Κατά τον αρκαδικό μύθο, η Αταλάντη, ήταν κόρη του Ιασίου (ή του Σχοινέως) και της Κλυμένης. Πατρίδα της ήταν το Λύκαιον, το Μαίναλο ή η Τεγέα. Όταν γεννήθηκε η Αταλάντη, ο πατέρας της, επειδή ήθελε μόνο γιους, την εγκατέλειψε στο όρος Παρθένιο κοντά στην είσοδο μιας σπηλιάς.
Στην αρχή, την Αταλάντη, την φρόντιζε μια αρκούδα (σύμβολο της Άρτεμης) και αργότερα την περιμάζεψαν κάποιοι κυνηγοί. Κοντά τους έμεινε μέχρι να μεγαλώσει κι έμαθε τα μυστικά του κυνηγιού. Όταν μεγάλωσε δεν ήθελε να παντρευτεί, ζούσε με αγνότητα και κάποτε σκότωσε με τα βέλη της τους Κένταυρους Ροίκο και Υλαίο που είχαν προσπαθήσει να τη βιάσουν.
atalanΠήρε μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου παρά τις αντιδράσεις των συγκεντρωμένων ηρώων, οι οποίοι αρνούνταν να συμμετάσχουν σε κυνήγι που θα έπαιρνε μέρος μία γυναίκα.Ο Μελέαγρος όμως, ο γιος του βασιλιά Οινέως, του διοργανωτή της επιχείρησης, ερωτεύτηκε την ηρωίδα κι έπεισε τους υπόλοιπους ήρωες να τη δεχτούν. Μετά από έξι μέρες κυνηγιού η Αταλάντη σκότωσε μαζί με το Μελέαγρο τον κάπρο ρίχνοντας πρώτη εκείνη το θανατηφόρο βέλος στο ζώο και σύμφωνα με το έθιμο έλαβε σαν έπαθλο το κεφάλι και το δέρμα του ζώου.
Πήρε μέρος στην αργοναυτική εκστρατεία μαζί με το Μελέαγρο. Μετά το τέλος της εκστρατείας στους ταφικούς αγώνες που έγιναν προς τιμή του Πελία, η Αταλάντη νίκησε στην πάλη τον Πηλέα.
Σύμφωνα με την αρκαδική εκδοχή παντρεύτηκε τον εξαδελφό της Μελανίωνα, ο οποίος την είχε ερωτευθεί όταν την είχε συναντήσει στις περιπλανήσεις του στα δάση. Από το γάμο αυτό γεννήθηκε ο Παρθενοπαίος, τον οποίο ο Ευρυπίδης αναφέρει ως έναν από τους Επτά επί Θήβας.
Σύμφωνα με το βοιωτικό μύθο γονείς της Αταλάντης ήταν ο Σχοινέας και η Κλυμένη. Από πολύ μικρή είχε δείξει μεγάλες ικανότητες στο κυνήγι και ήταν ανίκητη στο τρέξιμο. Ζούσε στα δάση κι απέφευγε τους ανθρώπους επειδή ήθελε να μείνει πιστή στην Άρτεμη και να παραμείνει αγνή ή κατά άλλους επειδή υπήρχε κάποιος χρησμός που έλεγε πως αν παντρευόταν θα μεταμορφωνόταν σε ζώο. Ο πατέρας της δέχτηκε την απόφασή της να μην παντρευτεί υπό τον όρο ότι αν κάποιος την κέρδιζε σε αγώνα δρόμου εκείνος θα την έκανε γυναίκα του.
Η Αταλάντη, επειδή ήταν ανίκητη στο τρέξιμο, συμφώνησε, με την προϋπόθεση ότι θα είχε το δικαίωμα να σκοτώνει τους ηττημένους. Για το λόγο αυτό στις εκκινήσεις των αγώνων έδινε σε κάθε επίδοξο μνηστήρα ένα μικρό προβάδισμα. Εκείνη ακολουθούσε κρατώντας ένα δόρυ με το οποίο τρυπούσε το νεό όταν τον έφτανε. Πολλοί είχαν βρει τέτοιο θάνατο μέχρι που ο Ιππομένης ή Ιππομέδων ξεπέρασε την Αταλάντη στο τρέξιμο με τέχνασμα που του υπέδειξε η θεά Αφροδίτη. Η θεά του χάρισε τρία χρυσά μήλα από τον Κήπο των Εσπερίδων ή κατά μία άλλη παράδοση από το στεφάνι του Διονύσου. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, καθώς ο Ιππομένης έχοντας ξεκινήσει πρώτος προηγούνταν, έριχνε πίσω του από ένα χρυσό μήλο κάθε φορά που η Αταλάντη τον πλησίαζε. Εκείνη σταματούσε να το μαζέψει και καθυστερούσε, με τον τρόπο αυτό ο Ιππομένης κατάφερε να κερδίσει τον αγώνα.
