ορισμένοι σκλάβοι είναι αιχμάλωτοι πολέμου, υποταγμένοι πλήρως στη θέληση ατόμων που κερδίζουν από το μόχθο τους. Άλλοι ζουν σχεδόν κάτω από τις ίδιες συνθήκες με τον κύριό τους, μέσα στα όρια του οίκου. Άλλοι είναι δημόσιοι σκλάβοι, άλλοι εργάζονται στα ορυχεία, ενώ από τον Δημοσθένη έχουμε αναφορά για τη σωματική τιμωρία τους.
Είναι γεγονός ότι η ύπαρξη δούλων στην αρχαιοελληνική κοινωνία προκάλεσε αμηχανία σε αρκετούς θαυμαστές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού που προσπάθησαν απεγνωσμένα να δείξουν ότι η δουλεία στην αρχαία Ελλάδα ήταν θεσμός πιο ανθρώπινος απ’ ό,τι φαίνεται με βάση τις πηγές που διαθέτουμε, αλλά σε γενικές γραμμές η μαρξιστική άποψη για τη δουλεία σαν βάση για τον συγκεκριμένο πολιτισμό είναι πιο ρεαλιστική και αιτιολογεί εν μέρει γιατί ο ελληνικός πολιτισμός δεν προχώρησε σε μια «βιομηχανική επανάσταση» (σύμφωνα πάντα με τα δεδομένα της εποχής του) ή στην ανάπτυξη εκείνης της τεχνολογίας που θα μπορούσε να ανεξαρτητοποιήσει τους πολίτες από το μόχθο.
ΟΡΟΛΟΓΙΑ
Στην αρχαία ελληνική γλώσσα βρίσκουμε πολλούς όρους συνώνυμους της λέξης «δούλος», για τις οποίες αξίζει να τονιστούν κάποιες λεπτές διαφορές. Στον Όμηρο, τον Ησίοδο και τον Θέογνη από τα Μέγαρα, ο δούλος αποκαλείται «δμώς». Ο όρος είναι αρκετά γενικός, αλλά αναφέρεται ειδικότερα στους αιχμαλώτους που πάρθηκαν ως λάφυρο,[1] με άλλα λόγια που αποτελούν περιουσιακό είδος. Στην κλασική περίοδο, οι Έλληνες συχνά χρησιμοποιούσαν τη λέξη «ανδράποδον», που κυριολεκτικά σημαίνει «αυτός που έχει πόδια ανθρώπου», σε αντιδιαστολή με τη λέξη «τετράποδον», που χρησιμοποιείται μέχρι τις ημέρες μας. Η πιο κοινή λέξη που συναντούμε είναι το «δούλος», της οποίας μια παλαιότερη μορφή εμφανίζεται στις μυκηναϊκές επιγραφές ως «do-e-ro», που χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τον όρο «ελεύθερος». Το ρήμα «δουλεύω» μπορεί να χρησιμοποιείται μεταφορικά για άλλες μορφές ελέγχου, όπως εκείνου που κατέχει μια πόλη πάνω σε μία άλλη ή οι γονείς πάνω στα παιδιά τους. Τέλος, ο όρος «οικέτης» σημαίνει «εκείνος που ζει στο σπίτι» και αναφέρεται στους κατ’ οίκον δούλους.
Άλλοι όροι με λιγότερο σαφή έννοια είναι:
1) «θεράπων»: στην εποχή του Ομήρου η λέξη σήμαινε τον ακόλουθο ενός πολεμιστή [για παράδειγμα ο Πάτροκλος αναφέρεται ως ο θεράπων του Αχιλλέα (Ιλιάδα, Π:244 και Σ:152), ενώ ο Μηριόνης ως θεράπων του Ιδομενέα (Ιλιάδα, Ψ:113)]. Στην κλασική εποχή είχε την έννοια του υπηρέτη.
2) «ακόλουθος»: σημαίνει «αυτός που ακολουθεί» ή «που συνοδεύει». Υπήρχε και το υποκοριστικό «ακολουθίσκος», κυρίως για αγόρια μικρής ηλικίας.
3) «παις»: σημαίνει στη νεοελληνική γλώσσα «παιδί» και σήμαινε έναν νεαρό υπηρέτη του σπιτιού. Χρησιμοποιείτο και ως υποτιμητικός όρος για τους ενήλικους σκλάβους.
4) «σώμα»: ένας όρος που χρησιμοποιούταν σε περιστάσεις απελευθέρωσης.
ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ
Η δουλεία είχε ήδη γεννηθεί κατά τη μυκηναϊκή εποχή. Σε πλακίδια που βρέθηκαν στην Πύλο διαβάζουμε χωρίς αμφιβολία για 140 «do-e-ro». Οι δούλοι χωρίζονταν σύμφωνα με το νόμο σε δύο κατηγορίες: στους «κοινούς δούλους» και στους «δούλους του θεού», με το θεό να ταυτίζεται κατά πάσα πιθανότητα με τον Ποσειδώνα. Οι δούλοι του θεού πάντα αναφέρονται ονομαστικά και κατέχουν τη δική τους γη. Η κοινωνική τους θέση είναι παρόμοια με εκείνη των ελεύθερων ανθρώπων. Η φύση της σχέσης τους με τη θεότητα παραμένει άγνωστη. Τα ονόματα των κοινών σκλάβων δείχνουν ότι ορισμένοι προήλθαν από τα Κύθηρα, τη Χίο, τη Λήμνο ή την Αλικαρνασσό, και πιθανώς αιχμαλωτίστηκαν από πειρατές. Τα πλακίδια μαρτυρούν ότι ενώσεις ανάμεσα σε δούλους κι ελεύθερους ανθρώπους δεν ήταν ασυνήθιστες, ενώ οι σκλάβοι μπορούσαν να γίνουν ανεξάρτητοι τεχνίτες και να κατέχουν μερίδιο γης. Φαίνεται ότι στο μυκηναϊκό κόσμο, ο κύριος κοινωνικός διαχωρισμός δεν ήταν ανάμεσα στους ελεύθερους και τους δούλους, αλλά ανάμεσα σε εκείνους που διατηρούσαν σχέσεις με το Παλάτι και σε εκείνους που δεν είχαν το προνόμιο αυτό.
Δεν υπάρχει αυστηρή ιστορική συνέχεια ανάμεσα στη μυκηναϊκή περίοδο και στον ομηρικό κόσμο, όπου οι κοινωνικές δομές αντικατοπτρίζουν εκείνες των ελληνικών σκοτεινών χρόνων. Η ορολογία είναι πλέον διαφορετική: ο σκλάβος δεν είναι πλέον «do-e-ro», αλλά «δμώς». Στην Ιλιάδα, οι δούλοι ανήκουν κυρίως στο γυναικείο φύλο και αποτελούν λάφυρα πολέμου, ενώ οι άνδρες είτε ανταλλάσσονταν με λύτρα είτε έβρισκαν το θάνατο στο πεδίο της μάχης. Στην Οδύσσεια, οι δούλοι επίσης είναι στην πλειοψηφία τους γυναίκες. Αυτές είναι κυρίως υπηρέτριες και σε ορισμένες περιπτώσεις παλλακίδες. Γίνεται αναφορά και σε άνδρες σκλάβους, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Εύμαιο. Ο τελευταίος είναι αξιοσημείωτος, επειδή κατείχε εξέχουσα θέση στον πυρήνα του Οίκου. Ο Λαέρτης πίνει και τρώει με τους υπηρέτες του, ενώ το χειμώνα κοιμάται στη συντροφιά τους. Ο όρος «δμώς» δεν έχει υποτιμητική έννοια και ο Εύμαιος, ο «θείος» χοιροβοσκός, λαμβάνει το ίδιο κοσμητικό επίθετο με τους μεγάλους ήρωες. Παρ’ όλα αυτά, η κατάσταση της δουλείας παραμένει ατιμωτική. Ο ίδιος ο Εύμαιος αναφέρει: «Γιατί τον γδύνει από τη μισή ο βροντολάλος Δίας αξία του τον άνθρωπο, σκλαβιά που τον πλακώσει».
Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί αν η εμπορία δούλων ξεκίνησε την αρχαϊκή περίοδο. Στο έργο του «Έργα και Ημέραι» (8ος αιώνας π.Χ.) ο Ησίοδος δηλώνει ότι κατέχει πολυάριθμους δούλους, αν και η κοινωνική τους θέση παραμένει άγνωστη. Η παρουσία δούλων επιβεβαιώνεται από λυρικούς ποιητές, όπως ο Αρχίλοχος και ο Θέογνης από τα Μέγαρα. Σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες, η νομοθεσία του Δράκοντα (περίπου 620 π.Χ.) κάνει αναφορά στους δούλους. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Σόλων (περίπου 594-593 π.Χ.) απαγόρευσε στους δούλους να επιδίδονται στη γυμναστική και στην παιδεραστία. Μέχρι το τέλος της περιόδου αυτής, οι αναφορές πυκνώνουν. Η δουλεία γίνεται διαδεδομένη την ίδια στιγμή που ο Σόλων θέτει τις βάσεις της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ο μελετητής Μωυσής Φίνλεϊ τονίζει ότι και η Χίος, η πρώτη πόλη που σύμφωνα με το Θεόπομπο ασχολήθηκε οργανωμένα με το δουλεμπόριο, διατηρούσε πρώιμους δημοκρατικούς θεσμούς (6ος αιώνας π.Χ.). Καταλήγει ότι «ένα στοιχείο της ελληνικής ιστορίας, εν συντομία, είναι η χέρι με χέρι διάδοση της ελευθερίας και της δουλείας».
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ
Οι δούλοι μπορούσαν να καταπιαστούν με όλες τις καθημερινές δραστηριότητες με εξαίρεση την πολιτική, καθώς για τους Έλληνες η άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων άρμοζε μόνο στους ελεύθερους πολίτες.
Η κύρια χρήση των δούλων ήταν στις αγροτικές δραστηριότητες, τη βάση της ελληνικής οικονομίας. Κάποιοι μικροϊδιοκτήτες γης ίσως είχαν στην ιδιοκτησία τους ένα δούλο, ίσως και δύο. Μια πλούσια βιβλιογραφία αγροτικών εγχειριδίων (όπως ο «Οικονομικός» του Ξενοφώντα ή το αντίστοιχο έργο του Ψευδο-Αριστοτέλη) επιβεβαιώνει την παρουσία δεκάδων δούλων σε μεγαλύτερα κτήματα, που μπορούσαν να είναι είτε απλοί εργάτες είτε εργοδηγοί. Το πόσο διαδεδομένη ήταν η χρήση δούλων στις αγροτικές εργασίες δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια από τους σύγχρονους μελετητές.[2] Σίγουρο θεωρείται ότι η πρακτική ήταν πολύ κοινή στην Αθήνα και ότι η Αρχαία Ελλάδα δε γνώρισε τους τεράστιους πληθυσμούς δούλων που εργάστηκαν στα ρωμαϊκά λατιφούντια.
Στα μεταλλεία και τα λατομεία η χρήση δούλων ήταν η επικρατούσα πρακτική, με μεγάλο πλήθος σκλάβων να ενοικιάζεται για το σκοπό αυτό από πλούσιους πολίτες. Ο στρατηγός Νικίας νοίκιασε 1.000 σκλάβους για να εργαστούν στα ορυχεία αργύρου του Λαυρίου Αττικής, ο Ιππόνικος 600 και ο Φιλομήδης 300. Ο Ξενοφών αναφέρει ότι κοστολογούσαν έναν οβολό ανά δούλο τη μέρα, φτάνοντας τις 60 δραχμές το χρόνο. Αυτή ήταν μια από τις πιο σημαντικές επενδύσεις των Αθηναίων. Το πλήθος δούλων που εργάζονταν στα ορυχεία του Λαυρίου και στους μύλους που επεξεργάζονταν τα μεταλλεύματα, υπολογίζεται στους 30.000. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα η πόλη αγόραζε μεγάλο αριθμό δούλων, μέχρι τρεις κρατικούς δούλους ανά πολίτη, για να εξασφαλίζεται η συντήρηση όλων των πολιτών.
Οι δούλοι επίσης χρησιμοποιούνταν ως τεχνίτες και έμποροι, αλλά και στις αγροτικές εργασίες, για δουλειές που ήταν πέρα από τις δυνατότητες της οικογενείας. Ο πληθυσμός των σκλάβων ήταν μεγαλύτερος στα εργαστήρια: η βιοτεχνία ασπίδων του Λυσία απασχολούσε 120 δούλους (Δημοσθένης, 12:8–19), ενώ ο πατέρας του Δημοσθένη είχε στην ιδιοκτησία του 32 κατασκευαστές μαχαιριών και 20 τεχνίτες κρεβατιών (Δημοσθένης, «Κατά Αφόβου», 1:9). Οι δούλοι επίσης εργάζονταν κατ’ οίκον. Κύριο καθήκον ενός τέτοιου δούλου ήταν να εκπροσωπεί τον αφέντη του στον επαγγελματικό του χώρο και να τον συνοδεύει στα ταξίδια. Σε περίοδο πολέμου ήταν προσωπικός υπηρέτης του οπλίτη, αν και ορισμένοι έχουν υποστηρίξει ότι ο πραγματικός του ρόλος ήταν ακόμη πιο μεγάλος. Οι γυναίκες δούλοι αναλάμβαναν τις οικιακές δουλειές, όπως το ψήσιμο του ψωμιού και την υφαντουργία. Μοναχά οι πιο φτωχοί πολίτες δεν είχαν στην ιδιοκτησία τους δούλους.
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο ακριβής αριθμός σκλάβων στην αρχαία Ελλάδα, επειδή δεν υπάρχει μια ακριβής απογραφή και λόγω των πολυάριθμων ορισμών της δουλείας κατά την εποχή εκείνη. Πιστεύεται πως η Αθήνα διέθετε τον πιο μεγάλο πληθυσμό δούλων, που πρέπει να άγγιζε τους 80.000 κατά τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ., 3 με 4 δούλους κατά μέσο όρο ανά σπιτικό. Τον 5ο αιώνα π.Χ., ο Θουκυδίδης κάνει αναφορά στη λιποταξία 20.000 δούλων στη διάρκεια του πολέμου στη Δεκέλεια, στην πλειοψηφία τους έμποροι. Η χαμηλότερη εκτίμηση, αυτή των 20.000 δούλων στην εποχή του Δημοσθένη, αντιστοιχεί σ’ έναν δούλο ανά οικογένεια. Ανάμεσα στα έτη 317 και 307 π.Χ., ο τύραννος Δημήτριος ο Φαληρέας διέταξε [Κτησικλής, apud Athenaeus 6:272c] απογραφή στην Αττική, που απέφερε τα εξής νούμερα: 21.000 πολίτες, 10.000 μέτοικοι και 400.000 δούλοι. Ο ρήτορας Υπερείδης, στο λόγο του «Κατά Αριστογείτονος», αναφέρει ότι η προσπάθεια στρατολόγησης 150.000 ανδρών δούλων σε αξιόμαχη ηλικία οδήγησε στην ήττα των Ελλήνων στη Μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), κάτι που είναι σε αρμονία με τους αριθμούς που παραθέτει ο Κτησικλής.[3]
Σύμφωνα με τις πηγές, φαίνεται ότι οι πιο πολλοί από τους ελεύθερους Αθηναίους είχαν στην ιδιοκτησία τους τουλάχιστον ένα δούλο. Ο Αριστοφάνης στην κωμωδία του «Πλούτος», απεικονίζει φτωχούς αγρότες που είχαν αρκετούς δούλους, ενώ ο Αριστοτέλης ορίζει το σπιτικό σαν οντότητα τόσο με ελεύθερους ανθρώπους όσο και με δούλους (Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 252a26–b15). Κατ’ επέκταση, το να μην έχει κανείς ούτε ένα δούλο, ήταν σημάδι μεγάλης φτώχειας. Στο διάσημο λόγο του Λυσία «Υπέρ Αδυνάτου», (3) ένας ανάπηρος που ικετεύει για επίδομα εξηγεί: «το εισόδημά μου είναι πολύ χαμηλό και πλέον είμαι αναγκασμένος να κάνω αυτά τα πράγματα μοναχός μου και δεν έχω καν τα μέσα να αγοράσω ένα σκλάβο να τα κάνει για μένα». Παρόλα αυτά, οι τεράστιοι πληθυσμοί σκλάβων που συναντάμε στην Αρχαία Ρώμη ήταν άγνωστοι στον ελληνικό χώρο. Ο Θουκυδίδης εκτιμά ότι η Χίος αναλογικά φιλοξενούσε τους πιο πολλούς σκλάβους (8:40, 2). Όταν ο Αθήναιος (6:264d) παραθέτει την υπόθεση του Μνάσονα, φίλου του Αριστοτέλη και ιδιοκτήτη 1.000 δούλων, φαίνεται να υπερβάλλει. Ο Πλάτων, που είχε στην ιδιοκτησία του 5 σκλάβους την εποχή του θανάτου του, παραθέτει ότι οι πλούσιοι διέθεταν περίπου 50 δούλους («Πολιτεία», 9:578d–e).
ΠΗΓΕΣ
Κατά την αρχαιότητα 4 ήταν οι κύριες πηγές απ’ όπου προέρχονταν οι δούλοι: ο πόλεμος, η πειρατεία, το διεθνές εμπόριο και η κατ’ οίκον ανατροφή.
ΠΟΛΕΜΟΣ
Σύμφωνα με την εθιμοτυπία που συνόδευε τον πόλεμο κατά την αρχαιότητα, ο νικητής είχε πλήρη δικαιώματα πάνω στον ηττημένο, ακόμη κι αν επρόκειτο για αμάχους. Η λήψη σκλάβων, αν και δεν ήταν συστηματική, ήταν σύνηθες φαινόμενο. Ο Θουκυδίδης μνημονεύει το γεγονός ότι 7.000 κάτοικοι της πόλης Ίκαρα στη Σικελία πάρθηκαν αιχμάλωτοι από το Νικία και πουλήθηκαν για 120 τάλαντα στη γειτονική Κατάνη (6:62 και 7:13). Ομοίως το 348 π.Χ. ο πληθυσμός της Ολύνθου οδηγήθηκε στη σκλαβιά, όπως και των Θηβών το 335 π.Χ. από τον Μ. Αλέξανδρο, αλλά και της Μαντινείας από την Αχαϊκή Συμπολιτεία.
Η ύπαρξη Ελλήνων δούλων ήταν συνεχής αιτία αντιγνωμιών ανάμεσα στους ελεύθερους Έλληνες. Η υποδούλωση πόλεων ήταν αμφιλεγόμενη πρακτική. Ορισμένοι στρατηγοί αρνήθηκαν να κάνουν κάτι ανάλογο, όπως οι Σπαρτιάτες Αγησίλαος Β’ (Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Αγησίλαος», 7:6) και Καλλικρατίδας (Ξενοφών, «Ελληνικά», 1:6, 14). Ορισμένες πόλεις πέρασαν διατάγματα για να καταργήσουν την πρακτική αυτή: στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. η Μίλητος ήρθε σε συμφωνία με την Κνωσό, έτσι ώστε καμία από τις δύο πόλεις να μην υποδουλώσει ελεύθερο πολίτη της άλλης. Αντιστρόφως, η απελευθέρωση με λύτρα μιας πόλης που κινδύνευε με ανάλογη τύχη έφερνε μεγάλη δόξα. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν ο Κάσσανδρος, που το 316 π.Χ. αποκατέστησε τη Θήβα (Διόδωρος Σικελιώτης, 29:53,2), ενώ ο Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας υπέταξε και μετά απελευθέρωσε τα Στάγειρα (Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Αλέξανδρος», 7:3).
ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ
Η πειρατεία αποτέλεσε σημαντική και σταθερή πηγή δούλων, αν και η συμβολή της διέφερε από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή. Οι πειρατές και οι ληστές ζητούσαν λύτρα εφόσον έκριναν ότι χάρις στην κοινωνική θέση του θύματός τους είχαν να αποκομίσουν κάποιο κέρδος. Όταν δεν καταβάλλονταν τα λύτρα, οι αιχμάλωτοι πωλούνταν σε δουλεμπόρους μεσάζοντες. Σε ορισμένες περιοχές, η πειρατεία ήταν κάτι σαν «τοπικό έθιμο», ή όπως το περιγράφει ο Θουκυδίδης, αποτελούσε τον «παλαιομοδίτικο τρόπο ζωής» (Θουκυδίδης, 1:5, 3). Κάτι τέτοιο συνέβαινε στην Ακαρνανία, την Κρήτη και την Αιτωλία. Άλλοι λαοί με ανάλογες δραστηριότητες ήταν οι Ιλλυριοί, οι Φοίνικες και οι Ετρούσκοι. Στη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, οι Κίλικες και οι βουνίσιες φυλές της Ανατολίας προστέθηκαν στη λίστα. Ο Στράβων προβάλλει ως κύριο λόγο άνθησης της δραστηριότητας αυτής ανάμεσα στους Κίλικες τα μεγάλα κέρδη που απέφερε. Όχι πολύ μακριά, στη Δήλο, «διακινούνταν μυριάδες δούλοι την ημέρα» (Στράβων, 14:5, 2). Η εξάπλωση της επιρροής του ρωμαϊκού κράτους, ενός μεγάλου καταναλωτή δούλων, οδήγησε στην εξάπλωση της πειρατείας και στην ανάπτυξη της σχετικής αγοράς. Στη διάρκεια του 1ου αιώνα π.Χ., όμως, οι Ρωμαίοι πολέμησαν με μένος την πειρατεία για να προστατέψουν τους εμπορικούς δρόμους της Μεσογείου.
ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ
Έχουν βρεθεί ίχνη δουλεμπορίου με τις γειτονικές των Ελλήνων βαρβαρικές φυλές. Η αποσπασματική λίστα των σκλάβων που κατασχέθηκαν από την προσωπική περιουσία των ατόμων που διαμέλισαν τις διαβόητες Ερμές αναφέρει 32 δούλους, των οποίων οι εθνικότητες έχουν επιβεβαιωθεί: 13 ήταν θρακικής καταγωγής, 7 από την Καρία και οι υπόλοιποι προέρχονταν από την Καππαδοκία, την Καρία, τη Σκυθία, τη Φρυγία, τη Λυδία, τη Συρία, την Ιλλυρία, τη Μακεδονία και την Πελοπόννησο. Ο μηχανισμός παρουσίαζε ομοιότητες με το μετέπειτα δουλεμπόριο στην αφρικανική ήπειρο: ντόπιοι επαγγελματίες πουλούσαν ομοεθνείς τους σε Έλληνες δουλεμπόρους. Τα κυριότερα κέντρα δουλεμπορίου φαίνεται ότι ήταν η Έφεσος, το Βυζάντιο, ακόμη και η μακρινή Τάναϊς στον ποταμό Ντον. Ορισμένοι από τους «βάρβαρους» σκλάβους είχαν πέσει θύματα τοπικής πειρατείας, όμως άλλοι είχαν απλά πουληθεί από την οικογένειά τους (Ηρόδοτος, 5:6; Φιλόστρατος Β’, «Βίος του Απολλώνιου Τυάνα», 18:7, 12).
Υπάρχει έλλειψη αρχαιολογικών ενδείξεων που να καταδεικνύουν λεπτομέρειες σχετικά με το δουλεμπόριο, όμως έχουν βρεθεί επιβεβαιωμένες αποδείξεις για την ύπαρξή του. Αρχικά, ορισμένες εθνικότητες δούλων εμφανίζονται στις πηγές κατ’ επανάληψη, όπως το σώμα από Σκύθες τοξότες που οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν για αστυνόμευση (αρχικά 300 άτομα), αργότερα περίπου 1.000. Δεύτερον, τα ονόματα που αποδίδονται στους δούλους στην αρχαία κωμωδία είναι διαποτισμένα με την εθνικότητα των ατόμων αυτών. Έτσι προκύπτει για παράδειγμα η λέξη «Θράττα», που χρησιμοποιεί ο Αριστοφάνης στις Σφήκες, στους Αχαρνείς και στην Ειρήνη, και που σημαίνει «γυναίκα από τη Θράκη». Τέλος, η εθνικότητα ενός δούλου ήταν κριτήριο μεγάλης σημασίας για τους μεγάλους αγοραστές: η αρχαία συμβουλή ήταν να μην μαζεύονται πολλοί δούλοι κοινής εθνικότητας στο ίδιο μέρος για να αποφευχθούν τυχόν στάσεις (Πλάτων, «Νόμοι», 777cd; Ψευδοαριστοτέλης, «Οικονομικά», 1:5). Είναι επίσης πιθανό ότι, όπως συνέβαινε και στη ρωμαϊκή εποχή, ορισμένες εθνικότητες θεωρούνταν «παραγωγικότερες» σε σχέση με άλλες.
Η τιμή των δούλων διέφερε ανάλογα με τις ικανότητές τους. Ο Ξενοφών υπολόγιζε την τιμή ενός δούλου – μεταλλωρύχου στο Λαύριο στις 180 δραχμές, τη στιγμή που ένας εργάτης σε μεγάλα έργα αμειβόταν με μία δραχμή τη μέρα. Οι κατασκευαστές μαχαιριών του πατέρα του Δημοσθένη άξιζαν 500 με 600 δραχμές ο καθένας. Η τιμή καθοριζόταν βέβαια σε συνάρτηση και με τη διαθεσιμότητά τους: κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. ήταν άφθονοι, οπότε υπήρχε πλεόνασμα. Οι πόλεις όριζαν και κάποιο φόρο στα εισοδήματα από την πώλησή τους. Για παράδειγμα, μεγάλο παζάρι σκλάβων οργανωνόταν στη διάρκεια των εορτών του Απόλλωνα στο Άκτιο. Η Ακαρνανιακή Συμπολιτεία, που αναλάμβανε τη διαχείριση των οικονομικών θεμάτων, έπαιρνε τα μισά από τα έσοδα των φόρων, και τα άλλα μισά δίνονταν στην πόλη του Ανακτορίου, της οποίας το Άκτιο αποτελούσε κομμάτι (περίπου 216 π.Χ. Inscriptiones Graecae IX 1², 2, 583). Επίσης, οι αγοραστές απολάμβαναν και κάποιο είδος εγγύησης για την αγορά των δούλων: η συναλλαγή μπορούσε να θεωρηθεί άκυρη αν αποδεικνυόταν ότι ο δούλος είχε κάποια αναπηρία για την οποία δεν είχε ενημερωθεί ο αγοραστής του (Υπερείδης, «Κατά Αθηνογένους», 15 και 22).
ΚΑΤ’ ΟΙΚΟΝ ΑΝΑΤΡΟΦΗ
Ίσως φαίνεται παράξενο, αλλά κατά τα φαινόμενα, οι Έλληνες δεν «ανέτρεφαν» τους δούλους τους, τουλάχιστον στην Κλασική Εποχή, αν κι o αριθμός των αναθρεμμένων στο σπίτι δούλων φαίνεται να ήταν μεγάλος στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο. Σε μερικές περιπτώσεις αυτό ήταν αυτονόητο: τα ορυχεία για παράδειγμα ήταν χώρος όπου διέμεναν αποκλειστικά άνδρες. Από την άλλη υπήρχαν πολλές γυναίκες που εργάζονταν στα σπίτια.
Ο Ξενοφών συμβουλεύει οι άντρες και οι γυναίκες δούλοι να διαμένουν χωριστά για να μην έρχονται στον κόσμο «…παιδιά που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν από τους οικόσιτους δούλους μας χωρίς τη γνώση και άδειά μας. Γιατί οι τίμιοι δούλοι γενικά αποδεικνύονται πιστότεροι όταν έχουν οικογένεια, ωστόσο οι αλήτες, όταν φτιάχνουν οικογένεια, γίνονται όλο και πιο επιρρεπείς στην πονηριά» («Οικονομικός», 9.5). Μια άλλη εξήγηση αποδίδει το φαινόμενο αυτό σε οικονομικούς λόγους: ίσως να ήταν πολύ πιο φτηνό να αγοράσει κανείς ένα σκλάβο από το να τον αναθρέψει. Επιπλέον, η γέννα έβαζε τη ζωή της μητέρας σε κίνδυνο, ενώ δεν υπήρχε εγγύηση ότι το μωρό θα ζήσει μέχρι την ενηλικίωση.
Οι οικογενείς δούλοι συχνά αποτελούσαν προνομιούχο ομάδα. Για παράδειγμα, είχαν την εμπιστοσύνη του κυρίου τους για να πηγαίνουν τα παιδιά του στο σχολείο, ήταν δηλαδή «παιδαγωγοί» με την πρωταρχική έννοια του όρου. Μερικοί από αυτούς ήταν παιδιά του κυρίου του σπιτιού, ωστόσο σε πολλές πόλεις, όπως και στην Αθήνα, το παιδί κληρονομούσε την κοινωνική θέση της μητέρας του.
ΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Στην αρχαία Ελλάδα απαντιόνταν διάφορες μορφές δουλείας. Για την ακρίβεια ανάμεσα στον ελεύθερο πολίτη και το δούλο υπήρχαν διάφορες κατηγορίες πολιτών: οι δουλοπάροικοι, πολίτες που είχαν χάσει τα πολιτικά τους δικαιώματα, απελεύθεροι, νόθα τέκνα και μέτοικοι. Το κοινό τους στοιχείο ήταν ότι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα.
Ο Αμερικανός μελετητής Μωυσής Φίνλεϊ πρότεινε τα παρακάτω κριτήρια για να καθορίζεται ο βαθμός ανελευθερίας του ατόμου:
-δικαίωμα στην προσωπική περιουσία
-εξουσία πάνω στην εργασία κάποιου άλλου
-εξουσία πάνω στην τιμωρία κάποιου άλλου
-νομικά δικαιώματα κι υποχρεώσεις (προστασία απέναντι στην αυθαίρετη σύλληψη και τιμωρία ή το δικαίωμα να καταφεύγει κανείς στα δικαστήρια)
-οικογενειακά δικαιώματα και προνόμια (γάμος, κληρονομία κ.ά.)
-δυνατότητα αλλαγής κοινωνικής θέσης (απελευθέρωση, πρόσβαση σε πολιτικά δικαιώματα)
-θρησκευτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις
-στρατιωτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις (στρατιωτική θητεία ως υπηρέτης, οπλίτης με ελαφρύ ή βαρύ οπλισμό ή ναύτης).
Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Οι σκλάβοι στην Αθήνα αποτελούσαν περιουσία του αφέντη τους (ή του κράτους), που μπορούσε να τους μεταχειριστεί όπως έκρινε σωστό. Μπορούσε να τους δώσει, να τους πουλήσει, να τους νοικιάσει ή να τους κληροδοτήσει. Ένας δούλος μπορούσε να παντρευτεί και να αποκτήσει παιδιά, αλλά μια τέτοια οικογένεια δεν ήταν αναγνωρισμένη από την πολιτεία, και ο κύριός τους μπορούσε να σκορπίσει τα μέλη της αν ήθελε. Οι δούλοι είχαν ελάχιστα δικαιώματα στις δίκες και πάντα αντιπροσωπεύονταν από τον κύριό τους σε τέτοιες περιστάσεις.[4] Κάποιο παράπτωμα που θα τιμωρούταν με πρόστιμο για έναν ελεύθερο πολίτη, για κάποιο δούλο θα σήμαινε μαστίγωμα. Η αναλογία φαίνεται ότι ήταν ένα χτύπημα ανά δραχμή. Με μικροεξαιρέσεις η κατάθεση ενός δούλου δεν είχε νομική ισχύ, εκτός κι αν ήταν απόρροια βασανιστηρίων (π.χ. Λυκούργος, «Κατά Λεοκράτους», 29). Οι δούλοι βασανίζονταν σε διάφορες περιστάσεις στη διάρκεια κάποιας δίκης, γιατί παρέμεναν πιστοί στον κύριό τους. Διάσημο παράδειγμα πιστού δούλου ήταν ο Πέρσης ακόλουθος του Θεμιστοκλή, ο Σίκινος (το άκρως αντίθετο του διαβόητου Εφιάλτη), ο οποίος, παρά την περσική καταγωγή του, πρόδωσε τον Ξέρξη και βοήθησε τους Αθηναίους στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Παρά τα βασανιστήρια που προαναφέρθηκαν, ο δούλος στην Αθήνα διέθετε κάποιο είδος έμμεσης προστασίας: αν κάποιος τον κακομεταχειριζόταν, ο κύριός του μπορούσε να ξεκινήσει δίκη για βλάβη. Αντιστρόφως, εκείνος ο πολίτης που έδειχνε μεγάλη σκληρότητα απέναντι στο δούλο του μπορούσε να εναχθεί σε δίκη από οποιονδήποτε πολίτη, όχι τόσο από καλοσύνη απέναντι στο δούλο, όσο για να αποφευχθεί η υπερβολή στη βία (ύβρις) (Αισχίνης, «Κατά Τιμάρχου», 17).
