xOrisOria News

Η φιλοσοφική σκέψη του Albert Camus

Γράφει ο Νίκος Λυγερός
Κάθε απλοϊκή προσέγγιση της απλότητας του έργου του Albert Camus καταρρέει εξ ορισμού, διότι δεν μπορεί ν’ αγγίξει το πρόγραμμά του, δηλαδή …

τη μελέτη του παράλογου. Ο Albert Camus δεν έγραψε μόνο λογοτεχνία.
Δίχως τη φιλοσοφία του, η λογοτεχνία του θα ήταν παράλογη. Ενώ η αξία της προέρχεται από τη φιλοσοφία του παράλογου. Όταν έγραψε το Μύθο του Σισύφου, ο Albert Camus δεν ήξερε μόνο τι έκανε, ήξερε και για ποιο λόγο το έκανε. Για να δομήσει το σύστημά του, χρησιμοποίησε μία πολυπλευρική προσέγγιση. Έτσι το θεατρικό του, Η Παρεξήγηση αποτελεί το πρώτο στίγμα του συστήματός του. Δημιούργησε ένα τεχνητό πλαίσιο για να αναδείξει το γνωστικό πυρήνα, πράγμα το οποίο δύσκολα θα μπορούσε να πετύχει μέσα σ’ ένα ιστορικό πλαίσιο. Η Παρεξήγηση είναι ένα έργο καθαρό από κάθε άποψη, με την έννοια ότι δημιουργήθηκε για ένα και μόνο σκοπό. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν προετοιμάζει το έδαφος για το θεατρικό ανωτέρας τάξεως, Ο Καλιγούλας. Το τεχνητό προετοιμάζει την τεχνική, η οποία αποτελεί το υπόβαθρο της τέχνης. Η Παρεξήγηση δεν είναι φυσιολογική, δεν είναι όμως ούτε παράλογη. Εξετάζει κάθε λεπτομέρεια της διαδικασίας του παράλογου και αναλύει τα νοητικά σχήματα της αναγκαιότητας και της τυχαιότητας. Ενοχλεί τα κοινωνικά δεδομένα, διότι θέλει μόνο και μόνο ν’ αγγίξει το ανθρώπινο στοιχείο. Η δομή της Παρεξήγησης είναι απλή, όσο απλή είναι η δομή της ηθικής του Spinoza μέσω των φιλοσοφικών του θεωρημάτων. Αν και το πλαίσιο είναι τεχνητό, δεν ισχύει το ίδιο για το περιεχόμενο, όπως μπορούμε να το αντιληφθούμε μέσω του διηγήματος Η εξορία και το βασίλειο, όπου ο Albert Camus ενσωματώνει στοιχεία της ιστορίας της Αλγερίας. Στο κάτω-κάτω της γραφής, όλο το θέατρο είναι τεχνητό διότι είναι ο μοναδικός τρόπος για ν’ αναδείξει το αληθινό. Η Παρεξήγηση είναι μία εισαγωγή. Δεν αποτελεί το κύριο έργο. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλιγούλα, αν και το ιστορικό του υπόβαθρο μάς αναγκάζει να το εξετάσουμε και να το μελετήσουμε και από μία άλλη οπτική γωνία. Η σύνθεση του έργου γίνεται μέσω του Μύθου του Σισύφου. Βέβαια, αυτό το έργο έχει ένα πολλαπλό υπόβαθρο που αποτελείται μεταξύ άλλων από τα έργα του Molière, του Достоевский και του Kafka. Με αυτόν τον τρόπο, ο Albert Camus αγκυροβολεί το έργο του στη θάλασσα της ανθρωπότητάς τους. Κατάφερε ν’ αποδείξει στην κοινωνία ότι ανήκε μόνο και μόνο στην ανθρωπότητα. Ενσωμάτωσε την ερμηνεία του κόσμου και εξήγησε την ελευθερία του παράλογου. Ακόμα και αν είναι τολμηρή η αναλογία, ειδικά για τους κανονικούς φιλολόγους και κανονικούς μαθηματικούς, πρέπει να την κάνουμε διότι είναι το πρέπον. Η Παρεξήγηση έχει το ίδιο τεχνητό στοιχείο που έχει και το θεώρημα της μη πληρότητας του Kurt Gödel. Αλλά έχει επίσης και την ίδια αποτελεσματικότητα. Και τα δύο δίνουν μεγαλύτερη ελευθερία στον άνθρωπο που μπορεί να γράψει το πεπρωμένο του, γνωρίζοντας την αξία του παράδοξου που εξηγεί την παρεξήγηση.

