Η Α΄ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Η περίοδος των Σταυροφοριών αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της ιστορίας του κόσμου, κυρίως από την άποψη της οικονομικής ιστορίας και γενικά του πολιτισμού. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το θρησκευτικό πρόβλημα είχε απωθήσει τις άλλες πλευρές αυτής της πολύμορφης κίνησης. Η πρώτη χώρα που αντιλήφθηκε την πλήρη σημασία των Σταυροφοριών υπήρξε η Γαλλία, όταν το 1806 η Γαλλική Ακαδημία και
κατόπιν το Εθνικό Ινστιτούτο πρόσφερε ένα βραβείο για το καλύτερο έργο που είχε ως σκοπό του «τη μελέτη της επίδρασης των Σταυροφοριών στην πολιτική ελευθερία των ευρωπαϊκών εθνών, τον πολιτισμό τους, και την πρόοδο της επιστήμης, του εμπορίου και της βιομηχανίας». Φυσικά, στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν πολύ πρόωρη η λεπτομερής συζήτηση ενός τέτοιου προβλήματος που δεν είχε ακόμα λυθεί. Αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι η περίοδος των Σταυροφοριών δεν εξετάζεται πια από τη στενή θρησκευτική πλευρά. Το 1808 βραβεύτηκαν από τη Γαλλική Ακαδημία το βιβλίο του Γερμανού Heeren, που εκδόθηκε συγχρόνως γερμανικά και γαλλικά με τον τίτλο «Δοκίμιο σχετικό με την επίδραση των Σταυροφοριών στην Ευρώπη» και το βιβλίο του Γάλλου Choiseul Daillecourt, με τον τίτλο «Περί της επιρροής των Σταυροφοριών στην κατάσταση των λαών της Ευρώπης». Αν και οι δυο αυτές μελέτες είναι τώρα ασυγχρόνιστες, εξακολουθούν να είναι ενδιαφέρουσες, ιδίως η πρώτη.
Φυσικά οι Σταυροφορίες αποτελούν τη πιο σημαντική εποχή της ιστορίας του αγώνα μεταξύ των διεθνών θρησκειών, του Χριστιανισμού και του Ισλαμισμού, ενός αγώνα που είχε αρχίσει από τον 7ο αιώνα. Αλλά στην προσπάθεια αυτή δεν υπάρχουν μόνο τα θρησκευτικά κίνητρα. Ήδη απ’ την Α’ Σταυροφορία, που έδειχνε καθαρά τις ιδέες της κίνησης των Σταυροφόρων και απέβλεπε στην απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τα χέρια των απίστων, ήταν φανερά τα «κοσμικά» ελατήρια και τα υλικά συμφέροντα. «Υπήρχαν δύο τμήματα ανάμεσα στους Σταυροφόρους, το ένα από όσους σκέφτονταν θρησκευτικά και το άλλο από όσους σκέφτονταν πολιτικά». Παραθέτοντας τα λόγια αυτά του Γερμανού επιστήμονα Kugler, ο Γάλλος ιστορικός Chalandon, προσθέτει ότι «η άποψη αυτή του είναι απόλυτα σωστή». Όσο όμως πιο πολύ εξετάζουν οι επιστήμονες τις εσωτερικές συνθήκες της ζωής της Δυτικής Ευρώπης του 11ου αιώνα, και κυρίως την οικονομική εξέλιξη των πόλεων της Ιταλίας της εποχής εκείνης, τόσο πιο πολύ πείθονται ότι τα οικονομικά φαινόμενα έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία και στη διεξαγωγή της Α’ Σταυροφορίας. Σε κάθε νέα Σταυροφορία γινόταν πιο αισθητός ο «κοσμικός» παράγοντας και τελικά, κατά την Δ’ Σταυροφορία, ο παράγοντας αυτός υπερίσχυσε της αρχικής ιδέας, όταν το 1204 καταλήφθηκε η Κωνσταντινούπολη για να ιδρυθεί από τους Σταυροφόρους η Λατινική αυτοκρατορία.
Το Βυζάντιο έπαιζε την εποχή αυτή τέτοιο σπουδαίο ρόλο ώστε η μελέτη της Ανατολικής αυτοκρατορίας να καθίσταται απαραίτητη για πλήρη κατανόηση της προέλευσης κι ανάπτυξης των Σταυροφοριών. Επιπλέον οι περισσότεροι από όσους μελέτησαν τις Σταυροφορίες έχουν αντιμετωπίσει το ζήτημα με μια προκατάληψη υπέρ των Δυτικών και με μια διάθεση να κάνουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία ένα είδος «αποδιοπομπαίου τράγου, υπεύθυνο για όλα τα σφάλματα των Σταυροφόρων» (Chalandon).
Από την πρώτη τους εμφάνιση στο προσκήνιο της ιστορίας, τον 7ο αιώνα, οι Άραβες με εξαιρετική ταχύτητα κατέλαβαν στην περιοχή της αυτοκρατορίας τη Συρία, την Παλαιστίνη, τη Μεσοποταμία, τις ανατολικές περιοχές της Μικράς Ασίας, την Αίγυπτο, τις βόρειες ακτές της Αφρικής και κατόπιν την Ισπανία, της οποίας το μεγαλύτερο τμήμα ανήκε στους Βησιγότθους. Το τελευταίο ήμισυ του 7ου και στις αρχές του 8ου αιώνα, οι Άραβες πολιόρκησαν δυο φορές την Κωνσταντινούπολη, η οποία σώθηκε δύσκολα, χάρη στη δραστηριότητα και την ικανότητα των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου Δ’ και Λέοντα Γ’ Ίσαυρου. Το 732 οι Άραβες που είχαν εισχωρήσει στη Γαλατία πέρα από τα Πυρηναία, αναχαιτίστηκαν από τον Κάρολο Μαρτέλ κοντά στο Poitiers. Τον 9ο αιώνα κατέλαβαν την Κρήτη και, στις αρχές του 10ου αιώνα, τη Σικελία, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των βυζαντινών κτήσεων της Ν. Ιταλίας περιήλθε στην εξουσία τους.
Οι κατακτήσεις αυτές των Αράβων υπήρξαν πολύ σημαντικές για την πολιτική και οικονομική κατάσταση της Ευρώπης. Η επίθεση των Αράβων, όπως λέει ο Pirenne, «άλλαξε την όψη του κόσμου. Η αιφνιδιαστική της εμφάνιση κατέστρεψε την αρχαία Ευρώπη, βάζοντας τέλος στη μεσογειακή δημοκρατία, στην οποία είχε συγκεντρωθεί η ευρωπαϊκή δύναμη. Η Μεσόγειος υπήρξε μια ρωμαϊκή λίμνη, ενώ τώρα έγινε κυρίως μια μουσουλμανική λίμνη». Η άποψη αυτή του Βέλγου ιστορικού πρέπει να γίνει δεκτή με κάποια επιφύλαξη. Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης και των ανατολικών χωρών, αν και περιορίστηκαν από τους Μουσουλμάνους, δεν διακόπηκαν. Οι έμποροι και οι προσκυνητές συνέχισαν να ταξιδεύουν, ενώ τα εξωτικά προϊόντα της Ανατολής διατίθεντο στην Ευρώπη, όπως για παράδειγμα στη Γαλατία.
Στην αρχή, η στάση του Ισλαμισμού απέναντι στους Χριστιανούς υπήρξε ανεκτική και, παρά τις μικροενοχλήσεις που υπέστησαν τον 10ο αιώνα οι εκκλησίες και οι Χριστιανοί, δεν υπήρξαν θρησκευτικά ελατήρια στη συμπεριφορά αυτή των Μουσουλμάνων. Στις περιοχές που κατέκτησαν, οι Άραβες διατήρησαν, ως επί το πλείστον, τις εκκλησίες και τη χριστιανική λατρεία, επιτρέποντας συγχρόνως την άσκηση της χριστιανικής φιλανθρωπίας. Την εποχή του Καρλομάγνου, στις αρχές του 9ου αιώνα, υπήρξαν πανδοχεία και νοσοκομεία για τους προσκυνητές, ενώ κτίζονταν και νέες εκκλησίες και μοναστήρια. Βιβλιοθήκες οργανώνονταν στα μοναστήρια και οι προσκυνητές επισκέπτονταν τους Αγίους Τόπους ανενόχλητοι.
Οι σχέσεις αυτές της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου με την Παλαιστίνη, σε συνδυασμό με την ανταλλαγή μερικών πρεσβειών μεταξύ του Μονάρχη της Δύσης και του Χαλίφη Χαρούν-αρ-Ρασίντ, οδήγησαν στο συμπέρασμα, που υποστηρίζουν μερικοί επιστήμονες, ότι είχε δημιουργηθεί στην Παλαιστίνη ένα είδος Φράγκικου Προτεκτοράτου, υπό τον Καρλομάγνο, που σκοπό είχε την υποστήριξη των χριστιανικών συμφερόντων, στους Αγίους Τόπους, δίχως να παραβλάπτεται η πολιτική δύναμη του Χαλίφη. Αφετέρου, μια άλλη ομάδα ιστορικών, που αρνείται τη σπουδαιότητα των σχέσεων αυτών, ισχυρίζεται ότι το Προτεκτοράτο δεν ιδρύθηκε ποτέ και ότι αποτελεί μύθο ανάλογο με το θρύλο της Σταυροφορίας του Καρλομάγνου στους Αγίους Τόπους. Ο τίτλος ενός τελευταίου και σχετικού με το θέμα άρθρου, είναι «ο μύθος του Προτεκτοράτου του Καρλομάγνου στους Αγίους Τόπους». Ο όρος «Φράγκικο Προτεκτοράτο», όπως και πολλοί άλλοι όροι, είναι συμβατικός και μάλλον ασαφής. Μια σχετική με τον όρο συζήτηση όμως είναι πολύ σημαντική, γιατί δείχνει ότι από τις αρχές του 9ου αιώνα η Φράγκικη αυτοκρατορία είχε ήδη σημαντικά συμφέροντα στην Παλαιστίνη, πράγμα που είχε πολύ σημασία για την περαιτέρω εξέλιξη των διεθνών σχέσεων που προηγήθηκαν από τις Σταυροφορίες.
Στο τελευταίο ήμισυ του 10ου αιώνα, οι λαμπρές νίκες του βυζαντινού στρατού, υπό την καθοδήγηση του Νικηφόρου Φωκά και του Ιωάννη Τσιμισκή, εναντίον των Αράβων της Ανατολής, μετέβαλαν το Χαλέπι και την Αντιόχεια, στη Συρία, σε υποτελή κράτη της αυτοκρατορίας και, μετά από αυτό, ο στρατός του Βυζαντίου εισήλθε, πιθανόν, στην Παλαιστίνη. Οι στρατιωτικές αυτές επιτυχίες του Βυζαντίου είχαν ένα αντίκτυπο στην Ιερουσαλήμ που δίνει στο Γάλλο ιστορικό Bréhier τη δυνατότητα να μιλάει για ένα Βυζαντινό Προτεκτοράτο στους Αγίους Τόπους, που τερμάτισε το Φράγκικο Προτεκτοράτο.
Όταν το 969 η Παλαιστίνη περιήλθε στην εξουσία της Αιγυπτιακής δυναστείας των Φατιμίδων, η νέα κατάσταση δεν φάνηκε, τουλάχιστον αρχικά, να μεταβάλλει τη ζωή των Χριστιανών της Ανατολής, ουσιαστικά, και οι προσκυνητές συνέχισαν να έρχονται ανενόχλητοι στην Παλαιστίνη. Τον 11ο αιώνα, όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Ο ανισόρροπος Χαλίφης Χάκιμ, που αποκαλείται «Νέρων της Αιγύπτου», άρχισε ένα σκληρό διωγμό κατά των Χριστιανών και των Ιουδαίων και το 1009 προκάλεσε στην Ιερουσαλήμ την καταστροφή του Ναού της Ανάστασης και του Γολγοθά. Η ορμή που είχε για την καταστροφή των εκκλησιών ανακόπηκε από το φόβο του μήπως και συμβούν παρόμοια γεγονότα σε βάρος των τζαμιών στις χριστιανικές περιοχές.
Όταν ο Bréhier έγραφε για το Βυζαντινό Προτεκτοράτο στους Αγίους Τόπους, είχε υπόψη του τον Άραβα ιστορικό του 11ου αιώνα Yahya, ο οποίος λέει ότι το 1012 ένας ηγέτης των Βεδουίνων, που είχε επαναστατήσει κατά του Χάκιμ, κατέλαβε τη Συρία, ανάγκασε τους Χριστιανούς να ανασυγκροτήσουν το Ναό της Ανάστασης και έκανε έναν Επίσκοπο της εκλογής του Πατριάρχη των Ιεροσολύμων. Στη συνέχεια ο Βεδουίνος βοήθησε (τον Πατριάρχη) να χτίσει το Ναό της Ανάστασης και να τον αποκαταστήσει, όσο μπορούσε. Ερμηνεύοντας το κείμενο αυτό ο Ρώσος επιστήμονας Rosen, παρατηρεί ότι ο Βεδουίνος ενήργησε «πιθανόν με το σκοπό να κερδίσει την εύνοια του Βυζαντινού αυτοκράτορα». Ο Bréhier αποδίδει αυτή την υπόθεση του Rosen στο κείμενο του Yahya. Επειδή όμως η σχετική με τα ελατήρια του Βεδουίνου άποψη, δεν είναι του Yahya, μπορεί κανείς να πει ότι η θεωρία του Bréhier, για το Βυζαντινό Προτεκτοράτο της Παλαιστίνης, δεν είναι και τόσο θετική όσο παρουσιάζεται στο βιβλίο του.
Οπωσδήποτε όμως το γεγονός αυτό υπήρξε η αρχή μόνο της ανασυγκρότησης των Αγίων Τόπων. Μετά το θάνατο του Χάκιμ, το 1021, ακολούθησε μια εποχή ανοχής για τους Χριστιανούς. Η ειρήνη μεταξύ του Βυζαντίου και των Φατιμίδων, έδωσε τη δυνατότητα στους αυτοκράτορες του Βυζαντίου να αναλάβουν την πραγματική ανασυγκρότηση του Ναού της Ανάστασης, η οποία συμπληρώθηκε στα μέσα του 11ου αιώνα, τη εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Μονομάχου. Η περιοχή των Χριστιανών περιβλήθηκε από ένα ισχυρό τείχος και οι προσκυνητές μπορούσαν και πάλι να πάνε στους Αγίους Τόπους. Ανάμεσα στους άλλους προσκυνητές που αναφέρουν οι πηγές, είναι και ο δούκας της Νορμανδίας Ροβέρτος Διάβολος, που πέθανε στη Νίκαια το 1035, επιστρέφοντας από την Ιερουσαλήμ. Την ίδια εποχή ίσως, το 1030, ο περίφημος Βαράγγος της εποχής αυτής Harald Haardraade, με την υποστήριξη ενός σώματος Σκανδιναβών, που ήρθε μαζί του από τον Βορρά, έφτασε στην Ιερουσαλήμ και πολέμησε στη Συρία και τη Μικρά Ασία εναντίον των Μουσουλμάνων.
Οι ενέργειες εναντίον των Χριστιανών γρήγορα άρχισαν και πάλι, και το 1056 ο Ναός της Ανάστασης κλείστηκε, ενώ πάνω από 300 Χριστιανοί εξορίστηκαν από την Ιερουσαλήμ.
Ο κατεστραμμένος Ναός της Ανάστασης ανασυγκροτήθηκε με μεγαλοπρέπεια. Ένας Ρώσος προσκυνητής, ο ηγούμενος Δανιήλ, που επισκέφτηκε την Παλαιστίνη τα πρώτα χρόνια του 12ου αιώνα, αμέσως μετά την ίδρυση του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, το 1099, μέτρησε τις στήλες του Ναού, περιέγραψε το μαρμάρινο διάκοσμο του πατώματός του, καθώς και τις 6 πύλες του και έδωσε ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα μωσαϊκά του. Περιέγραψε επίσης πολλές εκκλησίες, λείψανα και τοποθεσίες της Παλαιστίνης που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη.
Ο Δανιήλ και ένας Αγγλοσάξων προσκυνητής, ο Saewulf, μιλούν για το πώς «οι ειδωλολάτρες Σαρακηνοί» (δηλαδή οι Άραβες) κρυμμένοι στα βουνά και τις σπηλιές κτυπούσαν μερικές φορές τους προσκυνητές για να τους ληστέψουν. Οι Σαρακηνοί πάντοτε παγίδευαν τους Χριστιανούς και κρυμμένοι στα βουνά και τις σπηλιές αγρυπνούσαν νύχτα και ημέρα, προσέχοντας να δουν σε ποιους θα μπορούσαν να επιτεθούν.
Η ανοχή των Χριστιανών εκ μέρους των Αράβων εκδηλώθηκε επίσης στη Δύση. Όταν για παράδειγμα στα τέλη του 11ου αιώνα οι Ισπανοί κατέλαβαν το Τολέδο από τους Άραβες εκπλάγηκαν βρίσκοντας χριστιανικές εκκλησίες της πόλης άθικτες και μαθαίνοντας ότι οι λειτουργίες δεν είχαν διακοπεί καθόλου. Με τον ίδιο τρόπο, όταν στα τέλη του 11ου αιώνα οι Νορμανδοί κατέλαβαν τη Σικελία, βρήκαν εκεί, παρά το γεγονός ότι οι Άραβες διοικούσαν περισσότερο από 200 χρόνια, πολλούς Χριστιανούς που ελεύθερα ομολογούσαν την πίστη τους.
Έτσι το πρώτο γεγονός του 11ου αιώνα, το οποίο είχε θλιβερό αντίκτυπο στη χριστιανική Δύση, υπήρξε η καταστροφή του Ναού της Ανάστασης, το 1009. Ένα άλλο γεγονός, σχετικό με τους Αγίους Τόπους έλαβε χώρα το δεύτερο ήμισυ του 11ου αιώνα.
Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, αφού νίκησαν το στρατό του Βυζαντίου το 1071, στο Ματζικέρτ, ίδρυσαν το Σουλτανάτο του Ικονίου στη Μικρά Ασία, προχωρώντας με επιτυχία προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτές οι στρατιωτικές επιτυχίες είχαν μεγάλο αντίκτυπο στην Ιερουσαλήμ, που καταλήφθηκε το 1070 από τον Τούρκο στρατηγό Atzig. Λίγο αργότερα η πόλη επαναστάτησε, αλλά ο Atzig την κατέλαβε και πάλι και την λεηλάτησε. Στη συνέχεια οι Τούρκοι κατέλαβαν την Αντιόχεια στη Συρία, εγκαταστάθηκαν στη Νίκαια, την Κύζικο και τη Σμύρνη, στη Μικρά Ασία και κατέκτησαν τη Χίο, τη Λέσβο, τη Σάμο και τη Ρόδο. Η κατάσταση των Ευρωπαίων προσκυνητών χειροτέρευσε και, παρόλο που οι διωγμοί σε βάρος των Χριστιανών υπερβάλλονται, είναι πολύ δύσκολο να συμφωνήσουμε με τη γνώμη του Ramsay για ηπιότητα των Τούρκων έναντι των Χριστιανών. «Οι Σελτζούκοι Σουλτάνοι», γράφει, «κυβερνούσαν τους Χριστιανούς υπηκόους τους με τρόπο επιεική και ανεκτικό και ακόμα και οι πιο προκατειλημμένοι Βυζαντινοί ιστορικοί κάνουν μερικούς υπαινιγμούς για Χριστιανούς που σε πολλές περιπτώσεις προτιμούσαν τη διοίκηση των Σουλτάνων από αυτήν των αυτοκρατόρων… Οι Χριστιανοί κάτω από τον ζυγό των Σελτζούκων ήταν πιο ευτυχισμένοι από αυτούς της κεντρικής αυτοκρατορίας. Πιο δυστυχισμένες από όλες ήταν οι συνοριακές περιοχές του Βυζαντίου, που υφίσταντο συνεχείς επιδρομές. Όσον αφορά τους θρησκευτικούς διωγμούς δεν βρίσκουμε ούτε ίχνος τους την εποχή των Σελτζούκων».
Η καταστροφή του Ναού της Ανάστασης το 2009 και η κατάκτηση της Ιερουσαλήμ από τους Τούρκους την 8η δεκαετία του 11ου αιώνα, υπήρξαν δυο σπουδαία γεγονότα που επηρέασαν πολύ τις θρησκευόμενες μάζες της Δυτικής Ευρώπης, προκαλώντας μια έντονη συγκίνηση και ένα ισχυρό θρησκευτικό ενθουσιασμό. Επιπλέον, πολλοί Ευρωπαίοι αντιλήφθηκαν ότι, αν το Βυζάντιο περιερχόταν στην εξουσία των Τούρκων όλη η χριστιανική Δύση θα εκτίθετο σε έναν τρομερό κίνδυνο. «Μετά από τόσους αιώνες φόβου και ερήμωσης», λέει ένας Γάλλος ιστορικός, «ο κόσμος της Μεσογείου θα υποκύψει και πάλι στις επιθέσεις των βαρβάρων; Αυτό είναι το αγωνιώδες ερώτημα που τίθεται κατά το 1075. Η Δυτική Ευρώπη, ανασυγκροτούμενη βαθμιαία κατά τον 11ο αιώνα, θα απαντήσει στις ομαδικές επιθέσεις των Τούρκων με μια Σταυροφορία» (Halphen).
Ο κίνδυνος όμως των ολοένα ενισχυόμενων Τούρκων γινόταν αισθητός κυρίως από τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, οι οποίοι, μετά την ήττα του Ματζικέρτ, φαινόταν ανίκανοι να αντισταθούν επιτυχώς, με τις δικές τους δυνάμεις, στους Τούρκους. Έστρεψαν τα μάτια τους στη Δύση, κυρίως στον Πάπα, ο οποίος σαν πνευματικός ηγέτης της Δύσης μπορούσε με την επιρροή του, να πείσει τους λαούς της Δυτικής Ευρώπης να δώσουν στο Βυζάντιο της απαραίτητη βοήθεια. Μερικές φορές, όπως δείχνει το μήνυμα του Αλέξιου Κομνηνού προς τον Ροβέρτο της Φλάνδρας, οι αυτοκράτορες έκαναν επίσης ατομική έκκληση στους ηγέτες της Δύσης. Ο Αλέξιος όμως είχε υπόψη του απλά μερικά βοηθητικά στρατεύματα και όχι ένα δυναμικό και καλά οργανωμένο στρατό.
Οι Πάπες απάντησαν πολύ ευνοϊκά στις εκκλήσεις των αυτοκρατόρων της Ανατολής. Εκτός από την καθαρά ιδεαλιστική πλευρά του ζητήματος (βοήθεια για το Βυζάντιο και συνεπώς για όλο τον χριστιανικό κόσμο, καθώς και απελευθέρωση των Αγίων Τόπων) οι Πάπες απέβλεπαν φυσικά και στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Καθολικής Εκκλησίας, ελπίζοντας, σε περίπτωση αποτυχίας, να αυξηθεί η επιρροή των Παπών (που δεν ξεχνούσαν το σχίσμα του 1054) ακόμα πιο πολύ. Η αρχική ιδέα του αυτοκράτορα του Βυζαντίου να αποκτήσει μερικούς μισθοφόρους από τη Δύση εξελίχθηκε βαθμιαία, κυρίως κάτω από την επίδραση των εκκλησιών του Πάπα, στην ιδέα μιας Σταυροφορίας, δηλαδή στην ιδέα μιας ομαδικής κίνησης των λαών της Δυτικής Ευρώπης που θα γινόταν κάτω από την κατεύθυνση των αρχόντων τους και των πιο εκλεκτών στρατιωτικών ηγετών τους.
Μέχρι το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα οι επιστήμονες πίστευαν ότι η πρώτη ιδέα των Σταυροφοριών, καθώς και η πρώτη σχετική έκκληση προήλθε, στα τέλη του 10ου αιώνα, από τον περίφημο Gerbert, κατόπιν Πάπα Σιλβέστρο Β’. Ανάμεσα στις επιστολές του υπάρχει μια «από την κατεστραμμένη Εκκλησία των Ιεροσολύμων προς την παγκόσμια Εκκλησία». Με το γράμμα αυτό η Εκκλησία των Ιεροσολύμων ζητάει από την παγκόσμια Εκκλησία να σπεύσει προς βοήθειά της. Τώρα οι καλύτεροι από τους ειδικούς στο πρόβλημα «Gerbert» θεωρούν το γράμμα αυτό αυθεντικό έργο του Gerbert, που το έγραψε πριν γίνει Πάπας, χωρίς όμως να διαβλέπουν σ’ αυτό τίποτα το σχετικό με τη Σταυροφορία, επειδή είναι ένα απλό μήνυμα προς τους πιστούς, που ζητάει από αυτούς να ενισχύσουν τα χριστιανικά ιδρύματα της Ιερουσαλήμ. Στα τέλη του 10ου αιώνα η θέση των Χριστιανών στην Παλαιστίνη δεν ήταν ακόμα τέτοια που να απαιτεί τη δημιουργία μιας κίνησης σαν αυτήν των Σταυροφόρων.
Πριν από την εποχή των Κομνηνών, κάτω από την πίεση των Σελτζούκων και τον κίνδυνο των Πατσινάκων, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ’ έστειλε μήνυμα στον Πάπα Γρηγόριο Ζ’ ζητώντας του βοήθεια και υποσχόμενος την ένωση των Εκκλησιών.
Ο Πάπας είχε επίσης γράψει πολλά γράμματα με τα οποία προέτρεπε τους αποδέκτες τους να υποστηρίξουν την αυτοκρατορία που χανόταν. Στο γράμμα του προς τον δούκα της Βουργουνδίας ο Πάπας γράφει: «Ελπίζουμε… ότι μετά την υποταγή των Νορμανδών, θα περάσουμε στην Κωνσταντινούπολη για να βοηθήσουμε τους Χριστιανούς οι οποίοι, πιεζόμενοι από τις συχνές επιδρομές των Σαρακηνών, ζητούν ανυπόμονα τη βοήθειά μας». Σε μια άλλη επιστολή του ο Γρηγόριος Ζ’ μιλάει για το οικτρό κατάντημα της μεγάλης αυτοκρατορίας. Ενώ σ’ ένα γράμμα του προς τον Γερμανό βασιλιά Ερρίκο Δ’ γράφει ότι «το περισσότερο μέρος της υπερπόντιας Χριστιανοσύνης καταστρέφεται από τους ειδωλολάτρες, οι Χριστιανοί δολοφονούνται κάθε μέρα σαν ζώα και η χριστιανική φυλή εξολοθρεύεται». Οι Χριστιανοί ζητούν ταπεινά βοήθεια για να μη χαθεί τελείως η χριστιανική θρησκεία. Ύστερα από τις εκκλήσεις του Πάπα οι Ιταλοί και άλλοι Ευρωπαίοι ετοίμασαν ένα στρατό από 50.000 περίπου άνδρες και σχεδίαζαν, αν μπορούσαν, να κάνουν τον Πάπα αρχηγό της εκστρατείας, θέλοντας να βαδίσουν κατά των εχθρών του Θεού για να φτάσουν στον Άγιο Τάφο.
«Κάνω αυτό το οποίο κάνω», συνεχίζει ο Πάπας, «επειδή η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, που διαφωνεί μαζί μας στο ζήτημα του Αγίου Πνεύματος επιθυμεί να συνδιαλλαγεί με τον αποστολικό θρόνο».
Στο γράμμα αυτό δεν τίθεται απλά το ζήτημα μιας Σταυροφορίας για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Ο Γρηγόριος Ζ’ σχεδίαζε μια εκστρατεία στην Κωνσταντινούπολη για να σώσει το Βυζάντιο, δηλαδή το προπύργιο της Χριστιανοσύνης στην Ανατολή. Η βοήθεια του Πάπα ακολουθείτο από την ένωση των Εκκλησιών και την επιστροφή της «σχισματικής» Ανατολικής Εκκλησίας στην «αληθινή» Καθολική Εκκλησία. Έχει κανείς την εντύπωση ότι στα γράμματα αυτά τίθεται το ζήτημα της προστασίας της Κωνσταντινούπολης μάλλον και όχι η κατάκτηση τω Αγίων Τόπων. Επιπλέον όλα αυτά τα γράμματα γράφτηκαν πριν πέσει η Ιερουσαλήμ στα χέρια των Τούρκων και πριν χειροτερεύσει η κατάσταση των Χριστιανών της Παλαιστίνης. Έτσι, στα σχέδια του Γρηγορίου, ο ιερός πόλεμος εναντίον του Ισλάμ φαίνεται να είχε δευτερεύουσα θέση. Φαίνεται δηλαδή ότι ο Πάπας, οπλίζοντας τους Χριστιανούς της Δύσης για τον αγώνα εναντίον της μουσουλμανικής Ανατολής, είχε υπόψη του τη «σχηματική» Ανατολή, που στον Γρηγόριο φαινόταν πιο φοβερή από το Ισλάμ. Σε μια επιστολή του (σχετική με τις περιοχές που ήταν κάτω από την κατοχή των Βέρβερων της Ισπανίας) ο Πάπας δηλώνει αδίστακτα ότι θα προτιμούσε να αφήσει αυτές τις περιοχές στα χέρια των απίστων, δηλαδή των Μουσουλμάνων, παρά να τις δει να πέφτουν στα χέρια των απείθαρχων τέκνων της Εκκλησίας. Αν τα μηνύματα του Γρηγορίου Ζ’ αποτελούν το πρώτο σχέδιο των Σταυροφοριών, δείχνουν τις σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ αυτού του σχεδίου και του σχίσματος των Εκκλησιών, του 1054.
Όπως ο Μιχαήλ Ζ’, έτσι και ο Αλέξιος Κομνηνός, κυρίως υπό την πίεση της φρίκης του 1091, έκανε έκκληση στη Δύση ζητώντας την αποστολή μισθοφόρων. Η επέμβαση όμως των Κομάνων και ο βίαιος θάνατος του Τούρκου πειρατή Τσαχά απομάκρυναν τον κίνδυνο και, από την πλευρά του Αλέξιου, η βοήθεια της Δύσης φαινόταν το 1092 άχρηστη για την αυτοκρατορία.
Στο μεταξύ όμως η κίνηση την οποία δημιούργησε ο Γρηγόριος Ζ’ στη Δύση διαδόθηκε πολύ, κυρίως χάρη στον δραστήριο Πάπα Ουρβανό Β’. Οι μισθοφόροι, τους οποίους ζήτησε ο Αλέξιος Κομνηνός, ξεχάστηκαν και ετίθετο πια το ζήτημα μιας ομαδικής κίνησης.
Η πρώτη κριτική έρευνα ενός Γερμανού ιστορικού, του Sybel, που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1841, υποστηρίζει (βλέποντάς τις από δυτική σκοπιά) τις εξής βασικές αιτίες των Σταυροφοριών:
1) Πρώτη αιτία είναι το γενικό θρησκευτικό πνεύμα, που αναπτύχθηκε τον 11ο αιώνα χάρη στη γνωστή κίνηση των Κλουνιανών. Σε μια κοινωνία που πιέζεται από τη συναίσθηση των αμαρτιών της υπάρχει μια τάση προς τον ασκητισμό, την απομόνωση, τα πνευματικά έργα και τα προσκυνήματα, ενώ η θεολογία και η φιλοσοφία της σχετικής με αυτήν εποχής επηρεάζεται πολύ από την τάση αυτή. Το πνεύμα αυτό υπήρξε η πρώτη γενική αιτία που κατεύθυνε τα πλήθη στο έργο της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων.
2) Δεύτερη αιτία είναι η ανάπτυξη του παπισμού τον 11ο αιώνα και κυρίως υπό τον Γρηγόριο Ζ’. Οι Σταυροφορίες ήταν πολύ επιθυμητές στους Πάπες, επειδή άνοιγαν ευρείς ορίζοντες για την περαιτέρω ανάπτυξη της παπικής εξουσίας και δύναμης. Αν οι Πάπες πετύχαιναν στις προσπάθειές τους θα άπλωναν την εξουσία τους σε πολλές νέες χώρες και θα επανέφεραν το «σχηματικό» Βυζάντιο στην Καθολική Εκκλησία. Έτσι η ιδεαλιστική τους επιθυμία να βοηθήσουν τους Χριστιανούς της Ανατολής και να ελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους αναμιγνυόταν με τον πόθο τους να αυξήσουν τη δύναμή τους και την εξουσία τους.
3) Κοσμικά και υλιστικά ελατήρια επηρέασαν επίσης αρκετά διάφορες κοινωνικές τάξεις. Συμμετέχοντας στη γενική θρησκευτική συγκίνηση, η αριστοκρατία, οι βαρόνοι και οι ιππότες, έβλεπαν στην προσπάθεια αυτή μια εξαιρετική ευκαιρία για να ικανοποιήσουν το πνεύμα της περιπέτειας και της αγάπης για πόλεμο που τους χαρακτήριζε. Μια εκστρατεία κατά της Ανατολής θα ικανοποιούσε τις φιλοδοξίες τους και τις υλικές τους προσδοκίες. Όσον αφορά τις κατώτερες τάξεις, οι αγρότες, τσακισμένοι από το βάρος του φεουδαρχικού δεσποτισμού είδαν τις Σταυροφορίες το λιγότερο σαν μια πρόσκαιρη απαλλαγή από τη φεουδαρχική καταπίεση, μια αναβολή της πληρωμής των οφειλών τους, κάποια ασφάλεια των οικογενειών τους και σαν μια απαλλαγή από τις αμαρτίες τους.
Αργότερα, οι επιστήμονες τόνισαν άλλα φαινόμενα, σχετικά με την προέλευση της Α’ Σταυροφορίας.
Κατά τον 11ο αιώνα οι δυτικοί προσκυνητές των Αγίων Τόπων ήταν πολυάριθμοι. Μερικές φορές τα προσκυνήματα γίνονταν κατά μεγάλες ομάδες και, εκτός από τα ατομικά προσκυνήματα, υπήρχαν και πραγματικές εκστρατείες στους Αγίους Τόπους. Το 1026-1027 επτακόσιοι προσκυνητές, μαζί με πολλούς Νορμανδούς ιππότες, επικεφαλής των οποίων ήταν ένας Γάλλος ηγούμενος, επισκέφτηκαν την Παλαιστίνη. Το ίδιο έτος ο Γουλιέλμος, κόμης του Angoulême, ακολουθούμενος από αρκετούς ηγούμενους της Δυτικής Γαλλίας και από μεγάλο αριθμό ευγενών, έκανε ένα ταξίδι στην Ιερουσαλήμ. Το 1033 πήγαν τόσοι προσκυνητές στον Άγιο Τάφο όσοι δεν είχαν πάει ποτέ πριν. Το πιο περίφημο όμως προσκύνημα έγινε το 1064-1065, με περισσότερα από 7.000 άτομα (συνήθως λέγεται ότι ήταν πάνω από 12.000). υπό την καθοδήγηση του Επισκόπου του Bamberg της Γερμανίας Günther. Οι προσκυνητές πέρασαν από την Κωνσταντινούπολη στη Μικρά Ασία και, ύστερα από πολλές περιπέτειες και απώλειες, έφτασαν στην Ιερουσαλήμ. Οι σχετικές με το μεγάλο αυτό προσκύνημα πηγές αναφέρουν ότι «από τις 7.000 δεν επέστρεψαν ούτε 2.000» και ότι πέθανε και ο ίδιος ο αρχηγός του προσκυνήματος Günther.
Γύρω από αυτά τα προσκυνήματα πριν από τις Σταυροφορίες, έχει δημιουργηθεί το ζήτημα του κατά πόσο ο 11ος αιώνας μπορεί να θεωρηθεί (όπως συχνά θεωρείται) σαν μια μεταβατική περίοδος από τα ειρηνικά προσκυνήματα στις στρατιωτικές εκστρατείες της εποχής των Σταυροφοριών. Πολλοί επιστήμονες προσπάθησαν να αποδείξουν ότι, λόγω των νέων συνθηκών που δημιουργήθηκαν στην Παλαιστίνη μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους, οι ομάδες των προσκυνητών άρχισαν να ταξιδεύουν οπλισμένες για να μπορούν να υπερασπίζονται τον εαυτό τους κατά των πιθανών επιθέσεων. Τώρα χάρη στον Joranson, έχει γίνει δεκτό το γεγονός ότι το μεγαλύτερο προσκύνημα του 11ου αιώνα έγινε αποκλειστικά από άοπλα άτομα και συνεπώς προκύπτει το ερώτημα αν έλαβε ποτέ χώρα προσκύνημα, πριν την περίοδο των Σταυροφοριών, με τη μορφή εκστρατείας οπλισμένων ανθρώπων. Φυσικά μερικοί από τους ιππότες προσκυνητές ήταν οπλισμένοι, αλλά οπωσδήποτε δεν υπήρξαν ποτέ Σταυροφόροι. Έπαιζαν όμως σπουδαίο ρόλο στην ιστορία της προέλευσης των Σταυροφοριών, πληροφορώντας τους Ευρωπαίους της Δύσης για την κατάσταση των Αγίων Τόπων και διεγείροντας το ενδιαφέρον τους. Όλα αυτά τα προσκυνήματα έγιναν πριν οι Τούρκοι κατακτήσουν την Παλαιστίνη. Ένα από τα αποτελέσματα της πιο σύγχρονης έρευνας των προσκυνημάτων του 11ου αιώνα, που έγιναν πριν τις κατακτήσεις των Τούρκων, είναι η ανακάλυψη ότι οι Άραβες μερικές φορές κακοποιούσαν στην Παλαιστίνη τους προσκυνητές, πολλά χρόνια πριν καταλάβουν τη χώρα αυτή οι Σελτζούκοι. Έτσι η άποψη ότι «όσο οι Άραβες κρατούσαν την Ιερουσαλήμ, οι Ευρωπαίοι Χριστιανοί μπορούσαν να περνούν ανενόχλητοι», πρέπει να θεωρηθεί τώρα σαν πολύ θετική.
Δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικές με προσκυνήματα του 11ου αιώνα από το Βυζάντιο προς στους Αγίους Τόπους. Ένας Βυζαντινός μοναχός, ο Επιφάνειος, που έγραψε τον πρώτο ελληνικό «Οδηγό» των Αγίων Τόπων, περιγράφει πώς ήταν η Παλαιστίνη πριν από τις Σταυροφορίες. Η περίοδος όμως στην οποία έζησε, δεν μπορεί να καθοριστεί οριστικά και οι ειδικοί την τοποθετούν μεταξύ του τέλους του 8ου και του 11ου αιώνα.
Πριν από την Α’ Σταυροφορία, η Ευρώπη είχε αντιμετωπίσει τρεις γνήσιες Σταυροφορίες: τους πολέμους στην Ισπανία, κατά των Βέρβερων, την κατάληψη από τους Νορμανδούς της Απουλίας και της Σικελίας και την κατάληψη της Αγγλίας από τους Νορμανδούς, το 1066.
Επιπλέον, τον 11ο αιώνα, παρουσιάστηκε στην Ιταλία μια πολιτική και οικονομική κίνηση με κέντρο τη Βενετία. Η ειρήνευση της Αδριατικής έθεσε τις βάσεις της ναυτικής δύναμης της Βενετίας, ενώ το περίφημο Χρυσόβουλο του 1082 άνοιξε στη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου τις βυζαντινές αγορές. «Την ημέρα αυτή άρχισε το διεθνές εμπόριο της Βενετίας» (Diehl). Την εποχή αυτή η Βενετία, όπως και μερικές άλλες νότιες ιταλικές πόλεις, δεν δίσταζαν να εμπορεύονται με κέντρα μουσουλμανικά. Συγχρόνως η Γένουα και η Πίζα, η οποία τον 10ο αιώνα και στις αρχές του 11ου είχε λεηλατηθεί πολλές φορές από τους Μουσουλμάνους πειρατές της Αφρικής, ανέλαβαν, το 1015-1016, μια εκστρατεία εναντίον της Σαρδηνίας, που ανήκε στους Μουσουλμάνους και πέτυχαν να κατακτήσουν τη Σαρδηνία και την Κορσική. Τα πλοία αυτών των δύο πόλεων, το 1087, με την ενθάρρυνση του Πάπα, κτύπησαν με επιτυχία τη βόρεια αφρικανική ακτή. Όλες οι εκστρατείες αυτές κατά των απίστων δεν οφείλονται μόνο στο θρησκευτικό ενθουσιασμό ή στο πνεύμα της περιπέτειας, αλλά και σε οικονομικούς λόγους.
Ένα άλλο γεγονός που συνδέεται με την προέλευση των Σταυροφοριών, είναι η αύξηση του πληθυσμού μερικών χωρών, η οποία άρχισε το 1100 περίπου. Είναι γνωστό ότι ο πληθυσμός αύξανε στη Φλάνδρα και τη Γαλλία.
Ο 11ος αιώνας στη Γαλλία υπήρξε μια εποχή συχνών λιμών, ξηρασιών, επιδημιών και σκληρών χειμώνων. Οι δύσκολες αυτές συνθήκες ανάγκασαν τον πληθυσμό να σκεφτεί τις μακρινές χώρες που ήταν γεμάτες πλούτη.
Έχοντας όμως αυτούς τους παράγοντες υπόψη, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι, στα τέλη του 11ου αιώνα, η Ευρώπη ήταν πνευματικά και οικονομικά έτοιμη για να αναλάβει μια εκτεταμένη Σταυροφορία.
Η γενική κατάσταση πριν από την Α’ Σταυροφορία ήταν τελείως διαφορετική από αυτήν πριν από τη Β’ Σταυροφορία. Αυτά τα 51 χρόνια (1096-1147) υπήρξαν μια από τις πιο σπουδαίες εποχές της ιστορίας. Στη διάρκεια των ετών αυτών, η οικονομική, θρησκευτική και γενικά η μορφή του πολιτισμού της Ευρώπης άλλαξε ριζικά κι ένας νέος κόσμος παρουσιάστηκε στη Δυτική Ευρώπη. Οι μεταγενέστερες Σταυροφορίες δεν πρόσθεσαν πολλά πράγματα στα όσα έγιναν στην περίοδο αυτή, επειδή συνέχισαν αυτό που έγινε στη διάρκεια αυτών των 51 ετών. Και είναι παράξενο το γεγονός ότι ένας Ιταλός ιστορικός χαρακτηρίζει τις πρώτες Σταυροφορίες «στείρες παραφροσύνες» (Cerone).
Η Α’ Σταυροφορία αποτελεί την πρώτη οργανωμένη επίθεση του χριστιανικού κόσμου κατά των απίστων. Αυτή η επίθεση δεν περιορίστηκε στην Κεντρική Ευρώπη, την Ιταλία και το Βυζάντιο, αλλά άρχισε από τη ΝΔ γωνιά της Ευρώπης, στην Ισπανία, για να τελειώσει στις ατέλειωτες στέπες της Ρωσίας.
Όσον αφορά την Ισπανία, ο Πάπας Ουρβανός Β’, στο γράμμα που έστειλε στους κόμηδες της Ισπανίας, τους επίσκοπους, τους υποκόμηδες και ευγενείς και ισχυρούς ανθρώπους, τους έλεγε να μείνουν στη χώρα τους, αντί να πάνε στην Ιερουσαλήμ και να χρησιμοποιήσουν τη δραστηριότητά τους για την ανασυγκρότηση των χριστιανικών εκκλησιών που καταστράφηκαν από τους Βέρβερους.
Στα ΒΑ η Ρωσία υπερασπιζόταν τον εαυτό της απελπιστικά κατά των βαρβαρικών ορδών των Κομάνων, οι οποίοι παρουσιάστηκαν στις νότιες στέπες, στα μέσα του 11ου αιώνα και κατέστρεψαν το εμπόριο, καταλαμβάνοντας όλους τους δρόμους που οδηγούσαν από τη Ρωσία στην Ανατολή και το Νότο. Ο Ρώσος ιστορικός Kluchevsky γράφει ότι «ο αγώνας αυτός μεταξύ των Ρώσων και των Κομάνων (που κράτησε σχεδόν δύο αιώνες) έχει τη θέση του στην ιστορία της Ευρώπης, επειδή, καθώς η Δύση ήταν απασχολημένη με τις Σταυροφορίες εναντίον των δυνάμεων της Ασίας και της Ανατολής, ενώ μια παρόμοια κίνηση εκτυλισσόταν στην Ιβηρική χερσόνησο κατά των Βέρβερων, η Ρωσία συγκρατούσε την αριστερή πλευρά της Ευρώπης. Όμως, η ιστορική αυτή προσφορά της στοίχισε πολύ, εφόσον όχι μόνο έχασε τις παλιές της εγκαταστάσεις που είχε στον πόταμο Δνείπερο, αλλά και μεταβλήθηκε όλος ο ρυθμός της ζωής της». Με τον τρόπο αυτό η Ρωσία συμμετείχε στη γενική κίνηση των Σταυροφοριών της Δυτικής Ευρώπης, υπερασπιζόμενη τον εαυτό της, αλλά και υπερασπίζοντας συγχρόνως την Ευρώπη εναντίον των άπιστων βαρβάρων. «Αν οι Ρώσοι είχαν σκεφτεί να πάρουν τον σταυρό», λέει ο Leib, «θα τους είχε λεχθεί ότι βασικό τους καθήκον ήταν να υπηρετήσουν τον Χριστιανισμό, υπερασπίζοντας τη χώρα τους, όπως έγραφε ο Πάπας στους Ισπανούς».
Τα σκανδιναβικά βασίλεια συμμετείχαν και αυτά στην Α’ Σταυροφορία, αλλά με μικρές δυνάμεις. Το 1097 ένας Δανός ευγενής, ο Svein, οδήγησε ένα μικρό τμήμα Σταυροφόρων στην Παλαιστίνη. Στο Βορρά δεν υπήρχε μεγάλος θρησκευτικός ενθουσιασμός και, από όσα ξέρουμε, οι περισσότεροι από τους σκανδιναβούς Σταυροφόρους κινούνταν λιγότερο από χριστιανικό ζήλο και περισσότερο από αγάπη στον πόλεμο και την περιπέτεια και από την προσδοκία του κέρδους.