Οι δυο νέοι παρασυρμένοι από τον έρωτα τους περιπλανιόνταν στα δάση και ενώθηκαν μέσα σε ναό αφιερωμένο στη θεά Κυβέλη ή κατ’ άλλους στο Δία Καλλίνικο. Επειδή αυτό θεωρούνταν ανόσιο τιμωρήθηκαν με τη μεταμόρφωσή τους σε ζευγάρι λιονταριών.
Βιβλιογραφία – πηγές:
Απολλώνιος Ρόδιος, Αργοναυτικά, 1, 769
Τοῖ’ ἄρα δῶρα θεᾶς Ἰτωνίδος ἦεν Ἀθήνης·
δεξιτερῇ δ’ ἕλεν ἔγχος ἑκηβόλον, ὅ ῥ’ Ἀταλάντη
Μαινάλῳ ἔν ποτέ οἱ ξεινήιον ἐγγυάλιξε,
πρόφρων ἀντομένη, πέρι γὰρ μενέαινεν ἕπεσθαι
τὴν ὁδόν· ἀλλ’, ὅσον αὐτὸς ἑκών, ἀπερήτυε κούρην,
δεῖσε γὰρ ἀργαλέας ἔριδας φιλότητος ἕκητι.
Θεόγνης, Ελεγείες
ἔργ’ ἀτέλεστα τέλει
πατρὸς νοσφισθεῖσα δόμων ξανθὴ Ἀ
αλάντη·
ὤιχετο δ’ ὑψηλὰς εἰς κορυφὰς ὀρέων
φεύγουσ’ ἱμερόεντα γάμον, χρυσῆς Ἀφροδίτης
δῶρα· τέλος δ’ ἔγνω καὶ μάλ’ ἀναινομένη.
Πλούταρχος, Ηθικά, Περί των παρ’ Αλεξανδρεύσι παροιμιών, 44, 2
παρῆκται δὲ ἀπὸ τῶν
πεμφθέντων παρ’ Ἱππομένους ἐπὶ Ἀταλάντην μήλων. προύκειτο μὲν γὰρ τῷ νικῶντι
δρόμῳ τὴν Ἀταλάντην ἔπαθλον ὁ ταύτης γάμος. Ὁ γοῦν Ἱππομένης εἰς ἅμιλλαν
καταστὰς χρυσᾶ μῆλα πρότερον παρὰ τῆς Ἀφροδίτης λαβὼν καὶ ταῦτα ῥίπτων αὐτῆς
περιγέγονεν ἀσχολουμένης περὶ τὴν τῶν μήλων συλλογήν.
Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, 4, 34, 3.5
πρώτου δὲ Μελεάγρου
τὸ θηρίον ἀκοντίσαντος, ὁμολογούμενον αὐτῷ τὸ
πρωτεῖον συνεχωρήθη· τοῦτο δ’ ἦν ἡ δορὰ τοῦ
ζῴου. μετεχούσης δὲ τῆς κυνηγίας Ἀταλάντης τῆς
Σχοινέως, ἐρασθεὶς αὐτῆς ὁ Μελέαγρος παρεχώρησε
τῆς δορᾶς καὶ τοῦ κατὰ τὴν ἀριστείαν ἐπαίνου.
