Σφοδρά «πυρά» κατά της απόφασης του Eurogroup της 15ης Μαρτίου εξαπολύει η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.
Χαρακτηρίζει την απόφαση για «κούρεμα» των καταθέσεων «δραματικά άδικη» και
παράλογη, και σημειώνει ότι όχι μόνο υπονομεύει την αγορά τραπεζικών καταθέσεων και την αξιοπιστία των Κυβερνήσεων στη Ζώνη του Ευρώ, αλλά είναι βέβαιο ότι στην καλύτερη περίπτωση θα οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση του κόστους του χρήματος στο σύνολο των χωρών της Ευρωζώνης, ακόμη και στη Γερμανία.
Όσον αφορά στον ισχυρισμό ότι στο τραπεζικό σύστημα στην Κύπρου σημειώνονται ευρέως παράνομες δραστηριότητες, «το ίδιο μπορεί να λεχθεί (αναπόδεικτα, ασφαλώς) και για οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση» αναφέρει η Alpha. Εκτιμά δε, ότι υπάρχει κίνδυνος πιο εκτεταμένης κατάρρευσης της κυπριακής οικονομίας σε σχέση με την κατάρρευση της ελληνικής.
Σε άλλο σημείο, η Alpha Bank αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η απόφαση του Eurogroup της 15ης Μαρτίου 2013 ανοίγει νέους δρόμους στην αποταμιευτική συμπεριφορά. Μας γυρίζει πίσω στα χρόνια του πολέμου όπου, λόγω του υπερπληθωρισμού, η αποταμίευση για επιβίωση γινόταν σε λάδι, στάρι και σταφίδες»…
Μερικά σημεία της έκθεσης της Alpha Bank:
«Η απόφαση του Eurogroup της 15ης Μαρτίου 2013 για την υπαγωγή της Κύπρου στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), που παρέχει χρηματοδοτική ενίσχυση ύψους €10,0 δις από το EMS και από το ΔΝΤ και προβλέπει συμπληρωματική χρηματοδότηση μέσω μιας έκτακτης εισφοράς ύψους € 5,8 δισ. επί των καταθέσεων στις Κυπριακές τράπεζες, είναι αντίθετη με κάθε έννοια οικονομικής και πολιτικής λογικής.
Είναι επίσης, δραματικά άδικη για την Κύπρο, η οποία αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω των παρενεργειών της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης, αλλά κυρίως λόγω των ζημιών από το ελληνικό PSI Plus που το ίδιο το Eurogroup επέβαλε κατά κύριο λόγο στις ελληνικές και τις κυπριακές τράπεζες και της κατακρήμνισης της ελληνικής οικονομίας, στην οποία οι κυπριακές τράπεζες είχαν επεκταθεί, στην μεγαλύτερη ύφεση όλων των εποχών.
Η απόφαση είναι αντίθετη με την οικονομική λογική διότι υπονομεύει την αγορά τραπεζικών καταθέσεων και την αξιοπιστία των Κυβερνήσεων στη Ζώνη του Ευρώ και είναι βέβαιο ότι στην καλύτερη περίπτωση θα οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση του κόστους του χρήματος στο σύνολο των χωρών της ΖτΕ, ακόμη και στη Γερμανία. Στη χειρότερη περίπτωση θα αποτελέσει τον καταλύτη που θα καταστήσει δύσκολη την αντιμετώπιση μιας νέας χρηματοοικονομικής κρίσης, όπου αυτή και αν συμβεί. Οι διάφοροι εξορκισμοί ότι αυτό που έγινε στην Κύπρο δεν θα ξαναγίνει ποτέ (μα ποτέ!!) σε άλλη χώρα της Ευρώπης κρίνονται από την ανύπαρκτη πια αξιοπιστία αυτών που τους διατυπώνουν. Σημειώνεται ότι η υπονόμευση της αγοράς τραπεζικών καταθέσεων ακολουθεί την επίσης εκ βάθρων υπονόμευση της αγοράς κρατικών ομολόγων στη Ζώνη του Ευρώ με την επιβολή του ελληνικού PSI plus, το οποίο σήμερα οι ίδιοι που το επέβαλαν προσπαθούν να το εξορκίσουν επιβεβαιώνοντας ότι συνέβη μόνο μια φορά και ότι δεν θα το ξανακάνουν ποτέ (όπως και δεν το κάνουν στην περίπτωση της Κύπρου, διατηρώντας ακέραια την αξιοπιστία τους!!!).
Η απόφαση είναι αντίθετη, επίσης, με κάθε έννοια πολιτικής λογικής. Είναι εμφανές από τις δηλώσεις των ηγετών της Γερμανίας και του ΔΝΤ ότι βασική επιδίωξή τους είναι να πλήξουν καίρια την Κύπρο ως σημαντικό χρηματοοικονομικό και επιχειρηματικό κέντρο και τους καταθέτες που επέλεξαν να τοποθετήσουν τις αποταμιεύσεις τους σε μια μικρή χώρα του νότου και όχι στους δικούς τους τραπεζικούς κολοσσούς. Το δήλωσε αυτό σαφώς ο γερμανός υπουργός οικονομικών: «Όποιος επενδύει σε χώρες όπου πληρώνει λιγότερους φόρους αναλαμβάνει και τους κινδύνους», τόνισε. Ο κίνδυνος εδώ επήλθε με την υποχρέωση της Κύπρου από το Eurogroup και από το ΔΝΤ να επιβάλει φόρο 15,5% στις καταθέσεις άνω των €100 χιλ.
