Aρθρο του Μιχαλολιάκου το 1977 από τις φυλακές -«Πρωτοχρονιά και από την πίτα του Γεωργίου Παπαδόπουλου είναι το δικό μου κομμάτι που κερδίζει την χρυσή λίρα»

«Οι Εθνικιστές δεν λυγίζουν και δεν λυγίσανε ποτέ!», ήταν ο τίτλος του άρθρου του Νίκου Μιχαλολιάκου το 1977 από τις…

φυλακές Κορυδαλλού όπου είχε συλληφθεί και καταδικαστεί για την επίθεση κατά δημοσιογράφων που κάλυπταν την κηδεία του εκτελεσθέντα από τη 17 Νοέμβρη, βασανιστή της χούντας Ευάγγελου Μάλλιου.
«…Πρωτοχρονιά στη φυλακή και από την πίτα του Γεωργίου Παπαδόπουλου είναι το δικό μου κομμάτι που κερδίζει την χρυσή λίρα. Ήταν η πρώτη φορά που είδα αυτούς τους ανθρώπους, που τα στήθη τους κοσμούσαν και κοσμούν δεκάδες παράσημα ανδρείας κερδισμένα στα πεδία των μαχών, να βρίσκονται στα κελιά της “δημοκρατίας’. Λίγο καιρό μετά εγώ έφυγα, αυτοί έμειναν και δύο από αυτούς παραμένουν ακόμη. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος πέθανε σε ένα θλιβερό θάλαμο του Λαϊκού Νοσοκομείου, χωρίς να του παραχωρηθεί ένα ιδιαίτερο δωμάτιο, όπως είχαν ζητήσει οι δικοί του…», έγραφε σχετικά.
Ιδού πως περιγράφει την «περιπέτειά» του:
«1977 – Μια Πρωτοχρονιά στην πρώτη πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού
Πρωτοχρονιά, μια ημέρα ξεχωριστή, ημέρα απολογισμού, προσμονής, οικογενειακής θαλπωρής, γεμάτη αναμνήσεις και προσδοκίες, μα και με πολλή χρυσόσκονη υποκρισίας. Εκατοντάδες τα πολύχρωμα περιοδικά, ογκώδη, σχεδόν τόμοι, τα λεγόμενα εορταστικά, με όλη την φλυαρία και την ρηχότητα του καταναλωτικού μας ψευδοπολιτισμού μέσα στις σελίδες τους. Χαβιάρι, γαλλικές σαμπάνιες, προτάσεις πολλών “ντεσιμπέλ’, πανάκριβες, όλα αυτά είναι το όνειρο του νεοέλληνα για την Πρωτοχρονιά, που σαν άλλος καλικάτζαρος θα ασελγήσει και αυτός χωρίς καμμία αιδώ απέναντι στην έστω και συμβολικά αυτή σημαντική στιγμή.
Καρκίνος της ψυχής η απληστία. Να θέλουν τα πάντα και αυτό το πάντα να μην είναι τίποτε άλλο παρά άχρηστα χαρτιά, που έχουν εκδοθεί με τις ευλογίες των Βρυξελλών. Και κοντά στην απληστία η ματαιοδοξία. Σπουδαιοφανείς καραγκιόζηδες, που νομίζουν πως έγιναν κάτι σημαντικό επειδή το όνομά τους θα φιγουράρει σε κοσμικές στήλες κάποιου γελοίου δημοσιογράφου, που μόνη του αποστολή έχει να περιγράφει τις ώρες της πολυδάπανης ανίας των επωνύμων της Ελλάδος του 2002 και σίγουρα ανωνύμων της Ελληνικής ιστορίας του πάντοτε.
Εγώ επιλέγω αυτή την Πρωτοχρονιά να αφήσω τον νου μου να ταξιδέψει, να ταξιδέψει στο μέτωπο της Μακεδονίας και της Ηπείρου την 1η Ιανουαρίου του 1913, όταν παλληκάρια, φορώντας το Τιμημένο Χακί μεγάλωναν την Ελλάδα, χύνοντας το αίμα τους και ονειρευόντουσαν μια ακόμα μεγαλύτερη Ελλάδα, μια ακόμα μεγαλύτερη Πατρίδα, μια Αυτοκρατορία Ελληνική σε Ευρώπη και Ασία! Ύστερα ο νους μου πηγαίνει στην 1η Ιανουαρίου του 1922 με τους ίδιους αυτούς Στρατιώτες, αποκαμωμένους από την ηρωική προέλαση μέσα στην καρδιά της Μικράς Ασίας, να βρίσκονται σε μια περίεργη προσμονή, μη γνωρίζοντας το αύριο τι θα φέρει. Ο διχασμός να έχει απλώσει τα φτερά του και οι μπολσεβίκοι της Μόσχας να δίνουν αμέτρητα όπλα και χρυσά ρούβλια στον σφαγέα Κεμάλ, ενώ από την άλλη πλευρά οι δήθεν σύμμαχοί μας, να μας έχουν εγκαταλείψει.
Χρόνια έξι αργότερα στα 1928 η Ελλάς μετρά τις πληγές της. Αθήνα και Θεσσαλονίκη γεμάτη παράγκες, παράγκες προσφυγικές με εκατομμύρια Έλληνες ξεριζωμένους από τις πατρογονικές τους εστίες και στην Πρέβεζα ο Καρυωτάκης να περιδιαβαίνει τα μελαγχολικά δρομάκια της μικρής πόλεως και να είναι ολόκληρος μια ενσάρκωση του νικημένου ονείρου. Ενός ονείρου, που αφήνει την τελευταία του πνοή, βέβαιο ότι κανείς δεν υπάρχει πλέον σε αυτή τη χώρα ικανός να πεθάνει τουλάχιστον από αηδία.
Δεκαετία του ’60 και σε μια παγωμένη Αθήνα, που ακόμη ζει ΕΛΛΗΝΙΚΑ, οι Έλληνες φτωχοί και στερημένοι, μα υπερήφανοι και γεμάτοι αισιοδοξία περνούν παραδοσιακά τις γιορτές τους. Αναμνήσεις νοσταλγικές από μια Ελλάδα που πια δεν υπάρχει, από μια Ελλάδα που ξεπούλησαν στο παζάρι του κέρδους οι εργολάβοι και οι πονηροί. Μα περισσότερο από όλους την Πρωτοχρονιά σκέπτομαι αυτούς που υποφέρουν για τις Ιδέες τους. Αυτούς που τους έτυχε η ξεχωριστή μοίρα να περάσουν την 1η του έτους στο κελί μιας φυλακής, είτε τρώγοντας το πικρό ψωμί της εξορίας, στερούμενοι την ζεστασιά της πατρικής τους οικίας για τις ΙΔΕΕΣ τους. Όποιοι και αν είναι αυτοί, όποιες και αν είναι οι Ιδέες τους. Σε αυτό το μήκος κύματος συντονισμένος θα καταθέσω και εγώ τις προσωπικές μου αναμνήσεις από μια ξεχωριστή Πρωτοχρονιά.
Δεκέμβριος του 1976 και οι σφαίρες «αγνώστων» στέλνουν στον θάνατο τον καταδιωκόμενο από το καθεστώς της μεταπολιτεύσεως αστυνόμο Μάλλιο. Στις 16 Δεκεμβρίου γίνεται η κηδεία του στο Α” Νεκροταφείο Αθηνών. Χιλιάδες ο κόσμος και κοντά σε αυτούς και ανάμεσα σε αυτούς οι ρουφιάνοι, καταδότες του καθεστώτος, που θέλουν να αστυνομεύσουν ακόμα και την κηδεία του εχθρού τους. Γίνονται επεισόδια, ο κόσμος γεμάτος οργή απομακρύνει τους πράκτορες του καθεστώτος. Ακολουθεί πορεία στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου. Εκεί μαθαίνω ότι κάποιος δημοσιογράφος με έχει υποδείξει σαν έναν από τους υπευθύνους των επεισοδίων. Στις 23 Δεκεμβρίου του 1976 με συλλαμβάνουν και περνώ τα Χριστούγεννα στα υπόγεια της Γενικής Ασφαλείας που ευρίσκοντο τότε στην οδό Μεσογείων.
Ακολουθεί μετά από λίγες μέρες η μεταγωγή μου στην Α” Πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού, εκεί όπου κρατούνται οι Αξιωματικοί της 21ης Απριλίου. Πρωτοχρονιά στη φυλακή και από την πίτα του Γεωργίου Παπαδόπουλου είναι το δικό μου κομμάτι που κερδίζει την χρυσή λίρα. Ήταν η πρώτη φορά που είδα αυτούς τους ανθρώπους, που τα στήθη τους κοσμούσαν και κοσμούν δεκάδες παράσημα ανδρείας κερδισμένα στα πεδία των μαχών, να βρίσκονται στα κελιά της «δημοκρατίας». Λίγο καιρό μετά εγώ έφυγα, αυτοί έμειναν και δύο από αυτούς παραμένουν ακόμη.
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος πέθανε σε ένα θλιβερό θάλαμο του Λαϊκού Νοσοκομείου, χωρίς να του παραχωρηθεί ένα ιδιαίτερο δωμάτιο, όπως είχαν ζητήσει οι δικοί του.
Αυτή είναι η “δημοκρατία” μας, που κάποιοι την θέλουν και μεγαλόψυχη… Αυτή ήταν και αυτή είναι. Μια σκληρή ολιγαρχία, που καταδιώκει τους εχθρούς της μέχρι τον θάνατο.
Ν. Γ. Μιχαλολιάκος»

arouraios.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *