Πριν από τρία χρόνια όταν το ΔΝΤ παρουσίαζε τις προτάσεις του για την έξοδο της ελληνικής οικονομίας για την κρίση, ακούσαμε για πρώτη φορά τον όσο εσωτερική υποτίμηση. Πιο απλά, οι μισθοί θα έπεφταν, η αγοραστική δύναμη των ελλήνων θα συρρικνώνονταν με αποτέλεσμα οι τιμές των προϊόντων να μειωθούν…
Τρία χρόνια μετά ωστόσο, το πρόγραμμα πέτυχε ένα μόνο στόχο. Οι μισθοί μειώθηκαν, η ανεργία εκτοξεύτηκε, όμως οι τιμές παρέμειναν στα ύψη.
Για ποιο λόγο συνέβη αυτό; Η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ) εξηγεί σε ανακοίνωσή
της, τους λόγους για τους οποίους οι τιμές παραμένουν στα ύψη. Οι σημαντικότεροι λόγοι είναι 13.
ΦΠΑ και φούσκωμα τιμών
Καταρχήν σε μεγάλο ποσοστό για τη μη πτώση τιμών αποτελεί το γεγονός της αύξησης των συντελεστών του ΦΠΑ από 13% σε 23%. Όταν στην Ισπανία οι αντίστοιχοι συντελεστές είναι 8% και 18% και το Ηνωμένο Βασίλειο 5% και 20%.
Ο δεύτερος λόγος είναι το γεγονός ότι οι πολυεθνικές εταιρείες πραγματοποιούν ενδοομιλικές συναλλαγές, με τις οποίες «φουσκώνουν» τις τιμές και το κόστος προκειμένου να αποφεύγουν τη φορολογία στην Ελλάδα.
Δηλαδή, οι θυγατρικές των πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα εισάγουν προϊόντα με κόστος πολύ υψηλότερο από το πραγματικό. Με τον τρόπο αυτό όμως επιβαρύνονται περισσότερο οι καταναλωτές, καθώς οι τιμές των προϊόντων τραβούν σε ανηφόρα.
Τρίτος και σημαντικός λόγος αναφέρεται η απαγόρευση των παράλληλων εισαγωγών. Οι λιανέμποροι απαγορεύεται βάσει της νομοθεσίας να αγοράζουν από θυγατρικές των προμηθευτών τους σε άλλες χώρες. Παρά το γεγονός ότι θα μπορούσαν ενδεχομένως να προμηθευτούν φθηνότερα τα ίδια προϊόντα που παίρνουν από την εσωτερική αγορά και ο καταναλωτής να τα αγόραζε πιο φθηνά.
Τέταρτος και σημαντικότερος λόγος αναφέρεται η μη λειτουργία του ανταγωνισμού στο εμπόριο εξαιτίας στρεβλώσεων που λειτουργούν στην αγορά. Για παράδειγμα στο εμπόριο απαγορεύεται να μεταφέρει κάποιος νωπά προϊόντα με κάποια άλλα μαζί. Αυτό σημαίνει επιπλέον μεταφορές και κατ’ επέκταση επιπλέον κόστος που μετακυλίεται στον καταναλωτή.
Γραφειοκρατία και καρτέλ
Ο πέμπτος λόγος έχει να κάνει με τη γραφειοκρατία που επικρατεί στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες. Υπάρχουν για παράδειγμα πολεοδομικοί περιορισμοί που εμποδίζουν την πλήρη εκμετάλλευση των αποθηκευτικών χώρων.
Όπως επίσης περιορισμοί όπως αυτοί με την προμήθεια καυσίμων από το εξωτερικό. Ναι μεν μπορεί κάποιος να προμηθευτεί καύσιμα από το εξωτερικό αλλά απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη αποθηκευτικού χώρου καθώς επίσης και να προσφέρει απρόσκοπτα καύσιμα για χρονικό διάστημα 60 ημερών.
Ο έκτος λόγος έχει να κάνει με την ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς χονδρικού εμπορίου. Στην Ελλάδα σε πολλούς τομείς λειτουργούν «καρτέλ».
Για παράδειγμα ένα προϊόν μπορεί κανείς στα σούπερ μάρκετ να το βρίσκει χαμηλότερο από κάποιο άλλο, όχι όμως κάτω από μια συγκεκριμένη τιμή που για τα εγχώρια δεδομένα είναι υψηλή. Πρόσφατα η Επιτροπή Ανταγωνισμού εντόπισε καρτέλ στην αγορά του κοτόπουλου, ενώ η Γενική Γραμματεία Εμπορίου εντόπισε καρτέλ στο χονδρεμπόριο των νωπών οπωροκηπευτικών σύμφωνα με την Γενική Γραμματεία Εμπορίου.
