Όλοι όταν κάνουμε μια προσπάθεια να χάσουμε βάρος, λαμβάνοντας ως δείκτη για να ελέγξουμε την απώλεια μας τη ζυγαριά. Ο τρόπος όμως αυτός δεν είναι ο πιο αξιόπιστος, γιατί η ζυγαριά δεν…
Οι άμεσες μέθοδοι χρησιμοποιούν την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία.
Σε αυτές περιλαμβάνονται:
η ενεργοποίηση νετρονίων
τομογραφία με ακτίνες χ
μαγνητική τομογραφία
Οι έμμεσες μέθοδοι περιλαμβάνουν μετρήσεις:
της πυκνότητας του σώματος από το νερό ή τον αέρα
δερματοπτυχομετρία
τη μέθοδο διπλής ενέργειας απορροφησιομετρία ακτινών χ (DEXA)
τον υπολογισμό της ολικής ποσότητας νερού (TBW)
τη βιοηλεκτρική εμπέδηση (ΒΙΑ) (Chumlea, 2004).
Αυτές είναι οι πιο συνηθισμένες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του λίπους.
Συγκεκριμένα το BIA είναι μία μη παρεμβατική και γρήγορη μέθοδος που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της σύστασης του σώματος και υπολογίζει δύο συστατικά:
τη λιπώδη μάζα και
άλιπη μάζα
Κατά τη μέτρηση της βιοηλεκτρικής εμπέδησης δυο ηλεκτρόδια τοποθετούνται, το ένα στο χέρι και το άλλο στον καρπό και αλλά δυο στο πόδι και στον αστράγαλο αντίστοιχα. Ηλεκτρικό ρεύμα μικρής τάσης διέρχεται στο σώμα (800 Α στα 50 kHz) και διαχωρίζει τους ιστούς (επειδή ο κάθε ιστός έχει διαφορετική διαπερατότητα στο ρεύμα). Οι μυϊκοί ιστοί επιτρέπουν τη διέλευση ρεύματος, ενώ το λίπος είναι κακός αγωγός (Kamimura et al, 2003).
Η δερματοπτυχομετρία είναι μια εύκολη μέθοδος, χωρίς μεγάλο κόστος. Η μέτρηση γίνεται σε 4 σημεία του σώματος. Για να ελέγξουμε το λίπος με αυτή τη μέθοδο πρέπει να υπάρχει εξειδίκευση από το άτομο που θα την πραγματοποιήσει.
Η μέθοδος DEXA είναι μία αξιόπιστη, μη παρεμβατική μέθοδος που αξιολογεί τα τρία κύρια συστατικά του σώματος:
τη λιπώδη μάζα
την άλιπη μάζα
την οστική μάζα και την πυκνότητα των οστών.
Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιεί μια πηγή ακτινών χ που παράγει ένα σταθερό διπλό ενεργειακό φωτόνιο. Οι ακτίνες που παράγονται διαπερνούν το σώμα και σε ιστούς όπως η λιπώδης μάζα, η άλιπη μάζα και τα οστά, η παραγωγή τους μειώνεται.
Οι κύριοι περιορισμοί της μεθόδου είναι το κόστος του εξοπλισμού, το κόστος των μετρήσεων, η δυσκολία εφαρμογής της στους ασθενείς που βρίσκονται σε κατάκλιση και η μη καλή διάκριση μεταξύ εξωκυττάριου και ενδοκυττάριου νερού.
Μια άλλη μέθοδος που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση του ποσοστού λίπους αλλά και της άλιπης μάζας είναι η εγγύς υπέρυθρη ακτινοβολία (Near Infrared Interactance). ΗNIR είναι μία μη παρεμβατική, εύκολη και γρήγορη μέθοδος, η οποία αξιολογεί το ποσοστό σωματικού λίπους μέσω μιας ελαφριάς εκπομπής χρησιμοποιώντας την υπέρυθρη φασματοσκοπία.
Έχει διαπιστωθεί ότι η περιοχή του δικέφαλου μυ είναι η πιο αντιπροσωπευτική για την εκτίμηση του ποσοστού σωματικού λίπους, επειδή ο συνδυασμός του δέρματος και του υποδόριου λίπους σε αυτήν την περιοχή επιτρέπει τη βέλτιστη διείσδυση κι αντανάκλαση της χαμηλού επιπέδου υπέρυθρης ακτινοβολίας.
Για να πραγματοποιηθούν οι μετρήσεις απαιτούνται κάποια απαραίτητα στοιχεία που ζητούνται (ημερομηνία γέννησης, φύλο, βάρος και ύψος). Τα στοιχεία αυτά τοποθετούνται σε υπολογιστή, ο οποίος είναι συνδεδεμένος με το μηχάνημα που γίνονται οι μετρήσεις. Το μηχάνημα είναι εξοπλισμένο με έναν αισθητήρα, ο οποίος τοποθετείται στο βραχίονα για μερικά δευτερόλεπτα. Σε μελέτη που έχει πραγματοποιηθεί έχει διαπιστωθεί ότι η μέθοδος NIR είναι αξιόπιστη όταν συγκρίνεται με τη μέθοδο DEXA (Kalantar-Zadeh et al, 2006).
Επίσης, μία ακόμα εύκολη μέθοδος για την ανάλυση της σύστασης του σώματος είναι ημέτρηση του ολικού σωματικού νερού (Total Body Water), χρησιμοποιώντας δευτεριωμένο ύδωρ. Από το ολικό σωματικό νερό μετράται η άλιπη μάζα σώματος (FFM), η οποία αποτελεί το 73% του ολικού σωματικού νερού (με διακύμανση από 67-80%). Το 15-20% του ολικού σωματικού νερού είναι εξωκυττάριο.
Η χορήγηση του δευτεριωμένου νερού (25ml) δίδεται δια στόματος. Οι μετρήσεις γίνονται στον ορό του πλάσματος και είναι δύο: μία πριν τη χορήγηση του διαλύματος και μία 4 ώρες μετά. Η κατανάλωση οποιουδήποτε τροφίμου απαγορεύεται, ενώ μικρές ποσότητες νερού επιτρέπονται (Van Den Ham et al, 1999).
Οι μέθοδοι που φαίνεται να υπερτερούν των υπόλοιπων είναι η DEXA και η BIA, επειδή είναι πιο ασφαλείς και εύκολα επαναλήψιμες (Chumlea, 2004; Kamimura et al, 2003).