Το να επιχειρήσει κανείς να υπερασπιστεί την ιδιότητα του φιλοσόφου του Albert Camus, σημαίνει ότι αποδέχεται πως υπάρχει μια κριτική στην οποία πρέπει να απαντήσει. Σε στρατηγικό επίπεδο, αυτό είναι ήδη ένα λάθος, δίχως να είναι απαραιτήτως μία λάθος κρίση. Να επιθυμεί κανείς να βάλει όλη την σκέψη τού Camus στο αυστηρό πλαίσιο του φιλοσόφου, δεν είναι μόνον απώλεια χρόνου μα και ανούσιο. Εν τέλει το να θεωρήσουμε ότι το συνονθύλευμα στη φιλοσοφία μπορεί να δώσει την ιδιότητα του φιλοσόφου, είναι μια πνευματική παράνοια. Το συνονθύλευμα δεν τεκμηριώνει παρά μόνον αυτό που είναι, δηλαδή, απολύτως τίποτε στο επίπεδο της έρευνας και μια αναγκαιότητα για να διδάξουμε στη δευτεροβάθμια, που αντιστοιχεί, στην περίπτωση της «φιλοσοφικής» ύλης, σε μια διδασκαλία στην τρίτη λυκείου. Αυτό είναι το άκρον άωτον του χιούμορ, καθώς για να μην κατηγορηθείς ότι είσαι ένας φιλόσοφος της τρίτης λυκείου, πρέπει ν’ αποδείξεις ότι μπορείς να διδάξεις τη φιλοσοφία σ’ αυτή την ίδια τάξη! Γιατί να μην χρησιμοποιούμε την αναλογία του ορισμού των μαθηματικών του Jean Dieudonne’, δηλαδή, όπως ένας μαθηματικός είναι κάποιος που έχει διδακτορικό στις επιστήμες, ειδικότητα μαθηματικά, και μια δημοσίευση μετά το τελευταίο. Σ’ αυτή την περίπτωση πόσοι επαγγελματίες φιλόσοφοι θα ήταν διαπιστευμένοι ως φιλόσοφοι; Δεν χρήζει απαντήσεως η ερώτηση τούτη, δεδομένου ότι δεν υπάρχει παρά μόνον για να καταδείξει τον παραλογισμό του προηγούμενου κριτηρίου. Στην πραγματικότητα, το αληθινό πρόβλημα είναι ακόμη πιο απλό και δύναται να εκφραστεί με μία άλλη ερώτηση επίσης τελείως παράλογη. Ο Σωκράτης ήταν φιλόσοφος; Γι’ αυτόν τον λόγο, η αναλογία δεν στερείται ενδιαφέροντος, διότι είναι βέβαιο ότι αυτός ο τελευταίος δεν ήταν βεβαίως διαπιστευμένος ως τέτοιος από το σύνολο των επαγγελματιών ρητόρων. Πρέπει να προτιμούμε τον Πρωταγόρα από τον Σωκράτη, όπως στην υποτιθέμενη περίπτωση με τον Jean-Paul Sartre και τον Albert Camus, όσο αφορά στην τεχνική φύση του φιλοσοφικού περιεχομένου, ή ακόμη τον Karl Marx από τον Joseph Proudhon. Εάν υπάρχει μια οντότητα που μπορεί να κρίνει και να ξεχωρίζει, δεν είναι βεβαίως οι κοινωνίες, που δεν είναι παρά μόνον φαινόμενα που παρέρχονται από τη φύση τους, μα η ανθρωπότητα η ίδια, που είναι διαχρονική από τη φύση της. Ο Μύθος του Σισύφου του Albert Camus δεν είναι φιλοσοφία της επανάστασης, μα μία φιλοσοφική επανάσταση. Δεν μονοπώλησε την φιλοσοφική τεχνική για να δημιουργήσει ένα έργο που θεωρείται οικουμενικό, μα με αφετηρία τη φιλοσοφία την ίδια εξέφρασε ένα ρεύμα σκέψης που δεν είναι μόνον επανάσταση κατά του παραλόγου, μα και μία αληθινή ανθρώπινη επανάσταση κατά των κοινωνιών της τύχης, δίχως ανάγκη, στην αναζήτηση της ευτυχίας εις βάρος της ελευθερίας. Αυτή είναι η συμβολή του Albert Camus.

http://tro-ma-ktiko.blogspot.gr

Use Facebook to Comment on this Post