γραφει ο αρισταρχος
… κι αν είναι ας φουντάρουμε, νά μά τον ΑΪ Νικόλα, όλο τον χαβαλέ και τους σαράντα κλέφτες μαζί
31 Ιανουαρίου 2014. Πρέπει να πληρώσω 1200 ευρώ για χρέη εφευρεθέντα από το δημόσιο. Κι εγώ έχω στην…
Την τύχη μου, ας με δέσει κάποιος στο μεσαίο το κατάρτι!
Κι εγώ με όλο το τσούρμο πίστευα πως ήμουν απόγονος του Αριστοτέλη, του Λεωνίδα, του Καραϊσκάκη, του… πατέρα μου του ήρωα στο Ρούπελ. Εκτός και είμαι μπάσταρδο, να το θέσω αλλιώς. Φρονώ Ελληνικά. Έτσι πρέπει να δηλώνουν οι λαθρό-κάτοικοι της Ελληνικής πέτρας. “Φρονώ Ελληνικά!”. Γι αυτό κι αυτή η χώρα ποτέ της δεν είχε σύνορα και ο ναζισμός/ρατσισμός/φαρισαϊσμός αρρώστιες ανίκανες να πλήξουν την λεύτερη Ελληνική καρδιά γιατί γεννήθηκε με τέτοια αντισώματα. Και τα επιτεύγματά της τάκλεψαν ή τάδωσε τζάμπα για να αγοράζει με αίμα απ’ τους ίδιους πλιατσικολόγους τους καρπούς σε δεκαπλάσιες τιμές. Άξιος μισθός! Άξιος, Ελληναράδες μου!
Με ρώτησε ένας λύκος από την αγέλη “καλέ και πονετικέ μου κύριε, πότε θα μας στείλετε να φάμε;” Κι εγώ απάντησα “Τέσσερις φορές έστειλα φαγητό κι εσείς φάγατε και τις τσάντες, τώρα με τι να σας ταίσω; Να, ο κύριος υπουργός των Ναυτικών. Καλέ μου κύριε πολιτικέ, τα παιδιά στις σχολές εμπορικού ναυτικού προπονούνται για το Άουσβιτς, θα τα καταφέρουν; Λίγο από κείνο το περίφημο περίσσευμα του προϋπολογισμού να το κάνουμε φαγητό υπάρχει ή τόφαγε κι αυτό η μαρμάγκα;” Ποιος καταλαβαίνει τον πεινασμένο ή η μάθηση θέλει θυσίες πείνας;
Έμεινα μόνος μεσοπέλαγα στην αθλιότητα και το μόνο που κάνω, να ονειρεύομαι. Μια βαρκούλα κι ένα πανάκι, σαν εθνική Μανταλένα, του δίνω λίγο φλόκο και φρστ γλυκά τ’ απόνερα πηδάει στα κυματάκια σαν μπαλαρίνα, και τη σπρώχνει ο Λεβάντες κατά Ζέφυρο μεριά. Εκεί λένε είναι η τελική λύση, η ευκαιρία! Δε μπορεί κάπου θα φανεί, Ιθάκη είναι αυτή. Θα περιμένει η Πηνελόπη με τον Τηλέμαχο περιτριγυρισμένοι από μπακάληδες, μανάβηδες, εφοριακούς και τραπεζίτες υποψήφιοι μνηστήρες σαράντα τον αριθμό, σαν τους κλέφτες του Αλή Μπαμπά, για να φάνε το τσαντίρι του ταλαίπωρου χρεώστη. Και ύστερα;
Τι ύστερα, δεν υπάρχει ύστερα. Όλα τελειώνουν και κάπου εδώ ήρθαμε. Ανοίχτε φλόκους κι όλοι στ’ άρμενα. Μπροστά φρεσκάρει με μαυρίλα ο τραμουντάνας κι ο καιρός χτυπάει κατάορτσα.
Όρτσα ωρέ, όρτσα . Δεν θα την μπατάρουμε την σκούνα κι αν είναι ας φουντάρουμε, νά μά τον ΑΪ Νικόλα, όλο τον χαβαλέ και τους σαράντα κλέφτες μαζί. Ετούτο το σκαρί αρμενίζει εδώ και χιλιάδες χρόνια και δεν φοβήθηκε μήτε Τουρκιά μήτε Ναζισμό, μήτε… βρυκόλακες. Στο χωριό μου όλοι φώναζαν “αν το γαϊδούρι είναι παλαβό μην κάνεις όνειρα ν’ ανεβείς πάνω του, απλά δώστο δρόμο”
Ούτε αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε;