Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
Με την εγκληματική προοπτική των απολύσεων στο δημόσιο έχω ασχοληθεί και στο παρελθόν[1]. Το θέμα ωστόσο αυτό, που καθημερινά μας καταρρακώνει ως οικονομία και ως κοινωνία, όχι μόνο δεν έκλεισε, αλλά αντιθέτως εξακολουθεί να σέρνεται και να χρησιμοποιείται από την τρόικα, ως το ισχυρότερο εκβιαστικό μέσο εναντίον της τρικομματικής κυβέρνησης.
Η τρόικα απαιτεί το αίμα 150.000 δημοσίων υπαλλήλων, απειλώντας πως αν δεν….
αρχίσει άμεσα η σφαγή κι αν δεν έχει τα ονοματεπώνυμα και τις διευθύνσεις των μελλοθάνατων, εδώ και τώρα, δεν πρόκειται να εγκρίνει την αποταμίευση της δόσης των 2,8Ε δις. Που σημαίνει, αν δεν έκανα λάθος στον υπολογισμό, ότι η τρόικα είναι διατεθειμένη να πληρώσει την κάθε απόλυση περίπου 2Ε εκατομμύρια.
Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για την προετοιμασία της κοινής γνώμης, στο κεφάλαιο των απολύσεων στο δημόσιο, βασίστηκε ακριβώς στις ίδιες κατευθυντήριες γραμμές, που πάγια επιλέγονται από την τρόικα, σε ανάλογες περιπτώσεις. Δηλαδή, οι κατηγορίες με τις οποίες πιθανόν βαρύνεται μια ελάχιστη μειοψηφία της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, που αποφασίζεται να εξοστρακιστεί, γενικεύονται εντέχνως, ωσάν να αφορούν στο σύνολο των μελών της. Ταυτόχρονα, προβάλλεται έμμεσα η εξαίρεση, από τις κατηγορίες, όλων όσοι δεν ανήκουν στη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, που ανελέητα σφυροκοπείται, έτσι που να αισθάνονται ένα είδος υπεροχής απέναντι σ’ αυτούς που εμφανίζονται ως «μαύρα πρόβατα», αλλά και να συναινούν σταδιακά στην τιμωρία τους. Η ακατάπαυστη επανάληψη, αλλά και η προοδευτική εντατικοποίηση των κατηγοριών, με συχνή προσκόμιση και κάποιων αποδεικτικών στοιχείων, ώστε να καταπνιγεί κάθε αντιδραστική τάση ολοκληρώνει τον κύκλο αυτών των χαλκεύσεων.
Το πρώτο κύμα κατηγοριών, που εξαπολύθηκε εναντίον του ελληνικού δημόσιου τομέα ήταν το δήθεν υπερβολικά μεγάλο μέγεθός του, και γι αυτό έπρεπε κατεπειγόντως να περιοριστεί. Η κατηγορία, ωστόσο, αυτή αποδείχθηκε πολύ σύντομα, εντελώς, εσφαλμένη, καθώς τα πορίσματα ad hoc μελετών κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι το μέγεθος του δημόσιου ελληνικού τομέα ήταν απολύτως εντός του αντίστοιχου μέσου ευρωπαϊκού. Ωστόσο, συνεχίστηκε απτόητα και για πολύ καιρό, στη συνέχεια, η προτροπή της ανάγκης περιορισμού του δήθεν «υπερμεγέθους ελληνικού δημόσιου τομέα». Αλλά, και όταν έγινε κάποτε αντιληπτό ότι το σαθρό αυτό επιχείρημα δεν προχωρούσε πια, ουδέποτε δόθηκαν επίσημες εξηγήσεις για το λάθος και ούτε για το ποια ήταν η πραγματικότητα. Αντιθέτως, παρέμεινε, εντελώς μετέωρη φυσικά και χωρίς δικαιολογία, η υποχρέωση της Ελλάδας «να περιορίσει τον δημόσιο τομέα της», παρότι το αρχικό επιχείρημα του μεγάλου μεγέθους δεν μπορούσε πια να υποστηριχθεί.
1. Ο ρόλος των «επίορκων»
Η τρόικα εξακολουθούσε με φανατισμό να απαιτεί τον περιορισμό του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, χωρίς και να εξηγεί το γιατί, και έτσι ήταν κατεπείγουσα η ανάγκη εξεύρεσης άλλης κατηγορίας εναντίον τους, που αυτή τη φορά ήταν ποιοτική και όχι πια ποσοτική. Κατασκευάστηκαν, γι αυτό, οι «επίορκοι», και άρχισαν να εμπλουτίζουν με τη βαριά τους παρουσία τις καθημερινές ειδήσεις, που τους εμφάνιζαν σε περίοπτη θέση. Παρότι, βέβαια, η απόλυση «επίορκων» δημόσιων υπαλλήλων υπόκειται σε άλλης κατηγορίας προβλήματα και δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να συνδεθεί με την όποια γενικότερη ανάγκη περιορισμού του αριθμού τους, ωστόσο σκηνοθετήθηκε και αυτό το θέατρο του παράλογου στην ταλαίπωρη χώρα μας. Συγκεκριμένα, οι Έλληνες αρμόδιοι, αφού ανέλαβαν εντελώς αδικαιολόγητα την υποχρέωση περιορισμού του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, συνειδητοποίησαν ξαφνικά στη συνέχεια τη δυσκολία μεθόδευσης των απολύσεων: από πού να αρχίσουν, και πώς να τις δικαιολογήσουν; Ο από μηχανής Θεός φάνηκε, τότε, να είναι η κατηγορία των «επίορκων». Χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς να έχουν προηγουμένως καταδικαστεί, χωρίς να γνωρίζει κανείς ποια υπήρξαν τα παραπτώματά τους και ποιες ποινές προβλέπονταν για κάθε ένα απ’ αυτά, αλλά και το κυριότερο χωρίς να έχει γίνει γνωστός ο αριθμός τους, αναγγέλθηκε ότι «πρώτοι στις απολύσεις θα είναι οι 7000 επίορκοι»! Προφανώς, επρόκειτο για τον αριθμό των Ιφιγενειών, που άμεσα απαιτούσε η τρόικα. Εξυπακούεται ότι πέρασε στα εντελώς αόρατα, με γυμνό οφθαλμό, γράμματα η είδηση ότι οι «επίορκοι», και βέβαια όχι όλοι με παραπτώματα που προβλέπουν απόλυση, είναι μόνο γύρω στους 800.
Η τρόικα απαιτεί απολύσεις, και η τρικομματική κυβέρνηση, σε κατάσταση πλήρους αμηχανίας, προσπαθεί να την ικανοποιήσει με κάθε τρόπο, ακόμη και με την επίκληση του παράλογου. Αυτό, όμως, που είναι ακόμη τραγικότερο είναι η πεποίθηση αρκετά μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού, ότι ναι, η λύση είναι η απόλυση των 150.000 δημοσίων υπαλλήλων, επειδή δήθεν αμείβονται με υψηλούς μισθούς, επειδή δήθεν δεν εργάζονται αρκετά, επειδή δήθεν είναι διεφθαρμένοι, επειδή δήθεν δεν έγιναν απολύσεις στο δημόσιο ενώ έγιναν στον ιδιωτικό κ.ο.κ. Κάτι που δείχνει ότι η «πλύση εγκεφάλου» είναι επιτυχής!
Δεν θα επιχειρήσω την υπεράσπιση του δημόσιου τομέα, του οποίου η παρουσία δίπλα στον ιδιωτικό είναι, απολύτως, απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία οποιασδήποτε οικονομίας. Αλλά, και ούτε θα αρνηθώ ότι οι υπηρεσίες του δημόσιου τομέα προς τους πολίτες είναι, πολύ συχνά, μη ικανοποιητικές. Θα αρκεστώ στις ακόλουθες, αυταπόδεικτες άλλωστε, παρατηρήσεις:
1. Η αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα δεν αντιμετωπίζεται με τον μαζικό περιορισμό του αριθμού των υπαλλήλων του. Αντιθέτως, η μείωση αυτή επιδεινώνει τις όποιες ελλείψεις. Εξυπακούεται ότι αν υπάρχουν επίορκοι, αυτοί θα πρέπει να τιμωρηθούν, αλλά οι υπόλοιποι, που δεν είναι υπεράριθμοι, και που όλες οι σχετικές έρευνες δείχνουν ότι τα προσόντα τους είναι, γενικά, ικανοποιητικά, οφείλουν να καταστούν πιο αποτελεσματικοί….κάτι, που φυσικά δεν εξαρτάται από τον καθένα απ’ αυτούς, αλλά από τους γενικότερους κανόνες που θεσπίζονται και που ακολουθούνται στον δημόσιο τομέα. Κανόνες, που οφείλουν να στοχεύουν στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα.
2. Θα πρέπει πια να είναι ξεκάθαρο, στη χώρα μας, ότι η τρόικα μεθοδεύει ένα πογκρόμ, που στρέφεται εναντίον του συνόλου των εργαζομένων και όχι μόνο των δημοσίων υπαλλήλων, και που έχει ήδη μετατρέψει την αγορά εργασίας σε κρανίου τόπο. Η δημιουργία, συνεπώς, τεχνητής αντιπαλότητας, ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα διευκολύνει, αφάνταστα, την ολοκλήρωση του έργου των τροικανών, σ’αυτό το πεδίο. Διευκολύνει, συγκεκριμένα, την περαιτέρω εξαθλίωση του συνόλου των εργαζομένων, δεδομένου ότι ιδιωτικός και δημόσιος τομέας λειτουργούν, αναγκαστικά, ως συγκοινωνούντα δοχεία.
2. Τι, ακριβώς, επιδιώκει η τρόικα;
Η μανιώδης επιμονή της τρόικας για τον δραστικό περιορισμό του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, στη χώρα μας, έχει ιδεολογική, και σε μεγάλο βαθμό, φανατική βάση. Γιατί, βέβαια, θα ήταν παράλογη η υπόθεση ότι δήθεν επιδιώκεται, έτσι, εξοικονόμηση κόστους, δεδομένου ότι η οικονομία αυτή εκτιμάται γύρω στα 750Ε εκατομμύρια, δηλαδή γλίσχρο ποσό, σε σύγκριση με τη θεομηνία και τις τραγικές συνέπειες των μαζικών απολύσεων. Όλα, δυστυχώς, συνηγορούν στο ότι πρόκειται για την απέλπιδα αναζήτηση αποδείξεων, σχετικά με την επιτυχία ενός πειράματος, που τολμήθηκε πριν 4 χρόνια στη χώρα μας, και που έχει αποτύχει παταγωδώς. Το πρωτόγνωρο αυτό πείραμα, που όπως είναι γνωστό απαγορεύεται δια ροπάλου στο πλαίσιο κοινωνικών επιστημών, επέλεξε την Ελλάδα ως πειραματόζωο, με την ελπίδα να αποδείξει την ορθότητα ενός μοντέλου, ακραίας νεοφιλελεύθερης προέλευσης, από το οποίο απουσιάζει το κράτος, και στο οποίο οι αγορές επιλύουν, αυτόματα, το σύνολο των προβλημάτων της οικονομίας. Η δραματικών συνεπειών αποτυχία αυτού του προγράμματος αναγγέλθηκε επίσημα στις 3 Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους, από τον Olivier Blanchard, τον επικεφαλής μακροοικονομολόγο του ΔΝΤ, που άλλωστε είναι και αυτός που κατέστρωσε το περί ου ο λόγος πρόγραμμα/πείραμα. Η τρόικα, ωστόσο, αρνείται να παραδεχθεί την αποτυχία του, και επιμένει με νύχια και δόντια στη συνέχιση του εγκληματικού λάθους, που θα ολοκληρώσει την καταστροφή της Ελλάδας. Δυστυχώς, στην πορεία αυτή προς το χάος η τρόικα εξασφαλίζει, ακόμη, συνεργούς. Τα μέλη της τρικομματικής κυβέρνησης, δείχνουν να μην προβληματίζονται για τους λόγους που εξηγούν αυτό το πάθος των τροικανών υπέρ των απολύσεων, αλλά αντιθέτως καταναλίσκονται σε ατέρμονες συζητήσεις για τον τρόπο που θα επιτελεστεί αυτό το έγκλημα. Και, ας προστεθεί σχετικά, ότι εκτός από την ιδεολογική ερμηνεία αυτής της εκατόμβης των 150.000 δημοσίων υπαλλήλων, η δαιμονοποίηση του δημόσιου τομέα καθιστά ευκολότερη τη μαζική ιδιωτικοποίηση της ελληνικής κρατικής περιουσίας. Δηλαδή το γενικό ξεπούλημα, που απογυμνώνει την Ελλάδα από κάθε προοπτική μελλοντικής της ανόρθωσης.
3. Και οι συνέπειες
Σε μια οικονομία, στην οποία η ανεργία αγγίζει το 30% του ενεργού πληθυσμού, είναι καθαρή τρέλα η εν ψυχρώ κατασκευή και προσθήκη και άλλων 150.000 ανέργων. Διότι, βέβαια, τα περί μετακινήσεων κλπ, στερούνται βάσης. Γιατί, και αν, ακόμη, υποτεθεί ότι ένας κάποιος αριθμός των απολυμένων θα μπορούσε να τοποθετηθεί σε άλλες δημόσιες θέσεις, η λύση αυτή θα πρέπει να αποκλειστεί εξαιτίας του τρόπου με τον οποίον εφαρμόζεται το όλο εγχείρημα. Δηλαδή, κάτω από συνθήκες άγχους και πανικού, χωρίς έστω και στοιχειώδη εθνικό προγραμματισμό, με όρους που μεταβάλλονται καθημερινά, με πονηριές που επιδιώκουν να ξεγελάσουν την τρόικα. Μέσα σε καθεστώς, δηλαδή, αδιέξοδης απελπισίας.
Μερικές από τις τραγικές συνέπειες αυτής της απεγνωσμένης πορείας 150.000 μελλοθανάτων αναμένονται να είναι:
Η ακόμη μεγαλύτερη ανεργία που θα ξεπεράσει το 35%, ποσοστό που δεν μπορεί πια να συγκρατήσει την κοινωνική έκρηξη.
Η επιπλέον φτωχοποίηση, τουλάχιστον μισού εκατομμυρίου Ελλήνων, που θα προστεθεί στα μέχρι σήμερα 3,4 εκατομμύρια.
Η περαιτέρω κατρακύλα των μισθών, που φυσικά δεν θα περιοριστεί στον δημόσιο τομέα, αλλά αυτόματα θα επεκταθεί και στον ιδιωτικό, και θα τείνει να σταθεροποιηθεί, όπως πλήθος ενδείξεων αναγγέλλουν, γύρω στα 400Ε.
Η άνοδος της ύφεσης που θα ξεπεράσει το 10%, και σωρευτικά από την αρχή της κρίσης θα πλησιάσει στο 35%, η επιτάχυνση του καταποντισμού των εσόδων, η γιγάντωση του χρέους ως ποσοστό στο ΑΕΠ, και φυσικά η τελεσίδικη αδυναμία βιωσιμότητας του χρέους, με ότι αυτή συνεπάγεται.
Ωστόσο, και μετά τις καταστρεπτικές αυτές συνέπειες, ουδόλως θα απέκλεια ότι ενδέχεται να υπάρξουν ορισμένοι αρμόδιοι, οι οποίοι θα συνεχίσουν να είναι πρόθυμοι να καταρτίζουν εκθέσεις, στις οποίες θα αναγγέλλουν ότι «άρχισε η βελτίωση», «φάνηκε η ανάκαμψη», «καλυτέρευσε το κλίμα», «γίναμε αξιόπιστοι», και άλλα τινά. Και, φυσικά, θα υπάρχουν και έξωθεν φωνές υποστήριξης των θέσεών τους. Δυστυχώς, όμως, αυτή τους η αισιοδοξία προβλέπω ότι δεν θα εμποδίσει τη συνέχιση της υποβάθμισης της πραγματικής ελληνικής οικονομίας. Όπως είναι γνωστό, πριν λίγες εβδομάδες, η Ελλάδα από την κατηγορία των ανεπτυγμένων οικονομιών όπου βρισκόταν υποβιβάστηκε στις αναδυόμενες. Και εφόσον, έτσι συνεχίσουμε, σε λίγο, αναμφίβολα, θα βρεθούμε και επίσημα, στην ομάδα των τριτοκοσμικών οικονομιών.
Για όσους από τους αναγνώστες αυτού του άρθρου, θα σκεφθούν πιθανόν ότι η διαπίστωση προβλημάτων, χωρίς την πρόταση λύσεων δεν οδηγεί πουθενά, ας μου επιτραπεί να υπενθυμίσω ότι οι ίδιες προτάσεις εξόδου από την κρίση, που συστηματικά και συνεχώς υποστηρίζω στα βιβλία και στα άρθρα μου, από το 2009 και μέχρι σήμερα, παραμένουν κατά την κρίση μου ισχυρές. Μαγικές συνταγές, δυστυχώς, δεν υπάρχουν, που σημαίνει ότι οι ορθές αποφάσεις θα είναι επίπονες, αλλά θα συνοδεύονται από ελπίδα. Συνοπτικά: έξοδος από το ασφυκτικό καθεστώς των μνημονίων, που μας εξαφανίζει ως κυρίαρχο κράτος και αγώνας να σταθούμε στα πόδια μας με κάθε τρόπο και με όσες θυσίες χρειαστούν. Εξυπακούεται ότι, οπωσδήποτε, αυτό πρέπει να γίνει πριν ξεπουληθεί ο δημόσιος πλούτος μας.
Use Facebook to Comment on this Post