Στον Καύκασο υπήρχαν δύο χριστιανικές χώρες: η Αρμενία και η Γεωργία. Μετά όμως την ήττα των Βυζαντινών στο Ματζικέρτ, το 1071, η Αρμενία περιήλθε στην εξουσία των Τούρκων και συνεπώς δεν μπορούσε πια να τεθεί ζήτημα συμμετοχής των Αρμενίων του Καυκάσου στην Α’ Σταυροφορία. Όσον αφορά τη Γεωργία, οι Σελτζούκοι είχαν κατακτήσει τη χώρα αυτή τον 11ο αιώνα και μόνο μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους Σταυροφόρους, το 1099, ο βασιλιάς της Γεωργίας Δαβίδ κατόρθωσε να διώξει τους Τούρκους. Το γεγονός αυτό συνέβη το 1100 περίπου ή, όπως αναφέρει ένα χρονικό της Γεωργίας, όταν «ο στρατός των Φράγκων εκστράτευσε και με τη βοήθεια του Θεού κατέλαβε την Ιερουσαλήμ και την Αντιόχεια. Η Γεωργία τότε αποκατέστησε την ελευθερία της και ο Δαβίδ έγινε παντοδύναμος».

Όταν το 1095 (λόγω των περιπλοκών στη Δυτική Ευρώπη και των σχεδιαζόμενων μεταρρυθμίσεων) ο Πάπας Ουρβανός Β’ κάλεσε μια Σύνοδο στην Πλακεντία της Ιταλίας, παραβρέθηκε εκεί και μια αντιπροσωπεία του Αλέξιου Κομνηνού, προκειμένου να ζητήσει βοήθεια. Το γεγονός αυτό το αρνούνται μερικοί επιστήμονες, αλλά οι σύγχρονοι ερευνητές του προβλήματος αυτού έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πράγματι ο Αλέξιος έστειλε στην Πλακεντία μια έκκληση για βοήθεια.
Φυσικά το γεγονός αυτό δεν υπήρξε η «τελική ώθηση» (όπως λέει ο Sybel) που προκάλεσε την Α’ Σταυροφορία. Όπως και πριν, αν ο Αλέξιος ζήτησε βοήθεια στην Πλακεντία, δε σκέφτηκε μια Σταυροφορία. Ο αυτοκράτορας απλά επιθυμούσε την αποστολή μισθοφόρων κατά των Τούρκων, που τα τελευταία τρία χρόνια είχαν εξελιχθεί, με την πετυχημένη τους προώθηση στη Μ. Ασία, σε μια μεγάλη απειλή. Το 1095 περίπου έγινε Σουλτάνος ο Qilij Arslan, ο οποίος έκανε τη Νίκαια πρωτεύουσά του.
Λόγω των επιτυχιών αυτών, δεν αποκλείεται στην Πλακεντία ο Αλέξιος να ζήτησε βοήθεια. Σκοπός του όμως δεν ήταν η Σταυροφορία, αλλά η βοήθεια εναντίον των Τούρκων. Το αίτημά του έγινε ευνοϊκά δεκτό στην Πλακεντία, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για το γεγονός αυτό. Ένας σύγχρονος ιστορικός παρατηρεί ότι «από τη Σύνοδο της Πλακεντίας μέχρι την άφιξη των Σταυροφόρων στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, οι σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης καλύπτονται από βασανιστικό σκοτάδι» (Duncalf).
Το Νοέμβριο του 1095 συγκροτήθηκε στη Γαλλία η Σύνοδος του Clermont, στη διάρκεια της οποίας συγκεντρώθηκαν τόσο πολλοί άνθρωποι, ώστε δεν υπήρχε στην πόλη χώρος για να μείνουν οι επισκέπτες και το πλήθος έμενε στο ύπαιθρο. Μετά το τέλος της Συνόδου, στη διάρκεια της οποίας συζητήθηκαν μερικά αξιόλογα και αυστηρώς εκκλησιαστικής μορφής ζητήματα, ο Ουρβανός Β’ έκανε μια πολύ συγκινητική ομιλία, που το πρωτότυπο κείμενό της έχει χαθεί. Μερικοί από αυτούς που παρακολούθησαν τη Σύνοδο έγραψαν αργότερα, από μνήμης, την ομιλία, αλλά τα κείμενά τους διαφέρουν πολύ το ένα από το άλλο. Αναφερόμενος με θέρμη στους διωγμούς των Χριστιανών των Αγίων Τόπων, ο Πάπας παρότρυνε το πλήθος να οπλιστεί για την απελευθέρωση του Αγίου Τάφου και των Χριστιανών της Ανατολής. Φωνάζοντας «Deus lo volt» (ο Θεός το θέλει) το πλήθος μαζευόταν κοντά στον Πάπα, που πρότεινε την καθιέρωση, σαν έμβλημα των Σταυροφόρων, ένα κόκκινο Σταυρό, που θα έφεραν στον δεξί τους ώμο (από όπου και προήλθε το όνομα «Σταυροφόροι»). Οι Σταυροφόροι πήραν την υπόσχεση ότι θα τους συγχωρεθούν οι αμαρτίες, ότι θα απαλλαγούν από τα χρέη τους και ότι θα προστατευθούν οι ιδιοκτησίες τους στη διάρκεια της απουσίας τους. Δεν υπήρξε καμιά πίεση, αλλά όσοι θα λιποτακτούσαν, θα αφορίζονταν και θα θεωρούνταν ως εκτός νόμου. Από τη Γαλλία ο ενθουσιασμός απλώθηκε στην Ιταλία, τη Γερμανία και την Αγγλία. Μια τεράστια κίνηση προς την Ανατολή σχηματιζόταν, της οποίας η πραγματική έκταση και σημασία δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή στη Σύνοδο του Clermont.
Συνεπώς, η κίνηση που ξεκίνησε από το Clermont για να μεταμορφωθεί σε μια Σταυροφορία, υπήρξε το προσωπικό έργο του Ουρβανού Β’, ο οποίος για να πραγματοποιήσει το εγχείρημά του, βρήκε ευνοϊκές συνθήκες στη θρησκευτική και οικονομική ζωή του δεύτερου ήμισυ του 11ου αιώνα.
Ενώ ο κίνδυνος που εγειρόταν απειλητικά στην Μικρά Ασία γινόταν πιο έντονος, η Α’ Σταυροφορία αποφασίστηκε, ουσιαστικά, στο Clermont. Τα νέα, σχετικά με την απόφαση αυτή, έφτασαν στον Αλέξιο σαν μια απροσδόκητη και ανησυχαστική έκπληξη, επειδή ποτέ του δεν περίμενε ούτε επιθυμούσε βοήθεια με τη μορφή μιας Σταυροφορίας. Όταν ο Αλέξιος ζήτησε μισθοφόρους από τη Δύση, τους ζήτησε για την προστασία της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή του ίδιου του κράτους. Η ιδέα της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων είχε γι’ αυτόν δευτερεύουσα σημασία.
Για το Βυζάντιο δεν υπήρχε κατά τον 11ο αιώνα, το πρόβλημα μιας Σταυροφορίας. Ούτε οι μάζες των ανθρώπων, ούτε ο ίδιος ο αυτοκράτορας διέθεταν θρησκευτικό ενθουσιασμό, ενώ συγχρόνως δεν υπήρχε κανείς που θα μπορούσε να κηρύξει τη Σταυροφορία. Για το Βυζάντιο το πολιτικό πρόβλημα της διάσωσης του κράτους από τους ανατολικούς και βόρειους εχθρούς του, δεν είχε καμιά σχέση με την εκστρατεία στους Αγίους Τόπους. Η ανατολική αυτοκρατορία είχε γνωρίσει τις δικές της «Σταυροφορίες», δηλαδή τις λαμπρές και νικηφόρες εκστρατείες του Ηράκλειου κατά της Περσίας, τον 7ο αιώνα, οπότε αποδόθηκαν στην αυτοκρατορία οι Άγιοι Τόποι και ο Τίμιος Σταυρός και τις νικηφόρες εκστρατείες του Νικηφόρου Φωκά, του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασίλειου Β’ εναντίον των Αράβων στη Συρία, όταν οι αυτοκράτορες είχαν σχεδιάσει οριστικά να επανακτήσουν την Ιερουσαλήμ. Το σχέδιο αυτό δεν πραγματοποιήθηκε για το Βυζάντιο, που τον 11ο αιώνα, υπό την απειλητική πίεση των επιτυχιών των Τούρκων στη Μικρά Ασία, εγκατέλειψε κάθε ελπίδα επανάκτησης των Αγίων Τόπων. Για το Βυζάντιο το πρόβλημα της Παλαιστίνης την εποχή αυτή ετίθετο πολύ αφηρημένα και δεν είχε σχέση με τα ζωτικά ενδιαφέροντα της αυτοκρατορίας. Το 1090-1091 το Βυζάντιο αντιμετώπιζε την καταστροφή και ο Αλέξιος, αφού ζήτησε τη βοήθεια των Δυτικών και έλαβε σε απάντηση την αποστολή των Σταυροφόρων, το μόνο που σκεπτόταν ήταν η σωτηρία της αυτοκρατορίας. Ο Αλέξιος απευθυνόμενος στο γιο και διάδοχό του Ιωάννη γράφει τις εξής ενδιαφέρουσες γραμμές για την Α’ Σταυροφορία:
«Δεν θυμάσαι τι μου συνέβη; Δεν σκέπτεσαι και δεν υπολογίζεις την κίνηση της Δύσης στη χώρα αυτή που είχε σαν αποτέλεσμα τον ατιμασμό του μεγαλείου της Νέας Ρώμης και την αξιοπρέπεια του θρόνου;».
Με τα λόγια αυτά του Αλέξιου μπορεί κανείς να συγκρίνει το ακόλουθο απόσπασμα από την «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής, που είναι επίσης σχετικό με την Α’ Σταυροφορία:
«Έγινε», γράφει η Κομνηνή, «ένας τέτοιος ξεσηκωμός ανδρών και γυναικών που δεν είχε ποτέ άλλοτε παρουσιαστεί. Οι απλόκαρδοι άνθρωποι κινούνταν από την πραγματική επιθυμία να προσκυνήσουν τον Τάφο του Κυρίου μας και να επισκεφτούν τους Αγίους Τόπους, αλλά οι πιο πανούργοι, όπως ο Βοημούνδος και όσοι σκέφτονταν σαν κι αυτόν, είχαν άλλες κρυφές επιδιώξεις. Είχαν δηλαδή την ελπίδα ότι θα έβρισκαν κάποιο τρόπο και κάποια πρόφαση να καταλάβουν την ίδια την πρωτεύουσα».
Τα δύο αυτά αποσπάσματα γραμμένα από τον ίδιο τον αυτοκράτορα και τη μορφωμένη κόρη του δίνουν μια εξαιρετική εικόνα της πραγματικής στάσης του Βυζαντίου απέναντι στους Σταυροφόρους και της Σταυροφορίας. Κατά τη γνώμη του Αλέξιου οι Σταυροφόροι βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο με τους βαρβάρους που απειλούσαν την αυτοκρατορία, δηλαδή τους Τούρκους και τους Πατσινάκους. Η Άννα Κομνηνή αναφέρει απλώς τους «απλόκαρδους» από τους Σταυροφόρους που πραγματικά επιθυμούσαν να επισκεφτούν τους Αγίους Τόπους. Η ιδέα μιας Σταυροφορίας ήταν απολύτως ξένη προς το πνεύμα του Βυζαντίου στα τέλη του 11ου αιώνα. Μια μόνο επιθυμία κυριαρχούσε στην ηγεσία του Βυζαντίου: να απαλλαγεί από τον καταθλιπτικό κίνδυνο της Ανατολής και του Βορρά. Συνεπώς η Α’ Σταυροφορία υπήρξε αποκλειστικό έργο της Δύσης, που είχε κάποια πολιτική σχέση με το Βυζάντιο. Η αλήθεια είναι ότι η Ανατολική αυτοκρατορία έδωσε μερικά στρατεύματα στους Σταυροφόρους, αλλά τα στρατεύματα αυτά του Βυζαντίου δεν προχώρησαν πέρα από τη Μικρά Ασία και δεν έλαβαν μέρος στην κατάκτηση της Συρίας και της Παλαιστίνης.