ἐπὶ δὲ τοῖς πραχθεῖσιν οἱ Θεστίου παῖδες συγκυνη-
γοῦντες ἠγανάκτησαν, ὅτι ξένην γυναῖκα προετίμη-
σεν αὐτῶν, παραπέμψας τὴν οἰκειότητα. διόπερ
ἀκυροῦντες τοῦ Μελεάγρου τὴν δωρεὰν ἐνήδρευσαν
Ἀταλάντῃ, καὶ κατὰ τὴν εἰς Ἀρκαδίαν ἐπάνοδον
ἐπιθέμενοι τὴν δορὰν ἀφείλοντο. Μελέαγρος δὲ
διά τε τὸν πρὸς τὴν Ἀταλάντην ἔρωτα καὶ διὰ τὴν
ἀτιμίαν παροξυνθείς, ἐβοήθησε τῇ Ἀταλάντῃ. καὶ
τὸ μὲν πρῶτον παρεκάλει τοὺς ἡρπακότας ἀποδοῦναι
τῇ γυναικὶ τὸ δοθὲν ἀριστεῖον·
Διογενιανός, Περί παροιμιών
Βάλλειν μήλοις: ἐπὶ τῶν τυχεῖν ὧν ἐρῶσι βου-
λομένων. Παρήχθη δὲ ἀπὸ τῶν πεμφθέντων ἐπ’ Ἀτα-
λάντην μήλων. Προὔκειτο γὰρ τῷ νικῶντι δρόμῳ τὴν
Ἀταλάντην ἔπαθλον ὁ ταύτης γάμος. Ὁ γοῦν Ἱππομένης
εἰς ἅμιλλαν καταστὰς, βουλόμενος αὐτὴν νικῆσαι, χρυσᾶ
μῆλα ἔῤῥιψεν· καὶ περὶ τὴν τούτων συλλογὴν ἐκείνης
ἀσχολουμένης, οὗτος ταύτην ὑπερέβαλε.
Ζηνόβιος, Επιτομή
Πρώτη
μὲν οὖν Ἀταλάντη τὸν κάπρον εἰς τὰ νῶτα ἐτόξευσε·
Μελέαγρος δὲ κατὰ τοῦ κενεῶνος πλήξας ἀπέκτεινε, καὶ
λαβὼν τὸ δέρας Ἀταλάντῃ χαριζόμενος ἔδωκε.
Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 3, 109, 2
Ἡσίοδος δὲ καί τινες ἕτεροι
τὴν Ἀταλάντην οὐκ Ἰάσου ἀλλὰ Σχοινέως εἶπον, Εὐρι-
πίδης δὲ Μαινάλου, καὶ τὸν γήμαντα αὐτὴν οὐ Μελα-
νίωνα ἀλλὰ Ἱππομένην.
Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη 1, 68, 4
οἱ δὲ συνελθόντες ἐπὶ τὴν τοῦ κάπρου
θήραν ἦσαν οἵδε· Μελέαγρος Οἰνέως, Δρύας Ἄρεος,
ἐκ Καλυδῶνος οὗτοι, Ἴδας καὶ Λυγκεὺς Ἀφαρέως ἐκ
Μεσσήνης, Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης Διὸς καὶ Λήδας
ἐκ Λακεδαίμονος, Θησεὺς Αἰγέως ἐξ Ἀθηνῶν, Ἄδμητος
Φέρητος ἐκ Φερῶν, Ἀγκαῖος καὶ Κηφεὺς Λυκούργου ἐξ
Ἀρκαδίας, Ἰάσων Αἴσονος ἐξ Ἰωλκοῦ, Ἰφικλῆς Ἀμφι-
τρύωνος ἐκ Θηβῶν, Πειρίθους Ἰξίονος ἐκ Λαρίσης,
Πηλεὺς Αἰακοῦ ἐκ Φθίας, Τελαμὼν Αἰακοῦ ἐκ Σαλα-
μῖνος, Εὐρυτίων Ἄκτορος ἐκ Φθίας, Ἀταλάντη Σχοι-
νέως ἐξ Ἀρκαδίας, Ἀμφιάραος Ὀικλέους ἐξ Ἄργους·
μετὰ τούτων καὶ οἱ Θεστίου παῖδες.
Παλαίφατος, Περί Απίστων, 13, 1
Περὶ Ἀταλάντης καὶ Μειλανίωνος.
Λέγεται περὶ Ἀταλάντης καὶ Μειλανίωνος ὡς
ὁ μὲν ἐγένετο λέων, ἡ δὲ λέαινα. ἦν δὲ τὸ ἀληθὲς
τοιοῦτον. Ἀταλάντη καὶ Μειλανίων ἐκυνηγέτουν.