Ο Ισοκράτης («Παναθηναϊκός», 181) υποστήριξε ότι ούτε ο πιο άχρηστος δούλος δεν πρέπει να θανατώνεται χωρίς δίκη: η εξουσία του κυρίου απέναντι στο δούλο δεν ήταν απόλυτη, όπως όριζε το Ρωμαϊκό Δίκαιο. Οι Νόμοι του Δράκοντα μάλιστα όριζαν το θάνατο ως τιμωρία για τη δολοφονία ενός δούλου. Η κατηγορία απέναντι στο δολοφόνο ενός δούλου δεν ήταν «μήνυση για βλάβη», όπως συνέβαινε π.χ. με τα κοπάδια ζώων, αλλά η ανθρωποκτονία, που απαιτούσε τιμωρία εξαιτίας του μιάσματος που επέφερε στην πόλη το χύσιμο αίματος. Τον 4ο αιώνα, ο ύποπτος δικαζόταν από το Παλλάδιο, ένα σώμα που έκρινε περιπτώσεις ακούσιας ανθρωποκτονίας (Αριστοτέλης, «Αθηναίων Πολιτεία», 57:3), με την τιμωρία να ήταν αυστηρότερη από ένα απλό πρόστιμο, αλλά όχι θάνατος, ίσως εξορία, όπως συνέβαινε αν συνέβαινε δολοφονία κάποιου μετοίκου.
Ωστόσο οι δούλοι ανήκαν στο σπιτικό του κυρίου τους. Ένας σκλάβος που μόλις κατέφθανε στο σπίτι γινόταν δεκτός με ξηρούς καρπούς και φρούτα, όπως η νεόνυμφη γυναίκα. Οι δούλοι έπαιρναν μέρος στις περισσότερες πολιτικές και οικογενειακές τελετές. Λάμβαναν μάλιστα πρόσκληση συμμετοχής στο δείπνο για τις Χοές, στη δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων, ενώ επιτρεπόταν να προσκληθούν στα Ελευσίνια Μυστήρια. Κάποιος δούλος μπορούσε να ζητήσει άσυλο σε ναό ή βωμό, όπως ακριβώς και ο ελεύθερος πολίτης. Επίσης, μοιραζόταν τους θεούς του αφέντη του, αλλά μπορούσε να κρατήσει και προσωπικά θρησκευτικά έθιμα, αν το επιθυμούσε.
Οι δούλοι δεν είχαν δική τους περιουσία, ωστόσο οι αφέντες τους συχνά τους επέτρεπαν να συγκεντρώνουν χρήματα για να εξαγοράσουν την ελευθερία τους. Επιβιώνουν μέχρι τις ημέρες μας μαρτυρίες με βάση τις οποίες, δούλοι είχαν δικές τους επιχειρήσεις, πληρώνοντας κάποιο σταθερό ποσό στον κύριό τους. Η Αθήνα επίσης διέθετε ένα νόμο που καθιστούσε απαγορευτικό το χτύπημα ενός δούλου: αν κάποιος βιαιοπραγούσε εναντίον κάποιου που έμοιαζε με δούλο κινδύνευε να χτυπήσει κάποιον πολίτη, καθώς πολλοί από αυτούς δεν ντύνονταν και πολύ καλύτερα. Οι υπόλοιποι Έλληνες μάλιστα εντυπωσιάζονταν από το γεγονός ότι οι Αθηναίοι επέτρεπαν στους δούλους τους να αντιμιλούν. Αθηναίοι δούλοι πολέμησαν μαζί με απελεύθερους στη Μάχη του Μαραθώνα και τα μνημεία αναφέρουν ρητά το γεγονός (Παυσανίας, 1:29, 6). Επίσης, πριν τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, διατάχθηκε να προστατέψουν οι πολίτες τον εαυτό τους, τις γυναίκες τους, τα παιδιά και τους δούλους τους (Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Θεμιστοκλής», 10:4–5).
Η σεξουαλική δραστηριότητα των δούλων περιοριζόταν από συγκεκριμένους κανόνες. Για παράδειγμα, ένας δούλος δεν μπορούσε να συνάψει παιδεραστική σχέση με ελεύθερο αγόρι («Ένας δούλος δεν θα είναι εραστής ελεύθερου αγοριού ούτε θα τον ακολουθεί, ειδάλλως θα εισπράττει πενήντα χτυπήματα με μαστίγιο δημοσίως»), ούτε μπορούσε να πάει στην παλαίστρα («Ένας δούλος δεν θα ασκείται ή θα αλείφεται στις σχολές πυγμαχίας».) Και οι δύο νόμοι αποδίδονται στο Σόλωνα (Αισχίνης, «Κατά Τιμάρχου» 1.138–139). Οι πατέρες που ήθελαν να προστατεύουν τα παιδιά τους από τους ανεπιθύμητους τούς έδιναν ένα δούλο προστάτη, τον παιδαγωγό, που τα συνόδευε στις μετακινήσεις τους.
Οι γιοι νικημένων εχθρών αιχμαλωτίζονταν και συχνά αναγκάζονταν να εργαστούν σε πορνεία, όπως ο Φαίδων από την Ηλεία, που, μετά από παράκληση του Σωκράτη, αγοράστηκε και απομακρύνθηκε από ένα τέτοιο μέρος, χάρις στους πλούσιους φίλους του τελευταίου (Διογένης Λαέρτιος, «Βίοι επιφανών φιλοσόφων» 2.105). Ο βιασμός δούλων ήταν παράνομος, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τους ελεύθερους ανθρώπους.
Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΓΙΑ ΧΡΕΗ
Πριν την απαγόρευσή της από το Σόλωνα, στην Αθήνα ίσχυε ο θεσμός της υποδούλωσης για χρέη: ένας πολίτης που δεν μπορούσε να ξεπληρώσει το δανειστή του έχανε την ελευθερία του.[5] Η ακριβής φύση αυτής της έννομης σχέσης αποτελεί έδαφος συζητήσεων ανάμεσα στους σύγχρονους μελετητές: ήταν πράγματι δουλεία ή άλλη μορφή εξάρτησης; Εντούτοις, αυτό το ζήτημα αφορούσε κυρίως τους χωρικούς, που ονομάζονταν «εκτήμοροι», δηλαδή ανθρώπους που νοίκιαζαν εκτάσεις πλουσίων και δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τους γαιοκτήμονες. Θεωρητικά, μπορούσαν να απελευθερωθούν όταν το χρέος τους ξεπληρωνόταν. Με διάφορες παραλλαγές το σύστημα υπήρχε στην Εγγύς Ανατολή και αναφέρεται στη Βίβλο (Δευτερονόμιο, 15:12–17).
Ο Σόλων έβαλε τέλος στο θεσμό αυτό με τη διαβόητη «σεισάχθεια», το χάρισμα των χρεών, που έθεσε τέλος στην πώληση ελεύθερων πολιτών, ακόμη κι εθελοντικά από τους ιδίους. Ο Αριστοτέλης στην «Αθηναίων Πολιτεία» του (12:4) μεταφέρει ένα από τα ποιήματα του μεγάλου νομοθέτη:
«Και πολλούς άνδρες που η απάτη ή ο νόμος τους πούλησε
Μακριά από τη θεόκτιστη γη τους, απόβλητοι σκλάβοι
Τους έφερα πίσω στην Αθήνα, ναι, και κάποιους,
Εξόριστοι από την πατρίδα τους μέσω του καταπιεστικού δρόμου του χρέους
Μιλώντας όχι πια την αγαπημένη αθηναϊκή διάλεκτο
Μα που περιπλανιόνταν πέρα και μακριά, τους έφερα και πάλι
Και αυτούς που είχαν πέσει στη δουλεία
Μαζεμένοι κάτω από το αυστηρό βλέμμα του δεσπότη τους, τους απελευθέρωσα».
Παρόλο που η κατάσταση που περιγράφει ο Σόλων θυμίζει την «παραδοσιακή» δουλεία, η δουλεία για χρέη είχε σαν βασική διαφορά το ότι ο υπόδουλος Αθηναίος παρέμενε Αθηναίος, εξαρτημένος από άλλον Αθηναίο, στον τόπο καταγωγής του. Αυτό είναι το γεγονός που εξηγεί το γιατί αυτή η κατάσταση ήταν τόσο μισητή στον 6ο αιώνα π.Χ., οπότε και δημιουργήθηκε ο νόμος αυτός, όχι για να καταργήσει τη δουλεία, αλλά για να απελευθερώσει τους δούλους από χρέος. Οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα άφηναν δύο εξαιρέσεις: ο κηδεμόνας άγαμης γυναίκας που είχε χάσει την παρθενία της, είχε το δικαίωμα να την πουλήσει για δούλη (Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Σόλων», 23.2), και ένας πολίτης μπορούσε να αφήσει έκθετο ένα ανεπιθύμητο νεογέννητο.
Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΗ ΓΟΡΤΥΝΑ
Στην κρητική πόλη της Γόρτυνας, σύμφωνα με μια συλλογή νόμων που βρέθηκε χαραγμένη σε πέτρα (γνωστή ως «Γορτύνιος Κώδικας») και χρονολογείται τον 6ο αιώνα π.Χ., οι δούλοι ήταν απολύτως εξαρτημένοι από τον αφέντη τους. Τα παιδιά τους άνηκαν στον τελευταίο. Ο κύριος ήταν υπεύθυνος για τυχόν αδικήματα που διέπρατταν και, αντιστρόφως, ο ίδιος έπαιρνε αποζημιώσεις, για εγκλήματα κατά των δούλων του, από τρίτους. Στον κώδικα αυτόν, όπου όλα τα εγκλήματα τιμωρούνται με πρόστιμο, η χρηματική αποζημίωση είναι διπλάσια για δούλους που διέπρατταν πταίσμα ή κακούργημα. Αντίθετα, ένα αδίκημα κατά σκλάβου τιμωρούταν λιγότερο αυστηρά σε σχέση μ’ εκείνο κατά ελεύθερου ανθρώπου. Για παράδειγμα, ο βιασμός ελεύθερης γυναίκας από δούλο τιμωρούταν με πρόστιμο 200 στατήρων (400 δραχμών), ενώ ο βιασμός μιας μη παρθένας σκλάβας από άλλο σκλάβο στοίχιζε μόλις έναν οβολό (το 1/6 της δραχμής).
Οι δούλοι είχαν το δικαίωμα να διαθέτουν δικό τους σπίτι και κοπάδια, που περνούσαν στους απογόνους τους, όπως και τα είδη ρουχισμού και τα έπιπλά τους. Η οικογένειά τους, μάλιστα, αναγνωριζόταν από το νόμο: παντρεύονταν, έπαιρναν διαζύγιο, έφτιαχναν διαθήκη και κληρονομούσαν όπως ακριβώς και οι ελεύθεροι πολίτες.
Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ
Οι πολίτες της Σπάρτης, γνωστοί και ως «Όμοιοι», έκαναν χρήση των ειλώτων, μιας ομάδας πληθυσμού που άνηκε στο κράτος. Δεν είναι γνωστό αν διέθεταν και δούλους που αποτελούσαν προσωπική τους περιουσία. Έχουν σωθεί μαρτυρίες για ανθρώπους που απελευθερώθηκαν από τους Σπαρτιάτες, κάτι που υποτίθεται ότι απαγορευόταν για τους είλωτες, ή που πουλήθηκαν εκτός Λακωνίας: ο ποιητής Αλκμάν ο Φιλόξενος, από την Κυθέρεια, που αιχμαλωτίστηκε μαζί με όλους τους συμπολίτες του, όταν η γενέτειρά του κατακτήθηκε, και που αργότερα πουλήθηκε σε έναν Αθηναίο, ένας Σπαρτιάτης μάγειρας που αγόρασε ο Διονύσιος ο πρεσβύτερος ή ένας βασιλιάς του Πόντου, εκδοχές που και οι δύο περιλαμβάνονται στο έργο του Πλουτάρχου («Βίοι Παράλληλοι: Λυκούργος» 12:13), καθώς και οι διάσημες Σπαρτιάτισσες παραμάνες που τις εκτιμούσαν ιδιαίτερα οι Αθηναίοι γονείς.[6]
Ορισμένα κείμενα κάνουν αναφορά τόσο σε δούλους, όσο και σε είλωτες, κάτι που ίσως σημαίνει ότι δεν ταυτίζονταν. Ο Ψευδοπλάτων, στο έργο «Αλκιβιάδης Α’», αναφέρει την «κατοχή σκλάβων και αξιοσημείωτα ειλώτων» από τους εύπορους Σπαρτιάτες, ενώ ο Πλούταρχος γράφει για «δούλους και είλωτες». Τέλος, σύμφωνα με το Θουκυδίδη, ο διακανονισμός που έβαλε τέλος στην επανάσταση των ειλώτων του 464 π.Χ. ανέφερε ότι οποιοσδήποτε Μεσσήνιος επαναστάτης που θα ανακαλυπτόταν στην Πελοπόννησο θα γινόταν «δούλος εκείνου που τον αιχμαλώτισε», κάτι που δείχνει ότι η κατοχή προσωπικών δούλων δεν ήταν παράνομη εκείνη την περίοδο.
Αρκετοί ιστορικοί καταλήγουν ότι προσωπικοί δούλοι χρησιμοποιήθηκαν πράγματι στη Σπάρτη, τουλάχιστον μετά τη νίκη των Λακεδαιμονίων απέναντι στους Αθηναίους το 404 π.Χ., ωστόσο δεν ήταν πολυάριθμοι κι άνηκαν μονάχα στους πιο εύπορους. Όπως συνέβαινε και στις άλλες πόλεις, οι δούλοι αυτοί αγοράζονταν ή αιχμαλωτίζονταν στον πόλεμο.
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Η πρακτική της απελευθέρωσης δούλων αποδεδειγμένα ακολουθήθηκε στη Χίο από τον 6ο αιώνα π.Χ. Ίσως και να ανάγεται σε παλαιότερη περίοδο, επειδή δεν περιλάμβανε γραφειοκρατία, αλλά γινόταν προφορικά. Ανεπίσημες απελευθερώσεις συνέβαιναν και στην κλασική περίοδο. Αρκούσε να υπάρχουν μάρτυρες, που θα συνόδευαν τον πολίτη στη δημόσια απελευθέρωση του δούλου του, είτε σε κάποιο θέατρο είτε μπροστά σε κάποιο δικαστικό σώμα. Αυτή η πρακτική απαγορεύτηκε στην Αθήνα για λόγους κοινωνικής ηρεμίας.
Ωστόσο, σαν φαινόμενο έγινε συνηθισμένο τον 4ο αιώνα π.Χ., όπως μαρτυρούν επιγραφές που βρέθηκαν στους Δελφούς και τη Δωδώνη. Οι πιο πολλές χρονολογούνται τον 2ο και τον 1ο αιώνα π.Χ., καθώς και τον 1ο αιώνα μ.Χ. Η ομαδική απελευθέρωση ατόμων ήταν επίσης εφικτή. Γνωστό παράδειγμα είναι μια σχετική περίπτωση στη Θάσο, τον 2ο αιώνα π.Χ. Πολύ πιθανόν συνέβη ενώ μαινόταν πόλεμος, με στόχο την ανταμοιβή των δούλων εκείνων για την πίστη τους. Όμως, οι πιο πολλές μαρτυρίες αφορούν απελευθέρωση κάποιου δούλου σύμφωνα με επιθυμία του αφέντη του (άνδρα κυρίως, αλλά και γυναίκας κατά την ελληνιστική περίοδο). Συνήθως απαιτείτο από το δούλο να καταβάλλει ένα χρηματικό ποσό ίσο με την αξία πώλησής του. Για να το κατορθώσει μπορούσε να κάνει οικονομίες ή να πάρει δάνειο («έρανος») από τον κύριό του ή ένα φίλο ή αν επρόκειτο για παλλακίδα, από κάποιον πελάτη, με διάσημο παράδειγμα την εταίρα Νέαιρα (Δημοσθένης, «Κατά Νέαιρας», 59:29–32). Η απελευθέρωση επίσης μπορεί να είχε θρησκευτικό χαρακτήρα, οπότε και θεωρείτο ότι ο δούλος πουλήθηκε σε κάποια θεότητα, συχνά στον Απόλλωνα στους Δελφούς, ή αφιερωνόταν μετά την απελευθέρωσή του. Ο ναός θα έπαιρνε ένα μέρος της χρηματικής συναλλαγής και θα εγγυόταν για τη συμφωνία. Επίσης η συναλλαγή μπορούσε να μην έχει καμία σχέση με το θείο, οπότε και οι άρχοντες της πόλης έπαιζαν το ρόλο του εγγυητή.
Η νέα αυτή ελευθερία του ατόμου μπορούσε να είναι ολική ή μερική, ανάλογα με την επιθυμία του πρώην αφέντη. Στην πρώτη περίπτωση, ο απελεύθερος ήταν προστατευμένος από το νόμο απέναντι σε κάθε προσπάθεια νέας υποδούλωσης, για παράδειγμα, από τους κληρονόμους του πρώην κυρίου. Στη δεύτερη περίπτωση, ο απελεύθερος είχε μια σειρά από υποχρεώσεις απέναντι στον αφέντη του. Το πιο δεσμευτικό συμβόλαιο ήταν αυτό της «παραμονής», ένα είδος δουλείας περιορισμένης διάρκειας, κατά την οποία ο κύριος εξακολουθούσε να έχει πρακτικά καθολικά δικαιώματα.