Την άνοιξη του 1096, χάρη στο κήρυγμα του Πέτρου του Ερημίτη,[1] από το Amiens της Γαλλίας, στον οποίον αποδίδεται (από ένα ιστορικό θρύλο, που τώρα δεν είναι δεκτός) η όλη κίνηση των Σταυροφόρων, μαζεύτηκε στη Γαλλία ένα πλήθος 50.000 φτωχών, κυρίως, ανθρώπων, μικρών ιπποτών και άστεγων αλητών, που άοπλοι σχεδόν βάδιζαν μέσω της Γερμανίας, της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας προς την Κωνσταντινούπολη. Ο ανοργάνωτος αυτός όχλος του Πέτρου δεν αντιλαμβανόταν από ποιες χώρες περνούσε και, ασυνήθιστος στην τάξη και την υπακοή, βάδιζε λεηλατώντας και καταστρέφοντας τη χώρα. Ο Αλέξιος Κομνηνός έμαθε με δυσαρέσκεια το πλησίασμα των Σταυροφόρων, και η δυσαρέσκεια αυτή μεταβλήθηκε σε ανησυχία όταν πληροφορήθηκε τις λεηλασίες και τις καταστροφές που επέφεραν στο δρόμο τους οι Σταυροφόροι. Πλησιάζοντας την πρωτεύουσα οι Σταυροφόροι, ως συνήθως, άρχισαν να λεηλατούν τα περίχωρά της. Ο Αλέξιος Κομνηνός έσπευσε να τους μεταφέρει μέσω του Βοσπόρου στη Μικρά Ασία όπου, κοντά στη Νίκαια, σκοτώθηκαν σχεδόν εύκολα από τους Τούρκους, εκτός από 3.000 που διασώθηκαν. Ο Πέτρος ο Ερημίτης γύρισε στην Κωνσταντινούπολη πριν από την καταστροφή.
Το επεισόδιο του Πέτρου του Ερημίτη και του «στρατού» του υπήρξε ένα είδος εισαγωγής στην Α’ Σταυροφορία. Η δυσάρεστη εντύπωση που άφησε ο «στρατός» αυτός προδιάθεσε άσχημα το Βυζάντιο κατά των μεταγενέστερων Σταυροφόρων. Όσον αφορά τους Τούρκους, ύστερα από την εύκολη νίκη τους κατά του στρατού του Πέτρου, ήταν σίγουροι ότι θα νικούσαν και τα υπόλοιπα στρατεύματα των Σταυροφόρων. Το καλοκαίρι του 1096 άρχισε στη Δυτική Ευρώπη μια σχετική με τις Σταυροφορίες κίνηση των δουκών, των κόμηδων και των πριγκίπων, δηλαδή άρχισε η οργάνωση ενός πραγματικού στρατού.
Κανείς από τους άρχοντες της Δύσης δεν πήρε μέρος στη Σταυροφορία. Ο Ερρίκος Δ’ της Γερμανίας ήταν τελείως απασχολημένος με τους αγώνες του με τον Πάπα, ο Φίλιππος Α’ της Γαλλίας ήταν υπό αφορισμό λόγω του διαζυγίου του με τη νόμιμή του γυναίκα και λόγω του γάμου του με μια άλλη γυναίκα και ο Άγγλος βασιλιάς Γουλιέλμος Β’ ο Πυρότριχος ήταν απασχολημένος σ’ ένα συνεχή αγώνα με τους υπηκόους του, την εκκλησία και το λαό, ενώ διατηρούσε συγχρόνως την εξουσία με τρόπο επισφαλή.
Από τους ηγέτες του στρατού των Σταυροφόρων πρέπει να αναφέρουμε τους εξής: Πρώτος είναι ο Γοδεφρείδος (Codfrey de Bouillon), από τη Λωρραίνη, στον οποίον οι μεταγενέστεροι θρύλοι αποδίδουν ένα τόσο ευγενικό χαρακτήρα που δυσκολεύει τον πραγματικό του χαρακτηρισμό. Στην πραγματικότητα υπήρξε ένας γενναίος και ικανός στρατιώτης και ένας θρησκευτικά σκεπτόμενος άνθρωπος που επιθυμούσε με την εκστρατεία αυτή να αποκαταστήσει τις απώλειες που είχε υποστεί στις ευρωπαϊκές του κτήσεις. Οι δυο του αδελφοί έλαβαν κι αυτοί μέρος κι ο ένας από αυτούς, ο Βαλδουίνος, θα γινόταν αργότερα βασιλιάς στα Ιεροσόλυμα. Με την καθοδήγηση του Γοδεφρείδου ο στρατός της Λωρραίνης προχώρησε μπροστά. Ο δούκας της Νορμανδίας Ροβέρτος, γιος του Γουλιέλμου του κατακτητή και αδελφός του βασιλιά της Αγγλίας Γουλιέλμου του Πυρρού, έλαβε μέρος στη Σταυροφορία, χωρίς να ωθείται από θρησκευτικά ελατήρια ή ιπποτικές διαθέσεις, απλά λόγω του ότι δεν ικανοποιείτο από τη μικρή εξουσία που διέθετε στο Δουκάτο του, που, λίγο πριν ξεκινήσει για τη Σταυροφορία, είχε ενεχυριάσει αντί ορισμένου χρηματικού ποσού, στον αδελφό του. Ο Ούγος (Hugues de Vermandois), αδελφός του βασιλιά της Γαλλίας, γεμάτος φιλοδοξίες, απέβλεπε στη δόξα και σε νέες κτήσεις και οι Σταυροφόροι τον εκτιμούσαν πολύ. Ο τραχύς και ευέξαπτος κόμης της Φλάνδρας, Ροβέρτος Β’, έλαβε επίσης μέρος στην εκστρατεία και ονομάστηκε γι’ αυτό Ιεροσολυμίτης. Αρχηγοί των τριών στρατιών ήταν ο Ούγος ως αρχηγός του στρατού της Μέσης Γαλλίας και ο Ροβέρτος της Νορμανδίας με το Ροβέρτο της Φλάνδρας ως αρχηγοί των δύο στρατιών της Βόρειας Γαλλίας. Αρχηγός του στρατού της Νότιας Γαλλίας ήταν ο κόμης της Τουλούζης Ραϋμόνδος, ο οποίος ήταν πολύ γνωστός από τους αγώνες του εναντίον των Αράβων στην Ισπανία, ως ικανός ηγέτης και πολύ θρησκευόμενος άνθρωπος. Τελικά, ο ηγεμόνας του Τάραντα Βοημούνδος (γιος του Ροβέρτου Γυισκάρδου) και ο ανεψιός του Ταγκρέδος, που κυβερνούσε το νότιο ιταλικό στρατό των Νορμανδών, δεν είχαν κανένα θρησκευτικό ενδιαφέρον και, καθόλου απίθανο, έλπιζαν να βρουν ευκαιρία για να λύσουν τις διαφορές τους με το Βυζάντιο. Πολύ πιθανόν, ο Βοημούνδος είχε ήδη συγκεντρώσει τις φιλοδοξίες του στην απόκτηση της Αντιόχειας. Οι Νορμανδοί λοιπόν μετέφεραν στη Σταυροφορία έναν καθαρά κοσμικό και πολιτικό παράγοντα που ήταν αντίθετος με την πρώτη ιδέα της κίνησης των Σταυροφόρων. Ο στρατός του Βοημούνδου ήταν ίσως ο πιο καταρτισμένος απ’ όλα τα υπόλοιπα τμήματα των Σταυροφόρων, για μια τέτοια εκστρατεία, «επειδή περιλάμβανε άτομα που είχαν έλθει σ’ επαφή τόσο με τους Σαρακηνούς στη Σικελία, όσο και με τους Βυζαντινούς στη Νότια Ιταλία». Όλα τα στρατεύματα των Σταυροφόρων επιδίωκαν τους δικούς τους σκοπούς και δεν υπήρχε ούτε το γενικό σχέδιο ούτε γενικός αρχηγός. Τον κύριο ρόλο, στην Α’ Σταυροφορία, έπαιξε η Γαλλία.
Ένα μέρος του στρατού των Σταυροφόρων πήγε στην Κωνσταντινούπολη μέσω ξηράς και ένα μέσω θάλασσας. Όπως ο «στρατός» του Πέτρου του Ερημίτη έτσι και οι Σταυροφόροι λεηλάτησαν τα μέρη από τα οποία περνούσαν μεταχειριζόμενοι κάθε είδους βία. Ένας μάρτυρας αυτής της διάβασης των Σταυροφόρων, ο αρχιεπίσκοπος της Βουλγαρίας Θεοφύλακτος εξηγώντας τη σιωπή του, σ’ ένα γράμμα κατηγορεί τους Σταυροφόρους και λέει: «Τα χείλη μου συμπιέζονται. Πρώτα απ’ όλα η διάβαση των Φράγκων ή η εισβολή τους, ή δεν ξέρω πώς μπορεί να την ονομάσει κανείς, μας έχει τόσο πολύ επηρεάσει όλους μας ώστε δεν έχουμε καν αίσθηση του εαυτού μας. Αρκετά έχουμε πιεί το πικρό ποτήρι της εισβολής… Επειδή συνηθίσαμε στη σκληρότητα των Φράγκων, υποφέρουμε πιο εύκολα από πριν τις ατυχίες μας εφόσον ο χρόνος είναι καλός δάσκαλος όλων».
