Η προσφυγή στις κάλπες είναι αναγκαστική επιλογή για την κυβέρνηση. Το εσωκομματικό ζήτημα -όπως εκδηλώθηκε τουλάχιστον στη Βουλή, σε όλες τις ψηφοφορίες μετά τη συμφωνία της 13ης Ιουλίου- δεν αφήνει κανένα περιθώριο για διαφορετικές λύσεις.
Το ερώτημα επομένως δεν είναι αν θα γίνουν εκλογές αλλά το πότε θα γίνουν. Τα χρονικά περιθώρια δεν είναι μεγάλα. Εξαντλούνται στους επόμενους δύο μήνες.
Εκείνο που επιδιώκει η κυβέρνηση -κι αυτό αποτελεί νόμο για κάθε κυβέρνηση- είναι να πάει σε εκλογές στον χρόνο που θα έχει τα μεγαλύτερα οφέλη και τις λιγότερες ζημιές. Υπό αυτήν την έννοια, αν ήταν μόνο κυβερνητική η επιλογή ο χρόνος των εκλογών θα εξαρτιόταν από δύο και μόνο παράγοντες.
Ο ένας είναι το εσωκομματικό ζήτημα -η λύση του δηλαδή με το μικρότερο δυνατό κόστος για το κυβερνητικό κόμμα υπό τον πρωθυπουργό. Ο δεύτερος, η ταχύτατη και απρόσκοπτη υλοποίηση -μέσω της Βουλής- μιας σειράς υποχρεώσεων απέναντι στους δανειστές ώστε πολλές από τις αβεβαιότητες στην εφαρμογή της συμφωνίας να αποτελέσουν παρελθόν.
Να καταστεί όσο το δυνατόν πιο εύκολη η πρώτη αξιολόγηση από τους τελευταίους, για να ανοίξει ο δρόμος της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Το χρέος είναι ένα μεγάλο προεκλογικό χαρτί που η κυβέρνηση θα ήθελε να το έχει στο χέρι με τους πλέον ξεκάθαρους όρους.
Το σχοινί, ως γνωστόν, έχει δύο άκρες. Η κυβέρνηση κρατάει τη μία. Πράγμα που σημαίνει ότι οι δικές της αποφάσεις επηρεάζονται κατά πολύ από αποφάσεις τρίτων. Η λύση του εσωκομματικού ζητήματος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τις αποφάσεις της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, οι οποίες, ανάλογα με το ποιες θα είναι, μπορεί να στοιχίσουν στους κυβερνώντες περισσότερο απ’ όσο εκείνοι υπολογίζουν.
Ταυτόχρονα, στον χρόνο επιλογής των εκλογών η γνώμη των δανειστών έχει βαρύνουσα σημασία, αν όχι καθοριστική. Τίποτα δεν μπορεί να αποφασιστεί αν δεν έχει την έγκρισή τους.
Επομένως η εξίσωση της επιλογής δεν είναι εύκολη, αλλά ούτε κι ο χρόνος περισσεύει. Τις επόμενες ημέρες θα γνωρίζουμε τη… λύση.
Use Facebook to Comment on this Post