Γράφει ο Χρήστος Μπουσιούτας
Στενόμυαλοι υπουργοί και βουλευτές, ελεεινοί υπηρέτες, κυνικοί, δειλοί αριβίστες, η τέλεια ενσάρκωση…
ανθρωπάκια που επιλέγουν ταυτόχρονα το έγκλημα για αυτούς και την τιμωρία για τους άλλους, έφτιαξαν μια κοινωνία φτωχών και ολιγαρχών.
Από την μια οι 300 εκλεγμένοι με τα τσιράκια τους, εργολάβοι, κατασκευαστές διαπλεκόμενοι με τα ΜΜΕ, επιχειρηματίες, κάποιοι τυχάρπαστοι οσφυοκάμπτες πλουσιοπάροχα αμειβόμενοι, που καταληστεύουν τα εισοδήματα των πολιτών και από την άλλη, πεινασμένοι, απελπισμένοι και με χαμένη αξιοπρέπεια πολίτες αυτής της χώρας, που πηδούν από τα παράθυρα και πεθαίνουν από το κρύο στα χωρίς ρεύμα σπίτια τους, εξαθλιωμένοι που επιστρέφουν στην εποχή του μαγκαλιού και δηλητηριάζονται από τις αναθυμιάσεις του.
Μας κατάντησαν να ζούμε σε ένα κόσμο χωρίς σεβασμό, αξιοπρέπεια και τιμή, εξαφάνισαν την μεσαία τάξη, από δω οι λίγοι χορτάτοι, από εκεί οι στρατιές των πεινασμένων.
Έφεραν την κόλαση σε τούτο τον κόσμο, εναντίον της οποίας πρέπει να παλέψουμε και μας υποχρεώνουν να την διαβούμε. Βιώνουμε την κοινωνία της ελεημοσύνης και της «σακούλας», που καταρρακώνει και προσβάλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Μας αναγκάζουν να ζήσουμε σε μια κοινωνία που δεν παράγει πια αξίες και αλήθεια, μια κοινωνία διχασμένη από την αδικία, εγκλωβισμένοι ενός κόσμου στερημένου πια από αθωότητα και υπερηφάνεια, που ο πόνος είναι μοναχικός και η όποια χαρά χωρίς ρίζες.
Έφτασε η στιγμή που την δυστυχία του τρίτου κόσμου δεν την φανταζόμαστε πια, αλλά την ζούμε, είναι μέρος της δικής μας ζωής.
Στρέφουν αλλού το κεφάλι, για να αποφύγουν εικόνες αθλιότητας και δυστυχίας, επώδυνες για αυτούς που τις ζουν, αδιάφορες για εκείνους που τις δημιούργησαν , θέλοντας να πείσουν τον εαυτό τους ότι δεν υπάρχουν.
Στήνουν πάγκους στις πλατείες, δεξιά οι άνδρες, αριστερά οι γυναίκες, για να προσφέρουν σαν αφιλοκερδές θέαμα, τον αποκεφαλισμό των λίγων που θα σώσουν τους πολλούς, χωρίς κριτήρια, χωρίς ηθική. Οι λίγοι όμως σε 3 χρόνια έγιναν πολλοί και οι πολλοί λίγοι. Ποια πλατεία να αντέξει τόσα κεφάλια ποια καρδιά τόση δυστυχία?
Για να πάρουν κάποιοι την δόξα της εκτέλεσης, που καμαρώνουν μάλιστα και Α(η)δωνίζονται για τον ρόλο του δήμιου που τους ανέθεσαν.
Στέκουν πάνω από τα κεφάλια μας σαν τον χάρο, μόνο που αυτός σκοτώνει μόνο μια φορά. Αυτοί μας πεθαίνουν κάθε στιγμή και κάθε μέρα. Δεν μπορείς να πιαστείς από κάπου, σε κάτι να ελπίζεις. Μας λένε: «πεθαίνετε σήμερα για να ζήσετε αύριο».
Στον σκλάβο και σε εκείνους που το παρόν τους είναι αξιοθρήνητο, ένα παρόν από το οποίο δεν προσδοκούν τίποτα πια, παρέχεται η υπόσχεση ότι το μέλλον είναι δικό τους.
Θα μας κρίνετε ( τα μέτρα θα αποδώσουν ) σε βάθος χρόνου λένε.
Μα τα θύματα δεν θα είναι πια εδώ για να κρίνουν, θα μας βλέπουν από ψηλά.
Με ασφάλεια και σιγουριά υπόσχονται ένα καλύτερο μέλλον. Γιατί όπως έλεγε και ο Αλμπέρ Καμύ στο βιβλίο του, «ο επαναστατημένος άνθρωπος»: «Το μέλλον είναι το μόνο είδος ιδιοκτησίας που οι αφέντες παραχωρούν με καλή θέληση στους σκλάβους»
Και όταν έρθει μετά από χρόνια αυτό το αύριο που μας υπόσχονται, είναι τόσο ηλίθιοι που πιστεύουν ότι κανείς δεν θα θυμάται τις κραυγές των σφαγμένων.
Δικαιολογούν χιλιάδες εγκλήματα και θέλουν να τους αποδίδουμε τιμές και δόξα, σαν σωτήρες για αυτό. Η ήσυχη συνείδηση του ασυνείδητου αφέντη …
Πιστεύουν ότι έτσι απονέμεται η δικαιοσύνη. Ένοχος είναι ο λαός και όχι η εξουσία.
Και οι πολίτες θύματα, σε πλήρη συντριβή, προσφέρονται θυσία στον άνεμο της υποτιθέμενης ανάπτυξης.
Ξεχνούν ότι, σε μια κοινωνία συγκλονισμένη συθέμελα από μια κρίση άνευ προηγούμενου από την απελπισία και την οικονομική διάλυση, που καμία αξία δεν στέκεται πια όρθια, ο σκλάβος θέλοντας να απαλλαγεί από αυτό που τον πατά και τον πνίγει, καταφεύγει σε απρόσμενες συμπεριφορές σε λύσεις.
Use Facebook to Comment on this Post