Αντικρίζοντας μακροσκοπικά την κρίση της Ουκρανίας δεν δυσκολεύεται κανείς να διακρίνει ποια πλευρά έχει να χάσει τα περισσότερα από την αναβίωση των ψυχροπολεμικών εντάσεων και ποια να κερδίσει – εφόσον ο κύριος στόχος της Ουάσιγκτον είναι η απομόνωση της Μόσχας, ενώ αντιθέτως η επιδίωξη του Κρεμλίνου είναι η κατοχύρωσή του ως …
σεβαστού εταίρου στην διεθνή σκηνή.
Ήδη οι εξελίξεις του τελευταίου 24ώρου έχουν δύο επιπτώσεις που δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν.
Η πρώτη αφορά το μποϊκοτάρισμα της επικείμενης συνόδου της G8 στο Σότσι από τις δυτικές δυνάμεις – με τον… Καναδά, ο οποίος άνοιξε τον χορό δια στόματος του νεοσυντηρητικού πρωθυπουργού του Steven Harper, να αμφισβητεί ακόμη και την εν γένει καταλληλότητα της Ρωσίας να συμμετέχει σε αυτό το σώμα. Επιπλέον, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών John Kerry απείλησε ευθέως την Μόσχα με πιθανές κυρώσεις, όπως η απόσυρση αμερικανικών επιχειρήσεων από τη Ρωσία ή το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων ρωσικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό – με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για το ρούβλι, όπως δεν παρέλειψε να προσθέσει.
Το δεύτερο αξιοσημείωτο στοιχείο της αμερικανικής αντίδρασης αφορά την πολιτική κινητοποίηση του ΝΑΤΟ, γεγονός που δεσμεύει τους συμμάχους και συνιστά από μόνο του στοιχείο κλιμάκωσης. Δεν μπορεί πλέον να θεωρείται εκτός φαντασίας το ενδεχόμενο μιας “στοχευμένης” ανάπτυξης ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων στην Ουκρανία, με την επίκληση λ.χ. της ανάγκης φύλαξης των πυρηνικών σταθμών της, ενώ ασφαλώς και η προοπτική ένταξης της δεύτερης μεγαλύτερης πρώην σοβιετικής Δημοκρατίας στην Ατλαντική Συμμαχία, που την προηγούμενη δεκαετία ναυάγησε λόγω και των γαλλο-γερμανικών αντιρρήσεων, επανέρχεται στο προσκήνιο, ίσως και με διαδικασίες fast-track.
Πράγματι, η κλιμάκωση της έντασης σχετικά με την Ουκρανία σφυρηλατεί ξαφνικά μία “διατλαντική ενότητα” άγνωστη στην μεταψυχροπολεμική περίοδο και μάλλον δυσμενή για τα συμφέροντα των δυνάμεων της ηπειρωτικής Ευρώπης. Με αυτή την έννοια, είναι χαρακτηριστικές οι δίαυλοι τηλεφωνικής επικοινωνίας που διατηρεί η Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel με τον Putin ή η μεσολάβηση την οποία προθυμοποιήθηκε να προσφέρει ο Γάλλος πρόεδρος Francois Hollande.
Αντίθετα, διακρίνει κανείς μιαν αναζωογόνηση της αγγλοαμερικανικής “ειδικής σχέσης” στην οξεία ρητορική της βρετανικής διπλωματίας και στην πέρα από κάθε ισορροπία κάλυψη των γεγονότων από το BBC. Ήδη o επικεφαλής του Foreign Office,William Hague σπεύδει στο Κίεβο – σε “ανταπόδοση” προφανώς της αντικατάστασης της χώρας του από… την Πολωνία στην ευρωπαϊκή τρόικα που μεσολάβησε την συμφωνία της 21ης Φεβρουαρίου.
Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό το γεγονός ότι ο Obama κόβει τις γέφυρες μιας πιθανής οπισθοχώρησής του, αναλογιζόμενος προφανώς το εσωτερικό πολιτικό κόστος που θα υποστεί από τους Ρεπουμπλικανούς, αλλά και την απώλεια αξιοπιστίας που θα σημαίνει για την υπερδύναμη η επανάληψη του σεναρίου του 2008 – οπότε ο τότε πρόεδρος της Γεωργίας Mikheil Saakashvili ενθαρρύνθηκε από τους συνομιλητές του στην Ουάσιγκτον να εισβάλλει στην Νότια Οσετία, ίσα για να βρεθεί αβοήθητος απέναντι στα ρωσικά αντίποινα την επόμενη μέρα.
Όμως και για τον Putin, το ενδεχόμενο οπισθοχώρησης δεν είναι νοητό – διότι στην ουκρανική κρίση διακυβεύεται το μέλλον της Ευρασιατικής Ένωσης, που αποτελεί την πρώτη στρατηγική του προτεραιότητα. Επιπλέον, η μνήμη της “αντιφασιστικής νίκης”, κατά τον “Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο” με τους 25 εκατομμύρια Σοβιετικούς νεκρούς, αποτελεί το κυριότερο στοιχείο ιδεολογικής συνοχής και περηφάνιας της μετα-κομμουνιστικής Ρωσίας. Κάθε τι που χτυπά αυτό το νεύρο (όπως λ.χ. η εικόνα ένοπλων ναζί να επιβάλλουν τον νόμο τους στους δρόμους των ουκρανικών πόλεων και να κατεδαφίζουν τους ανδριάντες όχι μόνο του Λένιν, αλλά και του… Κουτούζοφ) είναι βέβαιο ότι αποζητά την εξαγρίωση του ρωσικού πληθυσμού.
Τα προηγούμενα της Υπερδνειστερίας, της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας (ήτοι περιοχών που αποσχίστηκαν από πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες με ρωσική στρατιωτική στήριξη) δεν μπορούν να θεωρούνται επιτυχή, ώστε να θέλει η Μόσχα μια επανάληψή τους στην Κριμαία. Και αυτό διότι οι συγκεκριμένες “ανεξαρτητοποιηθείσες” περιοχές εξακολουθούν να μην έχουν διεθνή αναγνώριση και συνιστούν κραυγαλέα αντίκρουση των περί διεθνούς δικαίου κηρυγμάτων που η Ρωσία επιστρατεύει στο Συμβούλιο Ασφαλείας για άλλες διεθνείς κρίσεις – π.χ. τη συριακή. Επιπλέον, η Μόσχα ενδιαφέρεται για την τύχη του συνόλου της ουκρανικής επικράτειας, συμπεριλαμβανομένων των ανατολικών επαρχιών που συγκεντρώνουν τον όγκο των συμφερόντων και των ομοεθνών της.
Αντιθέτως, οι αρχές του Κιέβου έχουν κάθε λόγο να κηρύσσουν “εθνικό συναγερμό”, ώστε να προλάβουν, ή έστω να επιρρίψουν στη “ρωσική επιθετικότητα”, τη χαοτική κατάσταση που προοιωνίζεται η απειρία και πολυδιάσπαση των νέων κυβερνώντων – για να μη συνυπολογίσει κανείς τις κοινωνικές αντιδράσεις από την οικονομική “θεραπεία-σοκ” που προανήγγειλε ο πρωθυπουργός Yatseniuk, ενόψει της δανειοδότησης από το ΔΝΤ.
Πηγή:www.capital.gr