Είναι ένας χώρος γεμάτος ιστορία, τέχνη, ομορφιά, μνήμη…
Τίποτα από όλα τούτα δε συμβαίνει όμως αφού η μοναδική υπάλληλος του δήμου Ηρακλείου που φρόντιζε το χώρο συνταξιοδοτήθηκε πριν μερικά χρόνια, και κανείς άλλος δεν ανέλαβε τη φύλαξη του. Πρόκειται για ένα κτίσμα διατηρητέο από το 1969 οπότε και απαλλοτριώθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού ενώ το 1983 παραχωρήθηκε για μία εικοσαετία από το Υπουργείο στο Δήμο Ηρακλείου. Ο Δήμος ανέλαβε την ανακαίνισή του, έτσι μετά τα εγκαίνια του 1991, η οικία έγινε επισκέψιμη.
Το αρχοντόσπιτο του Τούρκου μεγαλέμπορου που χτίστηκε μετά τον ισοπεδωτικό σεισμό του 1856, ακολούθησε τα αρχιτεκτονικά και καλλιτεχνικά πρότυπα των αρχοντικών της Ηπειρωτικής Ελλάδας, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας σήμερα είναι παραδομένο στο χρόνο και την εγκατάλειψη …
Πρόσφατα ξεκίνησε μια ομάδα ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των Ηρακλειωτών, με πρωτοβουλία της αρχαιολόγου Λιάνας Σταρίδα. Υπάρχει μάλιστα και σχετική σελίδα στο facebook με το όνομα “Κονάκι Ρασίχ μπέη Ασπράκη” μέσα από την οποία οργανώθηκε η χθεσινή συνάντηση και ξενάγηση στο κονάκι του μπέη …Οι πόρτες άνοιξαν και μπορεί το θέαμα να είναι πάντα εντυπωσιακό ωστόσο υπήρξαν και γωνίες που έδειχναν την εγκατάλειψη και τον κίνδυνο που ελλοχεύει για το υπέροχο κτίσμα στην καρδιά της πόλης και που κάποιος θα πρέπει πολύ γρήγορα να ενδιαφερθεί.
Οικία Χρονάκη ή το Κονάκι Ρασίχ μπέη Ασπράκη
Η “Οικία Χρονάκη”, είχε ανακαινιστεί από τις Τεχνικές Υπηρεσίες του Δήμου Ηρακλείου, και μέσα είχαν τοποθετηθεί αντικείμενα τέχνης προσιδιάζοντα στον χαρακτήρα του. Έπιπλα ανατολίτικης προέλευσης, πίνακες του Μαρκογιαννάκης, γκραβούρες του 17ου και 18ου αιώνα, μιά μικρή συλλογή παλαιών ταχυδρομικών δελταρίων (κάρτ ποστάλ) με φωτογραφίες του Μπεχαεντίν και θέματα από τη ζωή του Ηρακλείου, ένα παραδοσιακό Τυπογραφείο «Κείμενα» του Φίλιππου Βλάχου.
Σε ιδιαίτερο χώρο της “Οικίας Χρονάκη” στεγάζεται ένα πλήρες αντίγραφο των ιεροδικαστικών κωδίκων του “Τουρκικού Αρχείου Ηρακλείου”, των οποίων τα έγγραφα καλύπτουν το χρονικό διάστημα δυόμιση περίπου αιώνων — από το 1647 εως το 1870 περίπου.
Τα εγκαίνια του ανακαινισμένου κτηρίου έγιναν στις 19 Ιουλίου 1991 και ύστερα από λίγους μήνες οι θύρες του άνοιξαν για το κοινό.
Απόσπασμα από την Τεχνική Έκθεση
της 7ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων
H “Οικία Χρονάκη”, ιδιοκτησίας του ΥΠ.Π.Ε., αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα των αρχοντικών που κτίστηκαν στο Ηράκλειο μετά το μεγάλο σεισμό του 1856. Είναι το κύριο τμήμα από το αρχικό “κονάκι”, στο οποίο πρέπει να άνηκαν και τα άλλα προσκτίσματα, που σήμερα δεν σώζονται, όλα μαζί δε, με τους γύρω κήπους και τις αυλές, πρέπει να αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο. Το τμήμα αυτό, που σώζεται και είναι το κηρυγμένο μνημείο, διατηρεί όλη την ομορφιά στο εσωτερικό. Η όψη από το δρόμο (Κωνσταντίνου Παλαιολόγου), καθώς και ή μεγάλη όψη της αυλής, δεν παρουσιάζουν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον που να φανερώνει τον πλούτο που κρύβεται μέσα του.
Περιγραφή Λειτουργίας
Α. Το Ισόγειο: Από το θύρωμα της κυρίας εισόδου βρίσκεται κανείς σε μια μικρή αυλή (α). Μια σκάλα στ’ αριστερά οδηγεί στην είσοδο του ορόφου. Κάτω από ένα “σοτοπόρτεγο” (β), που έχει δεξιά κι αριστερά μικρούς βοηθητικούς και αποθηκευτικούς χώρους, περνά στο χώρο (γ), που αποτελεί προθάλαμο του κάτω “οντά” με πρόσβαση στην πίσω αυλή. Ο “οντάς” στο ισόγειο (δ) έχει ζωγραφιστό ξύλινο ταβάνι και εντοιχισμένα ντουλάπια με φύλλα (κανάτια), που έχουν διάφορες διακοσμήσεις. Από τον προθάλαμο (γ) βγαίνει κανείς στην πίσω αυλή, που ακόμη διατηρείται σε ένα της τμήμα βοτσαλοστρωμένη. Σε μια γωνιά σώζεται ακόμη η παλιά κτιστή δεξαμενή (η), ο χαζινές, με τις μαρμάρινες γούρνες απ’ όπου υδρευόταν όλο το “κονάκι”. Στο επίπεδο της αυλής υπάρχει μια αποθήκη (ε) και ένας χώρος με βοτσαλωτό δάπεδο (ζ), που παλιά ήταν τό πλυσταριό, τώρα δε είναι διαμορφωμένος σε κουζίνα. Μπροστά από τον χώρο(ζ) μια κτιστή πέτρινη σκάλα οδηγεί στον όροφο.
Β. Ο Όροφος: Από τη σκάλα της μπροστινής αυλής οδηγούμαστε στην κύρια είσοδο του ορόφου που ανοίγει σ’ ένα κεντρικό, μεγάλο χώρο (α’). Αυτός επικοινωνεί με ένα δωμάτιο (β’) προς το δρόμο και μ’ ένα μικρό προθάλαμο (γ ‘)· Από τον προθάλαμο(γ’) οδηγείται κανείς στον μεγάλο, “καλό οντά” (δ’) και σε ένα μικρότερο “οντά” (ε’), που επικοινωνεί με την πίσω αυλή και με το χαμάμι (ζ’).
Ο μεγάλος, “καλός οντάς” είναι το μνημειακότερο σύνολο σ’ ολόκληρο το κτήριο. Είναι ένα τυπικό παράδειγμα “οντά” με τρίβηλο, ξυλόγλυπτο ζωγραφιστό ταβάνι και “μουσάντρα” στη μια πλευρά, ένας οντάς όπως αυτοί των αρχοντικών της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας (Καστοριά, Σιάτιστα, Αμπελάκια).
Γ. Η Κάλυψη: Ολόκληρο το κτήριο είναι κεραμοσκεπές με βυζαντινά κεραμίδια, εκτός από την κουζίνα (το παλιό πλυσταριό) που καλύπτεται με γαλλικά κεραμίδια. Οι οροφές των δύο χώρων του χαμάμ είναι κτιστές με σκαφοειδή κάλυψη και τις γνωστές οπές (φωτιστικές θυρίδες) με τα γυαλιά”.
Use Facebook to Comment on this Post