Από την πλευρά του κράτους, ο απελεύθερος δούλος απείχε πολύ σε θέση από εκείνον τον πολίτη που γεννήθηκε ελεύθερος. Όπως φαίνεται, από τις προτάσεις στους «Νόμους» του Πλάτωνα (11:915 a–c), είχε διάφορα είδη υποχρεώσεων: παρουσία τρεις φορές το μήνα στο σπίτι του παλαιού κυρίου, απαγόρευση του να γίνει πλουσιότερος από εκείνον κ.ά. Στην πραγματικότητα οι απελεύθεροι ήταν πιο κοντά στους μετοίκους, τους ξένους δηλαδή που έμεναν στην πόλη, οι οποίοι ήταν μεν ελεύθεροι, αλλά δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα.
ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ
Είναι δύσκολο γενικά να εκτιμηθούν οι συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων δούλων. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η καθημερινότητά τους μπορεί να συνοψιστεί σε τρεις λέξεις: «δουλειά, πειθαρχία και τροφή» («Οικονομικά», 1344a35). Η συμβουλή του Ξενοφώντα είναι να χειρίζεται κανείς τους δούλους του σαν οικόσιτα ζώα, δηλαδή να τιμωρεί τις αταξίες τους και να επιβραβεύει την καλή τους συμπεριφορά («Οικονομικός», 13:6). Από την πλευρά του ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι το σωστό είναι να χειρίζεται κανείς τους δούλους του όπως ακριβώς και τα παιδιά. Να μη δίνει μοναχά εντολές, αλλά και συστάσεις, καθώς ο δούλος είναι ικανός να καταλάβει τις αιτίες των πραγμάτων όταν δίνονται εξηγήσεις («Πολιτικά», I, 3, 14).
Η ελληνική γραμματεία είναι γεμάτη από σκηνές δούλων που τιμωρήθηκαν με μαστίγωμα. Ήταν ένας τρόπος για να εξαναγκαστούν να δουλέψουν, όπως και ο αυστηρός έλεγχος της τροφής, της ένδυσης και των ωρών ανάπαυσης. Τον βαθμό αυτού του εξαναγκασμού καθόριζε ο αφέντης ή ο επόπτης, που ίσως να ήταν και ο ίδιος δούλος. Έτσι, στην αρχή του κειμένου των «Ιππέων» του Αριστοφάνη, δύο δούλοι παραπονιούνται για τα χτυπήματα χωρίς έλεος που δέχονται από το νέο τους επόπτη.
Οι συνθήκες διαβίωσης των δούλων παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία, ανάλογα με την κοινωνική τους θέση: οι εργάτες στα μεταλλεία του Λαυρίου και οι πόρνες ζούσαν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, ενώ οι δούλοι του κράτους, οι τεχνίτες, οι έμποροι και οι αργυραμοιβοί απολάμβαναν σχετική ανεξαρτησία. Με αντάλλαγμα ένα χρηματικό ποσό, την «αποφορά», που κατέβαλλαν στον κύριό τους, μπορούσαν να ζουν και να εργάζονται χωρίς επόπτη. Έτσι μπορούσαν να συγκεντρώσουν δικά τους χρήματα, αρκετά ορισμένες φορές για να εξαγοράσουν την ελευθερία τους. Η πιθανότητα της απελευθέρωσης ήταν πράγματι ισχυρό κίνητρο, όμως η πραγματική του έκταση είναι δύσκολο να εκτιμηθεί.
Οι αρχαίοι συγγραφείς θεωρούσαν ότι οι δούλοι στην Αττική απολάμβαναν «παραδόξως πολλά προνόμια».[7] Ο Ξενοφών αναλύει τις ελευθερίες που απολάμβαναν οι Αθηναίοι στην Αθήνα: «Όσο για τους δούλους και μετοίκους των Αθηνών, έχουν τη μεγαλύτερη ελευθερία: δεν μπορείς έτσι απλά να τους χτυπήσεις και δεν στέκονται στο πλάι για να σε αφήσουν να περάσεις» («Πολίτευμα των Αθηναίων», I, 10). Αυτή, η φαινομενικά, καλή αντιμετώπιση, δεν εμπόδισε 20.000 Αθηναίους δούλους να το σκάσουν στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, μετά από την υποκίνηση των Λακεδαιμονίων στρατιωτών που βρίσκονταν στη Δεκέλεια της Αττικής (Θουκυδίδης, 7:27). Μάλιστα πρέπει να ήταν άξιοι χειροτεχνίτες, ίσως και να άνηκαν στη μερίδα εκείνων που απολάμβαναν την αξιοπρεπέστερη μεταχείριση. Ο τίτλος μιας κωμωδίας του 4ου αιώνα από τον Αντιφάνη, ο «Δραπεταγωγός» (Αθήναιος, 161e) αφήνει να εννοηθεί ότι η απόδραση δούλων δεν ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο. Αντιστρόφως, η απουσία μιας επανάστασης δούλων μεγάλης κλίμακας, ανάλογη με εκείνη του Σπάρτακου στην Ιταλία, πιθανώς εξηγείται από τη διασπορά των σκλάβων των Ελλήνων, κάτι που εμπόδιζε την οργάνωσή τους. Οι επαναστάσεις σκλάβων ήταν σπάνιες, όπως ήταν και στη Ρώμη ή στον αμερικανικό νότο. Μεμονωμένες αποστασίες δούλων ενάντια στον αφέντη τους, αν και αραιές, συνέβαιναν πράγματι. Ένας δικανικός λόγος αναφέρει την απόπειρα δολοφονίας ενός πολίτη από το δούλο του, ένα αγόρι όχι μεγαλύτερο των 12 ετών (Αντιφών, «Περί της δολοφονίας του Ηρώδη», 69).
ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ
Ελάχιστοι συγγραφείς της αρχαιότητας καταφέρονται κατά της δουλείας. Για τον Όμηρο και τους προκλασικούς συγγραφείς, η δουλεία ήταν αναπόφευκτη συνέπεια του πολέμου. Ο Ηράκλειτος λέει χαρακτηριστικά: «Ο πόλεμος είναι ο πατέρας όλων, ο βασιλιάς όλων… μετατρέπει ορισμένους σε δούλους και σε άλλους χαρίζει την ελευθερία» (απόσπ.53).
Στην κλασική εποχή, την ύπαρξη της δουλείας δικαιολογούσαν οι οικονομικές συνθήκες. Από ηθικής πλευράς, ταυτόχρονα ξεπηδούσε και η ιδέα της «φυσικής δουλείας». Ο Αισχύλος αναφέρει στους «Πέρσες» (242) ότι «οι Έλληνες δεν αποκαλούνται από κανέναν δούλοι ή υποτελείς», ενώ οι Πέρσες, όπως αναφέρει ο Ευριπίδης στην «Ελένη» (276), είναι «όλοι τους δούλοι με εξαίρεση έναν», εννοώντας το Μεγάλο Βασιλιά. Την ιδέα αυτή μελετά ο Ιπποκράτης, στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., που θεωρούσε ότι το εύκρατο κλίμα της Ανατολίας παρήγαγε ανθρώπους φιλήσυχους και δουλοπρεπείς («Περί αέρων υδάτων τόπων», 23). Την εξήγηση αυτή υιοθετεί ο Πλάτων («Πολιτεία», 4:435a–436a), αλλά και ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του (7:1327b), όπου και αναλύει την ιδέα της «φυσικής δουλείας» καθώς, «εκείνος που μπορεί να δει μακριά με το μυαλό του είναι από τη φύση του ηγεμόνας και από τη φύση του αφέντης, και εκείνος που μπορεί να πραγματοποιήσει πράγματα με το σώμα είναι υποτακτικός και από τη φύση του δούλος» («Πολιτικά», 1:2,2). Σε αντίθεση με τα ζώα, ο δούλος αντιλαμβάνεται πράγματα με τη λογική, αλλά δεν μπορεί να τα αμφισβητεί και να τα επεξεργάζεται («Πολιτικά», 1:13, 17).
Παράλληλα, η ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι, Έλληνες και βάρβαροι, άνηκαν στην ίδια φυλή αναπτύχθηκε από τους σοφιστές. Κατ’ επέκταση ορισμένοι άνθρωποι ήταν δούλοι, ενώ είχαν την ψυχή ελεύθερου ανθρώπου και αντιστρόφως. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης αναγνώριζε αυτή τη λογική και θεωρούσε ότι η δουλεία δεν μπορούσε να επιβληθεί παρά μόνον όταν ο κύριος ήταν καλύτερος του υποτακτικού του, σε αρμονία με τη θεωρία του για τη «φυσική δουλεία» («Πολιτικά», 1:5, 10). Οι σοφιστές κατέληγαν στο ότι η πραγματική δουλεία δεν είχε σχέση με την κοινωνική θέση, αλλά ήταν θέμα καθαρά του πνεύματος. Έτσι, όπως το έθεσε ο Μένανδρος, «να είσαι ελεύθερος στο πνεύμα, παρόλο που είσαι δούλος: κι έτσι απλά θα πάψεις να είσαι δούλος» (απόσπ. 857). Αυτή η ιδέα, που επανέλαβαν οι Στωικοί και οι Επικούρειοι, δεν ήταν τόσο απόρριψη της πρακτικής της δουλείας όσο εκλογίκευσή της.
Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να αντιληφθούν μια κοινωνία χωρίς δούλους. Οι δούλοι υπάρχουν ακόμη και στη Νεφελοκοκκυγία στις «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, όπως και στην ιδανική πολιτεία που περιγράφει ο Πλάτων στους «Νόμους» και την «Πολιτεία» του (10:469b). Οι ουτοπικές πόλεις που περιγράφουν οι Φαλέας ο Χαλκηδόνιος και ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος βασίζονται στην ίση κατανομή της περιουσίας, αλλά οι δημόσιοι δούλοι χρησιμοποιούνται ως τεχνίτες (Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 1267b) και αγρότες (Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 1268a). Οι «ανεστραμμένες κοινωνίες» έθεταν τις γυναίκες στην εξουσία ή ευαγγελίζονταν την ίση κατανομή των αγαθών, όπως στη «Λυσιστράτη» και τις «Εκκλησιάζουσες», αλλά δεν εμφανίζουν ποτέ τους δούλους κύριους των αφεντάδων τους. Οι μόνες κοινωνίες χωρίς δούλους ήταν αυτές του Χρυσού Αιώνα, όπου όλες οι ανάγκες είχαν καλυφθεί. Στο είδος αυτό της κοινωνίας, όπως εξηγεί ο Πλάτων («Πολιτικά», 271a–272b), ο καθένας μάζευε γενναιόδωρα καρπούς χωρίς να σπέρνει. Στους «Αμφικτύονες», ο Τηλεκλείδης (Αθήναιος, 268 b–d) αναφέρει κριθαρένια καρβέλια να φιλονικούν με το σταρένιο ψωμί για την τιμή να γίνουν τροφή των ανθρώπων. Επιπλέον τα αντικείμενα κινούνται μόνα τους: η ζύμη ζυμώνεται μόνη της και η κανάτα χύνει μόνη το περιεχόμενό της. Με τον τρόπο αυτό, η κοινωνία χωρίς σκλάβους κινείται σε άλλη διάσταση. Στην «κανονική» κοινωνία, οι δούλοι είναι απαραίτητοι.
ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ
Η δουλεία στην αρχαία Ελλάδα καταδικάστηκε πολλές φορές από τους Χριστιανούς, που περηφανεύονταν ότι στάθηκαν η αιτία για την κατάργησή της. Από το 16ο αιώνα, η συζήτηση πάνω στο θέμα άρχισε να έχει ηθική διάσταση. Η ύπαρξη της δουλείας στις αποικίες είχε σημαντική επίδραση στη γνώμη των μελετητών, με κάποιους συγγραφείς να επιδοκιμάζουν τον εκπολιτιστικό της χαρακτήρα και με άλλους να αποδοκιμάζουν τη σκληρότητά της. Έτσι ο Ενρί-Αλεξάντρ Βαλλόν, το 1847, δημοσίευσε το έργο «Ιστορία της δουλείας στην αρχαιότητα», ανάμεσα στα έργα του σχετικά με την κατάργηση της δουλείας στις γαλλικές αποικίες.
Κατά το 19ο αιώνα ξεκίνησε πολιτικός και οικονομικός πόλεμος ιδεών. Αφορούσε κυρίως την αποσαφήνιση των φάσεων οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών και τοποθέτησε σωστά στο χάρτη τη δουλεία στην αρχαία Ελλάδα. Η επιρροή του Καρλ Μαρξ υπήρξε καθοριστική: για εκείνον η αρχαία κοινωνία χαρακτηριζόταν από την ανάπτυξη της ιδέας της προσωπικής περιουσίας, με τη δουλεία να αποτελεί την πρώτη σε σπουδαιότητα πηγή παραγωγής. Οι οπαδοί του θετικισμού, που τους εκπροσώπησε ο Έντουαρντ Μέγιερ («Δουλεία στην αρχαιότητα», 1898) σύντομα αντιτάχθηκαν στη μαρξιστική θεωρία. Σύμφωνα με τον Μέγιερ, η δουλεία αποτέλεσε το θεμέλιο της ελληνικής δημοκρατίας. Ήταν έτσι νομικό και κοινωνικό φαινόμενο και όχι οικονομικό.
Συχνά οι ερευνητές διαφοροποιούν τη θέση των ειλώτων από τους υπόλοιπους σκλάβους του αρχαιοελληνικού κόσμου, στηριγμένοι στο γεγονός ότι αρχαίοι κριτικοί θεωρούν ότι οι κύριοί τους είχαν λιγότερη εξουσία πάνω τους. Η απάντηση στο συγκεκριμένο ζήτημα βρίσκεται πιθανώς σε άρθρο του Ντιακόνοφ, επιφανούς ασσυριολόγου του Πανεπιστημίου του Λένινγκραντ, που παραθέτει ο Φίνλεϊ. Ο Ντιακόνοφ βεβαιώνει ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στους σκλάβους και τους είλωτες. Και οι δύο ήταν εκμεταλλευόμενοι εργάτες μέσω ενός οικονομικού εξαναγκασμού. Και οι δύο ήταν εργαλεία στα μέσα παραγωγής, ένα στερεότυπο των αρχαίων κοινωνιών στην Ευρώπη και σε άλλες ηπείρους.
Η σύγχρονη ιστοριογραφία, όπως αναπτύχθηκε κατά τον 20ο αιώνα, που την ανέπτυξαν συγγραφείς όπως ο Τζόζεφ Βοτ, είδε στη δουλεία τις συνθήκες για την ανάπτυξη των ελίτ. Αντιστρόφως, η θεωρία επίσης δείχνει μια ευκαιρία για τους δούλους να ενωθούν με την ελίτ. Τέλος, ο Βοτ υπολογίζει ότι η μοντέρνα κοινωνία, βασισμένη σε ουμανιστικές αξίες, υπερκέρασε αυτό το επίπεδο ανάπτυξης.
Στις ημέρες μας, η δουλεία στην Ελλάδα παραμένει πεδίο αντιγνωμιών για τους ιστορικούς, κυρίως όσον αφορά δύο ερωτήματα: μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η αρχαία Ελλάδα ήταν «κοινωνία δούλων», και υπάρχει περίπτωση οι δούλοι σε αυτήν να αποτελούσαν κοινωνική τάξη;
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Για παράδειγμα στην Οδύσσεια α:408, όπου ο Τηλέμαχος αναφέρει τους «σκλάβους που για [εκείνον] κέρδισε με το σπαθί ο Δυσσέας».
[2] Ο Jameson είναι της άποψης ότι ο αριθμός των εργατών αυτών ήταν μεγάλος, ενώ ο Wood (1983 και 1988) είναι αντίθετος.
[3] Ο Κτησικλής είχε γράψει ένα βιβλίο ιστορίας δύο αποσπάσματα του οποίου σώζονται στο έργο του Αθηναίου.
[4] Αντιφών, «Πρώτη Τετραλογία», 2:7, 4:7; Δημοσθένης, Against Pantenos, 51 (2) και Against Evergos, 14, 15, 60.
[5] Αριστοτέλης, «Αθηναίων Πολιτεία», 1:2 και Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Σόλων», 13:2.
[6] Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Λυκούργος», 16:5; «Βίοι Παράλληλοι: Αλκιβιάδης», 5:3.
[7] Πλάτων, «Πολιτεία», 8:563b; Δημοσθένης, «Τρίτος Φιλιππικός», 3; Αισχίνης, «Κατά Τιμάρχου», 54; Αριστοφάνης, «Εκκλησιάζουσες», 721–22 και Πλαύτος, «Stichus», 447–50.
Use Facebook to Comment on this Post