ἀναπείθει δὲ τὴν κόρην ὁ Μειλανίων μιγῆναι αὐτῷ.
εἰσέρχονται δὲ εἴς τι σπήλαιον μιχθησόμενοι. ἦν δὲ
ἐν τῷ ἄντρῳ εὐνὴ λέοντος καὶ λεαίνης, οἳ δή, ἀκού-
σαντες φωνῆς, ἐξελθόντες ἐμπίπτουσι τοῖς περὶ Ἀτα-
λάντην καὶ ἀναιροῦσιν αὐτούς. μετὰ δὲ χρόνον τοῦ
λέοντος καὶ τῆς λεαίνης ἐξελθόντων, ἰδόντες τούτους
οἱ συγκυνηγετοῦντες τῷ Μειλανίωνι, ἔδοξαν αὐτοὺς
εἰς ταῦτα τὰ ζῷα μεταβληθῆναι. εἰσβάλλοντες
οὖν εἰς τὴν πόλιν διεφήμιζον ὡς οἱ περὶ Ἀταλάντην
καὶ Μειλανίωνα εἰς λέοντας μετεβλήθησαν.
Λιβάνιος, Προγυμνάμσατα, 2, 32
Περὶ Ἀταλάντης.
Πολλοὶ μὲν ἔκειντο μνηστῆρες ὑπὸ Ἀταλάντης
ἡττηθέντες ποδωκείᾳ τῆς κόρης, ἔδει γὰρ ἡττώμενον
μὲν ἀποθανεῖν, νικῶντα δὲ γαμεῖν, Ἱππομένης δὲ ταύ-
της ἐπιθυμῶν, δεδιὼς δὲ τὸν κίνδυνον δεῖται τῆς
Ἀφροδίτης συμπρᾶξαι. ἡ δὲ ἔδωκε τὰ χρυσᾶ μῆλα καὶ
εἶπεν ὃ χρὴ ποιεῖν ἐν τῷ δρόμῳ.
ὡς οὖν ἔθεον,
ὁπότε πλησίον ἡ κόρη γένοιτο, μῆλον ἠφίει, ἡ δὲ
ἐθαύμαζέ τε καὶ ὑπολειπομένη τὸ μῆλον ἀνῃρεῖτο, ἐγ-
γιζούσης δὲ πάλιν τὸ αὐτὸ ἐδρᾶτο. καὶ διὰ τοιοῦδε
σοφίσματος Ἀταλάντη μὲν εἶχε τὰ μῆλα, Ἱππομένης
δὲ Ἀταλάντην.
Ἄλλως.
Ἀταλάντην τὴν Σχοινέως ἔχειν μὲν ἐπόθουν πολ-
λοί, Ἱππομένης δὲ παρ’ ἑτέρους ἀπείληφε. μνωμένων
γὰρ τὴν κόρην πολλῶν ἆθλον ἑαυτὴν ἡ παῖς προὐ-
τίθει τοῖς νικῶσιν εἰς δρόμον. καὶ πάντων ἀπολειπο-
μένων τὸ τάχος Ἀφροδίτην Ἱππομένης εὕρατο σύμ-
μαχον καὶ μῆλα χρυσᾶ παρ’ ἐκείνης λαβὼν ἠφίει παρὰ
τὸ στάδιον. καὶ ἡ μὲν τὰ μῆλα συνέλεγεν, ὁ δὲ παρῄει
συλλέγουσαν καὶ τέχνῃ μᾶλλον ἢ ῥώμῃ τὸν Ἀταλάντης
γάμον ἐκτήσατο.
Φώτιος, Λεξικόν
Ἀταλάντη· τριήρης τις ἦν ὀνομασθεῖσα ἀπὸ Ἀταλάντης,
ἥτις ἦν ὀξυτάτη δραμεῖν.
Μέγα Ετυμολογικόν
Ποδορρώρη: Ἐπώνυμον Ἀταλάντης· παρὰ τὸ
ποὺς καὶ τὸ ὀρούειν· οἷον, ἡ τοῖς ποσὶν ὁρμῶσα.
Καλλίμαχος, Ύμνος στην Άρτεμη, 215
Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, 8, 316 και 10, 560
Οβίδιος, Ars Amatoria, 2, 185
Υγίνος, Fabulae, 70, 99
Πηγή
conspiracyfeeds.blogspot.gr