Παρά την κοινωνική κατακραυγή, οι λεπροί στη Σπιναλόγκα, που …
κυνηγήθηκαν σαν καταραμένοι, βρήκαν το θάρρος να ποζάρουν στον φωτογραφικό φακό.
Οι δύο φωτογραφίες που δημοσιεύει το cretalive.gr είναι από τις πρώτες που απαθανάτισαν ασθενείς στη Σπιναλόγκα. Χρονολογούνται στα τέλη της δεκαετίες του 1910 ή τις αρχές του 1920. Λίγα χρόνια δηλαδή μετά τη λειτουργία του λεπροκομείου.
Οι πρώτοι λεπροί εγκαταστάθηκαν στο νησί στις 13 Οκτωβρίου 1904, όπως είχε γράψει ο αείμνηστος Μανώλης Δετοράκης. Ήταν 251 ασθενείς, 148 άνδρες και 103 γυναίκες. Το λεπροκομείο έκλεισε το 1957 και οι τελευταίοι ασθενείς μεταφέρθηκαν στην Αγία Βαρβάρα Αττικής.
Οι φωτογραφίες όμως δεν είχαν δημοσιευτεί τότε, αλλά αφού πέρασαν αρκετά χρόνια. Τις παρουσίασε στα μέσα της δεκαετίας του 1930 το ιστορικό περιοδικό “Μύσων” που εξέδιδε ο Σητειακός γιατρός και πολιτικός Μιχαήλ Καταπότης.
Η λέπρα στην Κρήτη είναι μια υπόθεση που χάνεται στα βάθη των χρόνων του αρχαίου κόσμου. Δεν αποκλείεται η πρώτη μόλυνση να μεταφέρθηκε στο νησί από τις επαφές των εμπόρων με τους Αιγύπτιους και τους Φοίνικες.
Μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα, όταν και πλέον αποδείχτηκε ότι η ασθένεια ήταν ιάσιμη και δεν θεωρείτο μεταδοτική, αποτελούσε ένα μεγάλο και διαχρονικό πρόβλημα για την Κρήτη.
Οι ξένοι περιηγητές που επισκέπτονταν το νησί από τα τέλη του 17ου αιώνα, μετά δηλαδή την κατάκτηση του από τους Τούρκους, στα 1669, ανέφεραν όλοι την ύπαρξη λεπρών. Σε μερικές περιπτώσεις έκαναν λόγο για μεγάλο πληθυσμό, διάσπαρτο στις πόλεις και σε χωριά, απομονωμένο όμως από τους υπόλοιπους κατοίκους.
Στην πόλη του Χάνδακα ο συνοικισμός των λεπρών, η Μεσκινιά, η σημερινή δηλαδή Χρυσοπηγή, θα πρέπει να διαμορφώθηκε μετά το 1717.
Τότε, γράφει ο Στέφανος Ξανθουδίδης στο έργο του «Χάνδαξ, ιστορικά σημειώματα», που εκδόθηκε το 1927, ο Τούρκος Γενικός Διοικητής του νησιού έδωσε εντολή στον καδή και στον αγά των γενίτσαρων να αναζητήσουν και να συγκεντρώσουν τους λεπρούς της πόλης και να βρουν κατάλληλο χώρο εκτός της πόλης για να τους εγκαταστήσουν.
Ίσως τότε εντοπίστηκε η Μεσκινιά, που βεβαίως ήταν έξω από τον Χάνδακα την εποχή εκείνη. Αυτός ήταν ο συνοικισμός των λεπρών της περιοχής, που ονομάστηκαν έτσι μεσκίνηδες. Αυτός δεν ήταν ο μοναδικός οικισμός των λεπρών στην Κρήτη.
Ανάλογες θέσεις διαμορφώθηκαν στις πόλεις των Χανίων και του Ρεθύμνου, αλλά και στο «Πετροκεφάλι», έξω από την Ιεράπετρα. Παράλληλα μικρότεροι οικισμοί ασθενών υπήρχαν και σε περιοχές της υπαίθρου.
Οι λεπροί, φτωχοί και απόλυτα περιθωριοποιημένοι, σχεδόν καταδιωγμένοι άνθρωποι, αναγκάζονταν να γίνονται επαίτες για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί.
Αυτό προκαλούσε νέα προβλήματα, καθώς το κυνηγητό συνεχιζόταν αφού οι υγιείς Κρήτες πίστευαν ότι και μόνο που θα ανέπνεαν τον ίδιο αέρα με τους ασθενείς συμπατριώτες τους θα αρρώσταιναν κι οι ίδιοι…
Έτσι το 1884, την εποχή ακόμη της Τουρκοκρατίας, η Γενική Συνέλευση των Κρητών αποφάσισε να δώσει λύση στο πρόβλημα εισηγούμενη στον Τούρκο Γενικό Διοικητή Ιωάννη Φωτιάδη πασά, τον πρώτο που χριστιανό που τοποθετήθηκε στη θέση αυτή σε εφαρμογή της Σύμβασης της Χαλέπας, τη δημιουργία ενός οικισμού αποκλειστικά για τους λεπρούς.
Ο πασάς ανέθεσε το χειρισμό του προβλήματος σε τρεις γιατρούς, τον μετέπειτα πρώτο πρωθυπουργό της Κρήτης Ιωάννη Κ. Σφακιανάκη, πληρεξούσιο της συνέλευσης, ήδη, τον Ιωάννη Τσουδερό, γενικό αρχηγό του τμήματος Ρεθύμνης και τον Ι. Βωμ, οι οποίοι του παρουσίασαν εισήγηση για συνολική αντιμετώπιση του προβλήματος.
Ανάμεσα στα άλλα πρότειναν τη δημιουργία οικισμού μόνο για λεπρούς, με τη διαμόρφωση κατάλληλων υποδομών, και παράλληλα λεπροκομείου. Εισηγήθηκαν και άλλα μέτρα ώστε η ζωή των ασθενών να γίνει ανθρώπινη και να μην αντιμετωπίζονται ως κατώτερα πλάσματα.
Ήταν ίσως η πρώτη φορά που τέθηκε θέμα σωστής συμπεριφοράς απέναντι στους ανθρώπους αυτούς, αλλά και οργανωμένης προσέγγισης του προβλήματός τους από την τότε πολιτεία.
Το ενδιαφέρον είναι ότι οι τρεις γιατροί εισηγήθηκαν τη δημιουργία του λεπροκομείου σ’ ένα από τα ερημονήσια που βρίσκονται κοντά στη Σητεία: σε κάποιο από το σύμπλεγμα των Διονυσάδων ή το Κουφονήσι. Η πρόταση έγινε δεκτή από τη Γ.Σ., που ψήφισε και πίστωση 300.000 γροσίων για την αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά ουδέποτε εφαρμόστηκε.
Με την εγκαθίδρυση της Κρητικής Πολιτείας, σε μια από τις πρώτες συνεδριάσεις της πρώτης Κρητικής Βουλής του 1901 ( αυτή που εξελέγη το 1899 ήταν συντακτική) τέθηκε και πάλι το θέμα. Σε συνεδρίαση στα τέλη Μαΐου εκείνης της χρονιάς οι βουλευτές Ιωάννης Μυλωνογιαννάκης και Εμμανουήλ Αγγελάκης έθεσαν το θέμα της διαχείρισης του προβλήματος.
Από τα επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων διαβάζουμε ότι οι δύο πληρεξούσιοι κατέθεσαν κοινή πρόταση στην οποία ανέφεραν: «Προτείνομεν εις την Βουλήν, ίνα μεριμνήση περί απομονώσεως των εν Κρήτη λεπρών και απαλλάξη ούτω τον τόπον της φοβεράς αυτής μάστιγος αφ’ ενός και αφ’ ετέρου δια λόγους φιλανθρωπίας βελτιώση την θέσιν των δυστυχών αυτών, οίτινες διατελούσιν υπό βιωτικάς και υγιεινάς συνθήκας φρικώδεις».
Πράγματι λίγες ημέρες αργότερα το θέμα συζητήθηκε και για πρώτη φορά τέθηκε το θέμα της δημιουργίας λεπροκομείου στη Σπιναλόγκα, την οποία μόλις είχαν εγκαταλείψει οι μουσουλμάνοι κάτοικοί της. Παράλληλα συζητήθηκε η πρόταση για της Διονυσάδες.
Τελικά τον Ιούλιο ψηφίστηκε από τη βουλή ο νόμος «Περί απομονώσεως των εν Κρήτη λεπρών», και το 1903 αυτός που προέβλεπε την εγκατάστασή τους στη Σπιναλόγκα, όπου το λεπροκομείο άρχισε να λειτουργεί το 1904.