Κεφαλαιοποιώντας δε αυτές τις απειλές ο αρθογράφος του Reuters το λέει καθαρά: «Η Κύπρος πρέπει να αποδεχθεί ένα μέλλον χωρίς τους Ρώσους». Δηλαδή, θέλετε δάνειο; Διώξτε τους Ρώσους (αφού πρώτα τους κατασχέσετε το 15,5% των καταθέσεών τους). Η πολιτική αυτή είναι προφανώς πεπλανημένη διότι οδηγεί αναπόφευκτα στην υπέρμετρη αύξηση (και όχι στην επιδιωκόμενη μείωση) της πολιτικής και οικονομικής επιρροής των Ρώσων στην Κύπρο.
Τέλος, η απόφαση του Eurogroup, που απαιτεί η Κυβέρνηση της Κύπρου να επιβάλλει φόρο κατοχής επί των καταθέσεων στους πελάτες των τραπεζών της χώρας, υπό την απειλή της άτακτης χρεοκοπίας που θα έφερνε η μη παροχή της βοήθειας των € 10 δις και της διακοπής της χρηματοδότησης των τραπεζών της Κύπρου από την ΕΚΤ είναι δραματικά άδικη για την Κύπρο, καθώς συνεπάγεται ουσιαστικά την πλήρη οικονομική καταστροφή της μικρής αυτής χώρας. Οι προτάσεις που διατυπώνονται ευθέως για άμεση και βίαιη μείωση της συμβολής του χρηματοοικονομικού τομέα της Κύπρου στο ΑΕΠ στα επίπεδα του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι σαφώς καταστροφικές για την Κύπρο, διότι ο χρηματοοικονομικός τομέας της Κύπρου συνδέεται άμεσα με τον τομέα παροχής επιχειρηματικών υπηρεσιών και μαζί αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της οικονομίας της Κύπρου. Τέτοιου είδους προτάσεις ουδέποτε διατυπώθηκαν για το «άκρως ανταγωνιστικό» και «μη υπερτροφικό» τραπεζικό σύστημα άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, που έχει περιπέσει σε τέλμα, μετά τις μαζικές επενδύσεις σε τοξικά ομόλογα και τις τεράστιες ζημιές που κατέγραψε το 2008-2009. Ένα σύστημα που δεν χρηματοδοτεί πλέον την πραγματική οικονομία στην Ευρωζώνη (ρυθμός πιστωτικής επέκτασης: -0,9%), παρά την τεράστια ρευστότητα που διοχετεύει σε αυτό η ΕΚΤ.
Η Κύπρος έχει αναδειχθεί με την αξία της σε σημαντικό χρηματοοικονομικό κέντρο στη ΝΑ Μεσόγειο εκμεταλλευόμενη την στρατηγική της θέση και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των κατοίκων της. Ως τέτοιο κέντρο έγινε αποδεκτή και η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση αρχικά και στη Ζώνη του Ευρώ σχετικά πρόσφατα. Η ένταξη πραγματοποιήθηκε μετά από εξονυχιστικό έλεγχο του τρόπου λειτουργίας του χρηματοοικονομικού συστήματος της Κύπρου και μετά από υποχρέωση της Κύπρου να προχωρήσει σε πλήρη προσαρμογή αυτού του συστήματος στο θεσμικό, νομικό και κανονιστικό πλαίσιο της Ζώνης του Ευρώ.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι τράπεζές της είχαν προσελκύσει ένα σημαντικό όγκο καταθέσεων, ύψους € 70 δις περίπου, όχι μόνο από τους εγχώριους κατοίκους της Κύπρου, αλλά και από πολλές άλλες χώρες, όπως η Ρωσία, η Ουκρανία, η Ελλάδα, κ.ά. Το έκαναν αυτό σε άμεσο ανταγωνισμό με τις άλλες τράπεζες της Ζώνης του Ευρώ, λειτουργώντας στο ίδιο νόμισμα και στο ίδιο θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο με αυτές. Η προσέλκυση των καταθέσεων αυτών συνοδευόταν με προσφορά στην Κύπρο μιας μεγάλης σειράς σημαντικών επιχειρηματικών, συμβουλευτικών και άλλων υπηρεσιών από τις οποίες η Κύπρος είχε σημαντικά έσοδα (ύψους 12% του ΑΕΠ), τα οποία υπερβαίνουν ακόμη και τα έσοδα από τον εξωτερικό της τουρισμό. Οι ξένες καταθέσεις συγκεντρώθηκαν με τήρηση των οδηγιών και κανονισμών της ΕΕ και της ΖτΕ και κάτω από την εποπτεία από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, η οποία λειτουργεί ως πλήρες μέλος του Ευρω-συστήματος. Τέλος, οι καταθέσεις έως € 100.000 ήταν εγγυημένες από το Σύστημα Εγγύησης Καταθέσεων της Κύπρου, σε εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας που επιβλήθηκε μετά την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η καίρια υπονόμευση του συστήματος εγγύησης καταθέσεων, με την εισαγωγή φόρων κατοχής επί των καταθέσεων των εγχώριων και ξένων καταθετών – κατόπιν εντολής του Eurogroup, θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε ανάσχεση της βασικής λειτουργίας της οικονομίας της Κύπρου πολύ πιο εκτεταμένη από την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας για την υλοποίηση του PSI Plus(…)».
Πηγή: capital.gr