Είναι φανερό ότι ο Αλέξιος Κομνηνός είχε σπουδαίους λόγους να μη εμπιστεύεται τέτοιους υπερασπιστές της ιδέας της Σταυροφορίας. Ο αυτοκράτορας περίμενε ανήσυχα το στρατό των Σταυροφόρων που πλησίαζε απ’ όλες τις πλευρές την πρωτεύουσα και ο οποίος αριθμητικά ήταν κάτι τελείως διαφορετικό από τους μισθοφόρους που είχε ζητήσει από τη Δύση. Μερικοί ιστορικοί κατηγορούν τον Αλέξιο και τους Βυζαντινούς για απιστία προς τους Σταυροφόρους. Κάτι τέτοιο όμως δεν πρέπει να το αποδεχτούμε, κυρίως αφότου η προσοχή στρέφεται στις λεηλασίες, τη λαφυραγώγηση και τους εμπρησμούς των Σταυροφόρων. Επίσης πρέπει να απορρίψουμε τον αυστηρό και αντι-ιστορικό χαρακτηρισμό του Γίβωνα, ο οποίος λέει ότι θα μπορούσε να συγκρίνει τον αυτοκράτορα Αλέξιο με το τσακάλι που ακολουθεί τα βήματα του λιονταριού και που καταβροχθίζει τα υπολείμματα που αυτό αφήνει. Φυσικά ο Αλέξιος δεν ήταν ο ταπεινός εκείνος άνθρωπος που θα μάζευε ό,τι του άφηναν οι Σταυροφόροι. Ο Αλέξιος αποδείχθηκε ο πολιτικός που κατάλαβε τι απειλή, για την ύπαρξη της αυτοκρατορίας του, αποτελούσαν οι Σταυροφόροι και γι’ αυτό πρώτη του σκέψη ήταν να μεταφέρει το γρηγορότερο τους ανήσυχους και επικίνδυνους «επισκέπτες» του στη Μικρά Ασία, όπου θα ολοκλήρωναν το σκοπό για τον οποίον ήρθαν στην Ανατολή, την καταπολέμηση δηλαδή των απίστων. Μια ατμόσφαιρα αμοιβαίας δυσπιστίας δημιουργείτο μεταξύ των Λατίνων και των Βυζαντινών, στο πρόσωπο των οποίων παρουσιάζονταν όχι μόνον οι σχισματικοί, αλλά και οι πολιτικοί ανταγωνισμοί που επρόκειτο αργότερα να λύσουν τις διαφορές τους με τη δύναμη του ξίφους. Ένας μορφωμένος και καλά καταρτισμένος Έλληνας πατριώτης, του 19ου αιώνα, ο Βικέλας γράφει τα εξής:
«Εμπρός στα μάτια των Δυτικών οι Σταυροφόροι παρουσιάζονται με όλες τις ευγενείς αναλογίες μιας μεγάλης κίνησης που στηρίχθηκε σε καθαρά θρησκευτικά ελατήρια, όταν η Ευρώπη… παρουσιάστηκε σαν ο μέχρι θυσίας υπέρμαχος του Χριστιανισμού και του πολιτισμού, με τη δύναμη των νέων της και τη δόξα της πνευματικής της αυγής. Είναι φυσικό ότι κάποια περηφάνια θα εμπνέει ακόμα κάθε οικογένεια της αριστοκρατίας των Λατίνων που κατάγεται από αυτούς που πολέμησαν κάτω από τη σημαία του Σταυρού. Αλλά όταν οι άνθρωποι της Ανατολής είδαν τα πλήθη των αμαθών βαρβάρων να λαφυραγωγούν και να λεηλατούν τις επαρχίες της χριστιανικής και Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας καθώς και τους ανθρώπους που ονομάζονταν υπέρμαχοι της πίστης να σκοτώνουν τους ιερείς του Χριστού με τη δικαιολογία ότι ήταν σχισματικοί, ήταν φυσικό πως θα ξεχνούσαν ότι μια τέτοια κίνηση ξεκίνησε εμπνευσμένη από ένα θρησκευτικό σκοπό και ότι είχε έναν ιδιαίτερο χριστιανικό χαρακτήρα… Η εμφάνιση (των Σταυροφόρων) στο προσκήνιο της ιστορίας είναι η πρώτη πράξη της τελικής τραγωδίας της αυτοκρατορίας».
Ο ειδικός ιστορικός του Αλέξιου Κομνηνού, Chalandon, τείνει να δώσει, εν μέρει τουλάχιστον, σε όλους τους Σταυροφόρους τους χαρακτηρισμούς που δίνει ο Γίβων στους ακολούθους του Πέτρου του Ερημίτη: «Οι κλέφτες», γράφει, «που ακολούθησαν τον Πέτρο τον Ερημίτη ήταν άγρια θηρία δίχως σκοπό και ανθρωπισμό».
Έτσι το 1096 άρχισε η εποχή των Σταυροφοριών που αποδείχθηκε πλούσια σε συνέπειες και πολύ σημαντική τόσο για το Βυζάντιο και την Ανατολή όσο και για τη Δυτική Ευρώπη.
Η πρώτη περιγραφή της εντύπωσης που έκανε στους λαούς της Ανατολής, η έναρξη της κίνησης των Σταυροφόρων προέρχεται από έναν Άραβα ιστορικό του 12ου αιώνα, τον Ibn al-Qalanisi: «Το έτος αυτό (δηλαδή 19 Δεκεμβρίου 1096 έως 8 Δεκεμβρίου 1097)», γράφει ο ιστορικός αυτός, «άρχισαν να φτάνουν διαδοχικές ειδήσεις ότι τα στρατεύματα των Φράγκων εμφανίστηκαν από την κατεύθυνση της θάλασσας της Κωνσταντινούπολης με αμέτρητες δυνάμεις. Επειδή οι ειδήσεις αυτές ακολουθούσαν η μια την άλλη και διαδίδονταν συνεχώς από στόμα σε στόμα, ο λαός άρχισε να ανησυχεί και να ταράσσεται».
Αφού οι Σταυροφόροι μαζεύτηκαν σιγά-σιγά στην Κωνσταντινούπολη, ο Αλέξιος Κομνηνός, θεωρώντας το στρατό τους ως μισθοφόρους, εξέφρασε την επιθυμία να αναγνωριστεί αρχηγός της εκστρατείας και ζήτησε έναν όρκο υποτελείας από τους Σταυροφόρους. Μια τυπική συνθήκη έγινε μεταξύ του Αλέξιου και των ηγετών της Σταυροφορίας, οι οποίοι υποσχέθηκαν να δώσουν στον Αλέξιο κάθε πόλη που θα καταλάμβαναν και που ανήκε πριν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Δυστυχώς οι όροι υπό τους οποίους ορκίστηκαν οι ηγέτες της Σταυροφορίας δεν έχουν διασωθεί στην πρωτότυπή τους μορφή. Κατά πάσα πιθανότητα οι απαιτήσεις του Αλέξιου ήταν διάφορες: ζήτησε την άμεση απόκτηση των περιοχών της Μικράς Ασίας που λίγο πριν είχαν χαθεί μετά την ήττα της αυτοκρατορίας στο Ματζικέρτ (1071) και οι οποίες αποτελούσαν τις προϋποθέσεις της δύναμης και της ασφάλειας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και του ελληνικού έθνους. Για τη Συρία και την Παλαιστίνη, που το Βυζάντιο τις είχε χάσει πριν από πολύ καιρό, ο αυτοκράτορας δεν είχε απαιτήσεις, και περιορίστηκε να κρατήσει την επικυριαρχία τους.
Αφού έφτασαν στη Μικρά Ασία οι Σταυροφόροι άρχισαν τη στρατιωτική τους δράση.[2] Ύστερα από μια πολιορκία της Νίκαιας η πόλη αυτή παραδόθηκε τον Ιούνιο του 1097 και με βάση τη συμφωνία που είχε γίνει με τον Αλέξιο, η πόλη διαβιβάστηκε σ’ αυτόν. Η επόμενη νίκη των Σταυροφόρων στο Δορύλαιο (Εσκί-Σεχίρ), ανάγκασε τους Τούρκους να εκκενώσουν το δυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας και να αποσυρθούν στο εσωτερικό της χώρας, πράγμα που έδωσε στο Βυζάντιο μια εξαιρετική ευκαιρία να αποκαταστήσει τη δύναμή του στις ακτές της Μικράς Ασίας. Παρά τις φυσικές δυσκολίες, τις κλιματικές συνθήκες και την αντίσταση των Μουσουλμάνων, οι Σταυροφόροι προχωρούσαν μακριά, ανατολικά και ΝΑ. Στην άνω Μεσοποταμία ο Βαλδουίνος κατέλαβε την Έδεσσα όπου γρήγορα ίδρυσε το πριγκιπάτο του, το οποίο έγινε και η πρώτη λατινική επικράτεια της Ανατολής, αλλά κι ένα προπύργιο των Χριστιανών κατά των τουρκικών επιθέσεων. Το παράδειγμα όμως του Βαλδουίνου είχε και την αντίθετη, επικίνδυνη όψη, επειδή ήταν δυνατόν οι άλλοι βαρόνοι να ακολουθήσουν τα παράδειγμά του και να ιδρύσουν ατομικά πριγκιπάτα, τα οποία φυσικά θα αδικούσαν πολύ τον πραγματικό σκοπό της Σταυροφορίας. Αργότερα ο κίνδυνος αυτός έγινε πραγματικότητα.
Μετά από μακροχρόνια και εξαντλητική πολιορκία η κύρια πόλη της Συρίας, η Αντιόχεια (πολύ ισχυρό οχυρό), παραδόθηκε στους Σταυροφόρους και ο δρόμος προς την Ιερουσαλήμ ήταν πλέον ανοικτός. Χάρη όμως στην Αντιόχεια ξέσπασε ένας βίαιος αγώνας μεταξύ των ηγετών των Σταυροφόρων που τέλειωσε όταν ο Βοημούνδος, ακολουθώντας το παράδειγμα του Βαλδουίνου, έγινε πρίγκιπας της Αντιόχειας. Οι Σταυροφόροι δεν κράτησαν τον όρκο τους ούτε στην Έδεσσα, ούτε στην Αντιόχεια.
Επειδή το μεγαλύτερο μέρος του στρατού παρέμεινε με τους αρχηγούς που ίδρυσαν τα πριγκιπάτα τους, μόνο λίγοι (20.000 έως 25.000) πλησίασαν την Ιερουσαλήμ, όπου έφτασαν εξαντλημένοι και εξασθενημένοι την 1η Ιουνίου 1099. Την εποχή εκείνη, η Ιερουσαλήμ είχε περιέλθει, από τους Σελτζούκους, στα χέρια ενός δυναμικού Χαλίφη της δυναστείας των Φατιμίδων. Ύστερα από μια βίαιη πολιορκία, στις 15 Ιουλίου του 1099, οι Σταυροφόροι πήραν την Αγία Πόλη και επιδόθηκαν σε μια τρομερή σφαγή. Το γνωστό τζαμί του Ομάρ και γενικά όλη η πόλη λεηλατήθηκε από τους Σταυροφόρους, που πήραν μαζί τους πολλούς θησαυρούς. Η χώρα, που αποτελείται από μια στενή παραλιακή λωρίδα, στην περιοχή της Συρίας και της Παλαιστίνης, ονομάστηκε Βασίλειο των Ιεροσολύμων. Ο Γοδεφρείδος, που συγκατατέθηκε να δεχθεί τον τίτλο του υπερασπιστή του Τιμίου Σταυρού, εκλέχτηκε βασιλιάς των Ιεροσολύμων και το νέο αυτό κράτος οργανώθηκε κατά το φεουδαρχικό σύστημα. Για την άμυνα των χωρών που κατακτήθηκαν οργανώθηκαν 3 τάγματα: α) το τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, β) το τάγμα των Ιπποτών του Ναού και γ) το τάγμα των Τευτόνων.
Η Α’ Σταυροφορία, που τέλειωσε με τον σχηματισμό του Βασιλείου των Ιεροσολύμων και αρκετών ανεξάρτητων λατινικών κτήσεων στην Ανατολή, δημιούργησε μια πολύπλοκη πολιτική κατάσταση. Το Βυζάντιο, ικανοποιημένο από την εξασθένηση των Τούρκων της Μικράς Ασίας και από την αποκατάσταση της δύναμης της αυτοκρατορίας σε αρκετά μέρη αυτής της χώρας, ανησυχούσε για την εμφάνιση των πριγκιπάτων της Αντιόχειας, της Έδεσσας και της Τρίπολης, που απέβησαν νέοι πολιτικοί εχθροί της αυτοκρατορίας. Η δυσπιστία του Βυζαντίου σιγά-σιγά μεγάλωσε τόσο ώστε, το 12ο αιώνα, δε δίστασε να συμμαχήσει με τους παλιούς του εχθρούς, τους Τούρκους, αρχίζοντας εχθροπραξίες με τους παλιούς του συμμάχους, τους Σταυροφόρους. Με τη σειρά τους οι Σταυροφόροι, που είχαν εγκατασταθεί στις νέες τους επικράτειες και φοβόντουσαν την ενίσχυση της αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία, έκλεισαν επίσης συμμαχία με τους Τούρκους εναντίον του Βυζαντίου. Τον 12ο αιώνα ήταν φανερό ήδη ότι η αρχική ιδέα της Σταυροφορίας είχε τελείως εκφυλιστεί.
Δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για μια πλήρη διάσταση μεταξύ του Αλέξιου Κομνηνού και των Σταυροφόρων. Φυσικά ο αυτοκράτορας ήταν πολύ δυσαρεστημένος με το σχηματισμό των λατινικών κτήσεων στην Ανατολή. Παρόλα αυτά δεν αρνήθηκε τη βοήθεια του στους Σταυροφόρους, τους οποίους μετέφερε από την Ανατολή στη Δύση, κατά την επιστροφή τους. Έντονη υπήρξε η διάσταση του αυτοκράτορα προς τον Βοημούνδο, ο οποίος είχε αποκτήσει μεγάλη δύναμη στην Αντιόχεια, σε βάρος των γειτόνων του Τούρκων και της περιοχής του Βυζαντίου. Έτσι η Αντιόχεια έγινε το κέντρο στο οποίο συγκέντρωσε ο Αλέξιος την προσοχή του. Ο Ραϋμόνδος δυσαρεστημένος με την κατάστασή του στην Ανατολή και θεωρώντας κι αυτός τον Βοημούνδο ως τον βασικό αντίπαλό του, πλησίασε περισσότερο τον Αλέξιο, ο οποίος την εποχή αυτή θεωρούσε δευτερεύουσας σημασίας την τύχη της Ιερουσαλήμ.
Ο αγώνας μεταξύ Βοημούνδου και αυτοκράτορα έγινε αναπόφευκτος. Μια ευκαιρία παρουσιάστηκε στον Αλέξιο, όταν ο Βοημούνδος συνελήφθη ξαφνικά από τους Τούρκους, από τον Εμίρη Malik Ghazi, που στα τέλη του 11 αιώνα κατέλαβε την Καππαδοκία, ιδρύοντας εκεί ένα ανεξάρτητο κράτος, το οποίο όμως καταστράφηκε από τους Σελτζούκους το δεύτερο ήμισυ του 12ου αιώνα. Ο Αλέξιος ήρθε σε συνεννόηση με τον Εμίρη για την απόδοση του Βοημούνδου αντί ορισμένου χρηματικού ποσού, αλλά οι συνεννοήσεις δεν καρποφόρησαν. Ο Βοημούνδος ελευθερώθηκε από άλλους και επέστρεψε στην Αντιόχεια. Με βάση τη συμφωνία που είχε κάνει με τους Σταυροφόρους, ο Αλέξιος ζήτησε από τον Βοημούνδο να του δώσει την Αντιόχεια, αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε αποφασιστικά να εκπληρώσει το αίτημα του αυτοκράτορα.
Την εποχή αυτή, το 1104, οι Μουσουλμάνοι κέρδισαν μια μεγάλη νίκη κατά του Βοημούνδου και των άλλων Λατίνων πριγκίπων στη Harran, νότια της Έδεσσας. Η ήττα αυτή των Σταυροφόρων κατέστρεψε σχεδόν τις χριστιανικές κτήσεις της Συρίας και αναζωογόνησε τις ελπίδες τόσο του Αλέξιου όσο και των Μουσουλμάνων, οι οποίοι ευχαρίστως έβλεπαν την αναπόφευκτη εξασθένηση του Βοημούνδου. Η μάχη στη Harran κατέστρεψε τα σχέδιά του για την ίδρυση στην Ανατολή, ενός ισχυρού νορμανδικού κράτους και αντιλήφθηκε ότι δε διέθετε αρκετή δύναμη για να πολεμήσει και πάλι εναντίον των Μουσουλμάνων και του αυτοκράτορα. Η περαιτέρω παραμονή του στην Ανατολή του φαινόταν άσκοπη. Ο Βοημούνδος αποφάσισε λοιπόν να καταφέρει ένα κτύπημα κατά της αυτοκρατορίας στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, με τη βοήθεια νέων στρατευμάτων που συνέλεξε στην Ευρώπη. Αφού λοιπόν εμπιστεύθηκε στον ανεψιό του Ταγκρέδο την Αντιόχεια, ο Βοημούνδος έφυγε και ήρθε στην Απουλία. Η Άννα Κομνηνή δίνει μια ενδιαφέρουσα, αν και μυθιστορηματική εικόνα (γραμμένη με χιούμορ) για το πώς, προκειμένου να είναι εξασφαλισμένος από τα βυζαντινά πλοία, ο Βοημούνδος προσποιήθηκε το νεκρό και έφτασε στην Ιταλία μέσα σ’ ένα φέρετρο.
Η επιστροφή του Βοημούνδου στην Ιταλία έγινε δεκτή με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό. Ο λαός τον πλησίαζε, όπως λέει ένας συγγραφέας του Μεσαίωνα, «σαν να επρόκειτο να δει τον ίδιο τον Χριστό».
Έχοντας μαζέψει στρατό ο Βοημούνδος άρχισε τις εχθροπραξίες του εναντίον του Βυζαντίου, με την ενθάρρυνση και του Πάπα. Η εναντίον του Αλέξιου εκστρατεία του, όπως εξηγεί ένας Αρμένιος επιστήμονας, «έπαψε να είναι ένα απλό πολιτικό γεγονός. Τώρα είχε την έγκριση της Εκκλησίας, παίρνοντας έτσι τη μορφή μιας Σταυροφορίας».
Τα στρατεύματα του Βοημούνδου προέρχονταν πιθανόν από τη Γαλλία και την Ιταλία, αν και περιλάμβαναν πολύ πιθανόν Άγγλους, Γερμανούς και Ισπανούς. Το σχέδιό του ήταν να συμπληρώσει την εκστρατεία του 1081, που επιχείρησε ο πατέρας του Ροβέρτος Γυισκάρδος και να κατακτήσει το Δυρράχιο για να πάει μετά, μέσω Θεσσαλονίκης, στην Κωνσταντινούπολη. Η εκστρατεία αυτή όμως δεν πέτυχε. Ο Βοημούνδος νικήθηκε στο Δυρράχιο και αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει, με ταπεινωτικούς όρους, με τον Αλέξιο. Οι κύριοι όροι της συμφωνίας του Βοημούνδου με τον αυτοκράτορα ήταν οι εξής: Ο Βοημούνδος υποσχόταν να θεωρεί τον εαυτό του υποτελή του Αλέξιου και του γιου του Ιωάννη, να πολεμά εναντίον των εχθρών του αυτοκράτορα και να μεταβιβάσει στον αυτοκράτορα όλες τις περιοχές που ανήκαν πριν, στην αυτοκρατορία. Τα εδάφη που ποτέ δεν ανήκαν στην αυτοκρατορία και που περιήλθαν στην εξουσία του Βοημούνδου, θα έμεναν στην εξουσία του τελευταίου, σαν να του είχαν παραχωρηθεί εκ μέρους του αυτοκράτορα. Επίσης ο Βοημούνδος υποσχέθηκε να πολεμήσει τον ανεψιό του Ταγκρέδο αν αρνιόταν να υποταχθεί στον αυτοκράτορα. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας θα διοριζόταν από τον αυτοκράτορα και θα προερχόταν από πρόσωπα που ανήκαν στην Ανατολική Εκκλησία, έτσι ώστε να μην υπάρχει Λατίνος Πατριάρχης στην Αντιόχεια. Οι πόλεις και οι περιοχές που παραχωρούνται στον Βοημούνδο απαριθμούνται μέσα στη συμφωνία. Το σύμφωνο τελειώνει με τον ιερό (επί του Σταυρού) όρκο του Βοημούνδου, ότι θα εκπληρώσει τους όρους της συμφωνίας.
Με την κατάρρευση των σχεδίων του Βοημούνδου, η θυελλώδης σταδιοδρομία του, η οποία υπήρξε ίσως μοιραία για την κίνηση των Σταυροφόρων, τέλειωσε. Πέθανε στην Απουλία το 1111.
Ο θάνατος του Βοημούνδου έφερε σε δύσκολη θέση τον Αλέξιο, γιατί ο Ταγκρέδος αρνιόταν να εκπληρώσει τους όρους της συμφωνίας του θείου του και δεν ήθελε να διαβιβάσει την Αντιόχεια στον αυτοκράτορα, ο οποίος έπρεπε να αρχίσει πάλι από την αρχή. Το σχέδιο μιας εκστρατείας κατά της Αντιόχειας συζητήθηκε, αλλά δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα. Ήταν φανερό ότι την εποχή αυτή, η αυτοκρατορία δεν μπορούσε να αναλάβει έναν τέτοιο δύσκολο αγώνα και ο θάνατος τους Ταγκρέδου δεν διευκόλυνε καθόλου την κατάσταση.
Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Αλέξιου αφιερώθηκαν κυρίως σε ετήσιους πολέμους με τους Τούρκους της Μικράς Ασίας, που συχνά υπήρξαν επιτυχείς για την αυτοκρατορία.
Στον τομέα της εξωτερικής ζωής της αυτοκρατορίας, ο Αλέξιος πέτυχε ένα πολύ δύσκολο έργο. Πολύ συχνά η δράση του Αλέξιου έχει αντιμετωπιστεί και εκτιμηθεί με βάση τις σχέσεις του με τους Σταυροφόρους και με βάση της όλης του εξωτερικής πολιτικής. Μια τέτοια θεώρηση των πραγμάτων είναι, αναμφίβολα, άδικη. Σε μια επιστολή του, ο αρχιεπίσκοπος της Βουλγαρίας Θεοφύλακτος, σύγχρονος του Αλέξιου, χρησιμοποιεί τα λόγια ενός Ψαλμού (79:13) και συγκρίνει τη Βουλγαρία με ένα κλήμα, του οποίου τα φρούτα «αποσπώνται από όσους περνούν από κοντά του». Η σύγκριση αυτή, λέει ο Γάλος ιστορικός Chalandon, μπορεί να γίνει και με την Ανατολική αυτοκρατορία της εποχής του Αλεξίου. Όλοι οι γείτονές της προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την αδυναμία της αυτοκρατορίας για να αποκτήσουν μερικές από τις περιοχές της. Οι Νορμανδοί, οι Πατσινάκοι, οι Σελτζούκοι και οι Σταυροφόροι, απείλησαν το Βυζάντιο. Ο Αλέξιος που παρέλαβε το Βυζάντιο σε μια κατάσταση αδυναμίας, πέτυχε να αντισταθεί αποτελεσματικά σε αυτούς, αναβάλλοντας έτσι για αρκετό χρόνο την κατάρρευση του Βυζαντίου. Την εποχή του Αλεξίου, τα σύνορα του κράτους, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία, επεκτάθηκαν και οι εχθροί της αυτοκρατορίας αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν παντού, με αποτέλεσμα να αποτελεί η βασιλεία του μια αδιαφιλονίκητη πρόοδο στον τομέα της επέκτασης των κτήσεων του Βυζαντίου. Οι κατηγορίες εναντίον του Αλέξιου για τις σχέσεις του με τους Σταυροφόρους, πρέπει να εγκαταλειφθούν εφόσον θεωρούμε τον Αλέξιο σαν έναν άρχοντα που υπερασπίστηκε τα συμφέροντα του κράτους του και για τον οποίον οι Δυτικοί, γεμάτοι επιθυμίες για λεηλασίες και λαφυραγωγίες, αποτελούσαν ένα σοβαρό κίνδυνο. Έτσι, στην εξωτερική του πολιτική ο Αλέξιος υπερνίκησε με επιτυχία όλες τις δυσκολίες, ανέπτυξε τη διεθνή θέση της αυτοκρατορίας, επέκτεινε τα όριά της και για ένα χρονικό διάστημα σταμάτησε την πρόοδο των πολυάριθμων εχθρών, που από όλες τις πλευρές, πίεζαν την αυτοκρατορία.

Υποσημειώσεις:
[1] Ο Πέτρος ήταν Γάλλος μοναχός και οι Βυζαντινοί τον έλεγαν «Κουκούπετρο», γιατί ήταν μικρός κι αδύνατος και ντυνόταν με μακρύ ράσο που έφερνε κουκούλα.
[2] Ο αριθμός τους έφτανε τις 500.000. Από αυτούς μόνον οι 100.000 ήταν μάχιμοι, ενώ οι υπόλοιποι ήταν γυναικόπαιδα

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *