«Ἡ Ἑλλάδα πεινάει κι ἐμένα θὰ μοῦ βάλετε τηλέφωνο;» εἶχε πεῖ ὁ Νικόλαος Πλαστῆρας.
Ὁ στρατηγὸς εἶχε ἀπαγορεύσει στοὺς δικοὺς του νὰ χρησιμοποιοῦν τὸ ὄνομα «Πλαστῆρας» ὅπου καὶ ἄν
πήγαιναν, ἐνῶ ὁ ἀδερφὸς του ἦταν ἄνεργος.
Τὸ ἐργοστάσιο «Φίξ» ζητοῦσε νὰ προσλάβη ὁδηγὸ καὶ ὀ ἀδερφὸς του ἔκανε αἴτηση.
Ὅταν τὸν ἐρώτησαν τὸ ἐπίθετό του, δὲν τὸ εἶπε παρὰ μετὰ ἀπὸ ἐπιμονὴ τοῦ ἁρμοδίου. Παραξενεμένος ὁ ὑπάλληλος τὸν ἐρώτησε τί τὸν ἔχει τὸν στρατηγὸ καὶ ὅταν ἔμαθε πὼς ἦταν ἀδερφός του, ἱκανοποίησε τὸ αἴτημα καὶ τὸν προσέλαβε.
Παρ᾽ ὅλο ποὺ τὸν παρεκέλεσε νὰ μήν τὸ μάθη ὁ ἀδερφός του, ὁ στρατηγὸς τὸ ἔμαθε καὶ τοῦ ἀπηγόρευσε νὰ πάῃ σὲ αὐτὴν τὴν δουλειὰ λέγοντας του πὼς «ἐὰν ἔχης ἀνάγκη, κάτσε ἐδῶ νὰ μοιραζόμαστε τὸ φαγητὸ μου».
Ῥαφαηλίδης Ἀλέξιος