Αργά αλλά σταθερά, η ελληνική κοινωνία –όπως και η σοβιετική το πάλαι
ποτε…
– χωρίζεται στα δύο: από την μία πλευρά, ο κρατισμός, η διαπλοκή και ο
συντεχνιακός συνδικαλισμός και, από την άλλη, οι ήρωες του ιδιωτικού τομέα
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Το κόστος του κρατισμού στην Ελλάδα θα αποδειχθεί πολύ βαρύ –από
κάθε άποψη. Κυρίως, όμως, ίσως αποβεί μοιραίο για την ισορροπία της
ελληνικής κοινωνίας, διακυβεύοντας και τους δημοκρατικούς αρμούς της.
Πολλά είναι τα φαινόμενα που τον τελευταίο καιρό μάς δείχνουν ότι ο
κρατισμός λειτουργεί πλέον και διχαστικά για την κοινωνία, με τον ιδιωτικό
τομέα στο σύνολό του να πληρώνει βαρύτατο τίμημα.
Σε μία οικονομία όπου το κράτος, εμμέσως και αμέσως, συμμετέχει
στον σχηματισμό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της σε ποσοστό
πάνω από 60%, τα πέντα χρόνια εσωτερικής υποτίμησης, με την δραματική
λιτότητα που αυτή συνεπάγεται, υπήρξαν δραματικά για τον ιδιωτικό τομέα.
Πάνω από 400.000 επιχειρήσεις έκλεισαν, οι άνεργοι έφθασαν τα 1.350.000
(το 27% του ενεργού πληθυσμού), οι νέοι είδαν το μέλλον τους να γίνεται
απελπιστικά σκοτεινό, συνταξιούχοι έχασαν το 40% του εισοδήματός τους και
πάνω από 1.000.000 άνθρωποι είναι υπερχρεωμένοι σε τράπεζες και στο
Δημόσιο –είναι δε πολύ αμφίβολο αν θα ξεφύγουν ποτέ από την δυσάρεστη
αυτή κατάσταση.
Κατά συνέπεια, το όλο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας και της
οικονομικής της οργάνωσης είναι πολύ πιο σύνθετο απ’ όσο μπορούν να
αντιληφθούν τεχνοκράτες που έχουν συνηθίσει να βλέπουν την
πραγματικότητα μέσα από κανόνες και ψυχρούς αριθμούς. Πριν απ’ όλα, η
σημερινή καταρρέουσα Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα
προσαρμογής σε κανόνες και αρχές που ναι μεν γνωρίζει την υφή και την
σημασία τους, πλην όμως ποτέ δεν θέλησε να εφαρμόσει. Και τούτο διότι η
εφαρμογή κανόνων και αρχών συνεπαγόταν και συνεπάγεται τον
εξορθολογισμό και τον εκσυγχρονισμό μιας κοινωνίας η οποία έχει μάθει να
ζει με φαντασιώσεις και πρότυπα που ανάγονταν σε άλλες εποχές και σε
συνθήκες διαφορετικές από αυτές που ισχύουν στην σημερινή Ευρώπη.
Από την άποψη αυτή, η Ευρώπη, η οποία δέχθηκε την Ελλάδα στους
κόλπους της, φέρει αρκετές ευθύνες για την σημερινή κατάσταση. Για πολλά
χρόνια και ενώ ήσαν γνωστές οι περισσότερες από τις ελληνικές αδυναμίες, οι
Ευρωπαίοι θεώρησαν ότι αυτές μπορούσαν να ξεπεραστούν και να
διορθωθούν με τα διάφορα «πακέτα» και τις γνωστές κοινοτικές διαρθρωτικές
ενισχύσεις. Δυστυχώς, όμως, οι επιδοτήσεις αυτές τελικά κατασπαταλήθηκαν
και έγιναν αντικείμενο ενισχύσεως του πελατειακού πολιτικού συστήματος,
αντί της ουσιαστικής του μεταρρύθμισης. Επίσης, παρά το γεγονός ότι η
Ελλάδα δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει δύο σταθεροποιητικά δάνεια που πήρε
το 1985 και το 1991, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ποτέ δεν έδειξε να ανησυχεί
ιδιαίτερα για την αδυναμία αυτή, πίσω από την οποία υπήρχαν και όλες οι
στρεβλώσεις του ελληνικού κρατισμού.
Ακόμα χειρότερα, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα ποτέ δεν ανησύχησαν
και με τις ελληνικές παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου, όπως και με τις πολύ
σοβαρές καθυστερήσεις στην εσωτερική έννομη τάξη των κοινοτικών
Οδηγιών. Αποδεικνύεται όμως σήμερα ότι η μη είσοδος της κοινοτικής
νομοθεσίας στην εσωτερική έννομη τάξη ναι μεν εξυπηρετούσε το πελατειακό
σύστημα και τις καταχρήσεις του, αλλά παράλληλα στρεφόταν κατά
δημοκρατικών δικαιωμάτων της κοινωνίας των πολιτών. Στην ουσία, έτσι, αντί
να φέρνει την Ελλάδα πιο κοντά στην Ευρώπη, η εγχώρια αντιδραστική
δημόσια διοίκηση, για ιδιοτελείς λόγους, την απομάκρυνε.
Στο επίπεδο αυτό πανάθλιος υπήρξε ο ρόλος του φαιοκόκκινου
μετώπου, στο οποίο πρώτο ρόλο έχει η ελληνική αυταρχική και
αντιδημοκρατική αριστερά. Σήμερα, ωστόσο, το μέτωπο αυτό είναι κυρίαρχο
στην πολιτική ζωή της χώρας και, στο πλαίσιο της κρίσης που το ίδιο
προκάλεσε παίζοντας τον ρόλο του μοχλού πίεσης στην διάρκεια της
Μεταπολίτευσης, προσπαθεί να διχάσει την κοινωνία, αποκομίζοντας
ταυτοχρόνως και μείζονα πλεονεκτήματα.
Όπως έγραψε έτσι και ο Γρηγόρης Νικολόπουλος στο Reporter.gr, η
τελευταία συγκέντρωση του συνδικάτου των δημοσίων υπαλλήλων ΑΔΕΔΥ,
που διοργανώθηκε με την υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν αποκαλυπτική:
«Απεκάλυψε πού ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα της Ελλάδας. Οι μάσκες
έπεσαν και πίσω από αυτές εμφανίστηκαν οι συνδικαλιστές του δημόσιου
τομέα και ένα πλήθος δημοσίων υπαλλήλων οι οποίοι απαιτούν έξοδο από
την ΟΝΕ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, κρατικοποίηση των τραπεζών, διαγραφή
του χρέους, αυξήσεις των μισθών τους, προσλήψεις στο Δημόσιο, δώρα και
επιδόματα. Φανερά και δυνατά, η ΑΔΕΔΥ έδειξε ότι είναι πλέον
οπισθοδρομικός οργανισμός στην χώρα, ότι αυτή ευθύνεται για την σημερινή
κατάντια, ότι προτιμά να διαλυθεί η οικονομία και να χάσει η Ελλάδα την
συμμαχία της Ευρώπης παρά να περιοριστούν τα υπερβολικά, παράλογα και
άδικα προνόμια των δημοσίων υπαλλήλων. Οι συνδικαλιστές του Δημοσίου
τίθενται λοιπόν για πρώτη φορά φανερά εναντίον της ίδιας της χώρας.
Εναντίον του λαού και του μέλλοντός του, εναντίον της προόδου και της
ευημερίας, μόνο και μόνο για να διατηρήσουν τα άδικα προνόμιά τους έναντι
όλων των άλλων».
Αν αυτό δεν είναι διχασμός, τότε περί τίνος πρόκειται;