Ο έβδομος λόγος, έχει να κάνει με τη διατήρηση υψηλών περιθωρίων κέρδους σε διάφορα τμήματα της αγοράς. Σε ορισμένους κλάδους για παράδειγμα το ποσοστό κέρδους από την πώληση των προϊόντων είναι υπερβολική υψηλό σε σημείο που φτάνει στα όρια της αισχροκέρδειας.
Ο όγδοος λόγος έχει να κάνει με τη μεγάλη εξάρτηση των εγχώριων τιμών από τις αυξητικές διακυμάνσεις των τιμών του πετρελαίου αλλά και των τιμολογίων των ΔΕΚΟ. Η ελληνική οικονομία είναι στενά συνδεδεμένη με το πετρέλαιο και τις ΔΕΚΟ. Με αποτέλεσμα, τώρα που οι τιμές του πετρελαίου έχουν πάρει την ανηφόρα ή τα τιμολόγια των ΔΕΚΟ έχουν αυξηθεί, να συμβαίνει το ίδιο και με τις τιμές.
Αυξήθηκαν τα επιτόκια
Ο ένατος λόγος έχει να κάνει με την πεπατημένη πως οι βραχυπρόθεσμες εκπτώσεις και προσφορές λειτουργούν περισσότερο ελκυστικά για τους καταναλωτές παρά οι μόνιμα χαμηλές τιμές. Η αλήθεια είναι ότι ένα σταθερό επίπεδο χαμηλών τιμών καθόλα τη διάρκεια του έτους θα είχε πολύ καλύτερα αποτελέσματα τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τους επιχειρηματίες.
Ο δέκατος λόγος έχει να κάνει με την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού των τραπεζών. Μπορεί οι τιμές των ακινήτων τόσο για επαγγελματική στέγη όσο και στα σπίτια να έχουν πέσει κατακόρυφα, ωστόσο τα επιτόκια των τραπεζών αυξήθηκαν.
Και το χειρότερο όλων στις ελληνικές εισαγωγικές επιχειρήσεις κόπηκαν οι πιστώσεις από τους προμηθευτές του εξωτερικού λόγω έλλειψης αξιοπιστίας της χώρας μας. Με τον τρόπο αυτό οι ελληνικές επιχειρήσεις αναγκάζονται να επωμίζονται εξολοκλήρου και της μετρητοίς το κόστος αγοράς πριν την παραλαβή.
Ο ενδέκατος λόγος έχει να κάνει με την εκτεταμένη παραοικονομία στην Ελλάδα η οποία έχει γιγαντωθεί από τα σκληρά οικονομικά μέτρα. Σε πολλές περιπτώσεις γίνονται παζάρια μεταξύ αγοραστών και καταναλωτών ειδικά για την τιμή του ΦΠΑ. Ως αποτέλεσμα δεν αποτυπώνεται ορθά η πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.
Ο δωδέκατος λόγος έχει να κάνει με την προσήλωση των κρατικών φορέων στην άρση των εμποδίων εισόδου των επιχειρήσεων στην αγορά. Την ίδια ώρα που μεγαλύτερα αποτελέσματα θα είχε διερεύνηση των παραγόντων που συνδέονται με το ποσοστού κέρδους. Όπως για παράδειγμα με το ποσοστό κέρδους των φαρμάκων.
Ο δέκατος τρίτος λόγος έχει να κάνει με την έλλειψη μελέτης «ελαστικότητας» από τα αρμόδια υπουργεία και τη μη έγκαιρη αξιολόγηση της καταγραφής των επιπτώσεων από τους «σοφούς» της τρόικας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι τιμές της αγοράς να διαμορφωθούν σε πολλούς κλάδους του εμπορίου, πολύ χαμηλότερα από αυτές που θα ήταν αν ο ανταγωνισμός λειτουργούσε.
Κερδοσκόποι και ΔΝΤ
Εκτός όμως από τους παραπάνω υπάρχουν και άλλοι τρεις λόγοι για τους οποίους δε πέφτουν οι τιμές. Το ανεπιτυχές πείραμα της εσωτερικής υποτίμησης που εφάρμοσε το ΔΝΤ, που προαναφέρθηκε είναι ο πρώτος.
Ο δεύτερος έχει να κάνει με τις προσπάθειες των κερδοσκοπικών κεφαλαίων hedge funds να χειραγωγήσουν τις χρηματιστηριακές αγορές τροφίμων και ενέργειας. Ως αποτέλεσμα οι τιμές σε διάφορα προϊόντα όπως για παράδειγμα τα σιτηρά, το κρέας ή το πετρέλαιο.
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την ΕΣΕΕ, σε περίπτωση λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων 52 Κυριακές τον χρόνο θα προκύψει μια αύξηση 12% μηνιαίως στα λειτουργικά έξοδα και αντίστοιχη αύξηση τουλάχιστον 3% στις τιμές όλων των καταναλωτικών αγαθών