ΤΟ «ΟΧΙ» ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ «ΝΑΙ» ΚΑΙ Η ΤΥΡΟΠΙΤΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΦΑΣΚΟΜΗΛΟ

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1928).

-Να μένεις ήσυχος· την αυγή η τυρόπιττα θα είναι έτοιμη. -Καθώς σου είπα…

– Το όνομα σου παιδί μου; – Αλέκος. – Λοιπόν παιδί μου, κυρ-Αλέκο, θα είναι τυρόπιττα σκιαθίτικη όπως μου είπες. Θα ανοίξω ένα φύλλο, θα ρίψω βούτυρο αρκετό, και τυρί με αυγά κτυπημένα και διάφορα μυριστικά και μπαχαρικά. Θα τυλίξω έπειτα όμορφα-όμορφα το φύλλον ώστε να γίνη ένας ρουλές γεμιστός, και κατόπιν θα τον τυλίξω κουλούρα, και μέσα εις ένα ταψί θα την φουρνίσω. Θα είναι τυρόπιττα Σκοπελίτικη. -Όχι, Σκιαθίτικη, κυρ-Μίχα. Σκιαθίτικη σου είπα. -Σκοπελίτικη, Σκιαθίτικη, το ίδιον είναι. Ημείς οι Ηπειρώται είμεθα κοσμογυρισμένοι και γνωρίζουμε του κάθε μέρους τας ιδιοτροπίας εις αυτά τα είδη. Να σου κάμω εγώ ψαρόπιτα Τρικεριώτικη που να τρώγει η μάνα και να μη δίνη του παιδιού…
…Ο φούρνος ήτο κατάφωτος. Αδιακόπως προσήρχοντο όμιλοι φίλων, έτρωγον τους λουκουμάδες των και απήρχοντο…
-Οι κύριοι εδώ; Μας προσφωνεί ένας υπηρέτης σπεύσας εις περιποίησιν μας. Και μας ερωτά αποσπογγίζων καλώς το μάρμαρον της τραπέζης: -Τρία κατοσταράκια; -Φέρε μας την τυρόπιττα, σε παρακαλώ, είπον εγώ αίφνης ατενίζων προς τον Παπαδιαμάντην. -Η τυρόπιττα να έλθει αμέσως! κραυγάζει ο υπηρέτης και φεύγει. «Να ζήσεις Αλέκο μού λέγει κατά την συνήθειαν του. Ήρχισε δε αμέσως να ψάλλη ελαφρά-ελαφρά το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε», πολύ γλυκά και πολύ ορεκτικά, ως εάν έτρωγε αληθώς την τυρόπιτταν» Όμως…….. «οποία υπήρξεν η έκπληξις μου, όταν είδα μέσα στο εις το βαθύ εκείνον ταψίον μιαν παχυτάτην ζύμην, ως ένα πολτώδες ψωμίον, όπου έπλεε μέσα εις τα βούτυρα.» Ο Παπαδιαμάντης τότε «Δίδει αμέσως μια με το χέρι του εις το ταψίον, το οποίον άρχισε να περιστρέφεται ωσάν ένας δίσκος οδοπαικτών, και βλέπων με μετά τινος ειρωνικού μειδιάματος, φωνάζει εγειρόμενος: -Αυτό δεν είναι τυρόπιττα! Αυτό είναι σκεμπές!» Ο Θεοφάνης:
«-Στάσου Αλέξανδρή, στάσου. Είναι που-δί-γκα!» Φωνάζουν τον γέρο-Μίχα (ιδιοκτήτη του φούρνου) να δώσει εξηγήσεις κι εκείνος «βυθίζων ένα πηρούνιον εις το ταψίον, προσεπάθει να εξαγάγη τα καρυκεύματα της παραγγελθείσης τυρόπιττας, αλλά δεν εύρισκε τίποτε, διότι όλα είχον διαλυθή και ενωθή με το πολτώδες εκείνο ψωμίον, οπού ήτο εξωγκωμένον ωσάν φούσκα» Ο Παπαδιαμάντης . φεύγει έξαλος ευχόμενος «με κάποιον θυμόν» «-Καλή χρονιά σας!» Ο Μωραιτίδης πληρώνει και μαζί με τον Θεοφάνη τον ακολουθούν ενώ ακούνε πίσω τους τον γέρο-Μίχα: «Ωχ, αδελφέ! Ψύλλους στ’ άχυρα! …Τέτοιες ημέρες λοιώνουν όχι μόνον τυριά και βούτυρα αλλά και τα μυαλά των ανθρώπων…»
(Στο τέλος καταλήξανε στου Ψυρή, στο καφενείον του Τσούτη που διανυκτέρευε. Εκεί Ο Παπαδιαμάντης παράγγειλε: )
«-Δύο φασκόμηλα αμέσως, Λάμπρο, και ένα ναργιλέ σέρτικον»

*** (Το διήγημα βρίσκεται στον τρίτο τόμο απάντων των διηγημάτων του Μωραϊτίδη που εκδόθηκαν από τις εκδόσεις “στιγμή”, το 1993, με φιλολογική επιμέλεια Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου)

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *