Του Γιάννη Σιδέρη
Ποια είναι η πολιτική σου τοποθέτηση (σ.σ. το νόημα αποδίδω), είχε ρωτήσει ο Τέρενς Κουίκ, τον καιρό που…
ακόμη δούλευε ως δημοσιογράφος στον Αντ1, το Νότη Σφακιανάκη.
– «Είμαι αναρχικός», απάντησε ο Νότης.
Εντυπωσιασμένος ο Τέρενς συνεχίζει: – Τι γνώμη έχεις για τον Μπακούνιν;
– «Δεν τον γνωρίζω» απάντησε μισοαπολογητικά μισομελιστάλαχτα ο Νότης (σ.σ. ευτυχώς που δεν είπε… δεν είχα την τύχη ως τώρα να τον συναντήσω)!
Προχθές, πάλι στον Αντ1, από αναρχικός παρουσιάστηκε Χρυσαυγίτης! Βέβαια, η αγαπημένη σε μένα Κατερίνα Γώγου έχει γράψει «κάθε σήμερα μαθαίνω να απορρίπτω αυτό που πίστεψα χθες». Αλλά το να μετακινηθείς από θιασώτης μιας απελευθερωτικής ιδεολογίας (άσχετα αν στην Ελλάδα η αναρχική ιδεολογία έχει κακοπάθει, όπως πολλά, άλλωστε), σε ένθερμο οπαδό μιας σκοταδιστικής, μισαλλόδοξης, εξουσιαστικής, φυλετικής, ιδεολογίας, η απόσταση είναι αγεφύρωτη. Εκτός, βέβαια, αν είσαι άνθρωπος χωρίς εσωτερικό έρμα, χωρίς ποιότητα, χωρίς ανησυχίες, και άγεσαι και φέρεσαι από τις εντυπώσεις της… μοδός.
Η κα Δέσποινα Βανδή μάλλον ως συνεπής προς την ιδεολογία της, με γονείς μετανάστες οργανωμένους στις οργανώσεις εξωτερικού του αντιστασιακού ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια του μεταπολιτευτικού των πρώτων χρόνων, είχε κληρονομήσει την αρμόζουσα κοινωνική ευαισθησία, να διακόψει με κάποιο κόστος (λέω «κάποιο» γιατί τα χρήματα δεν της λείπουν) μια συνεργασία που θεωρούσε ότι την εξέθετε.
Από κει και πέρα άρχισε ο κακός ελληνικός χαμός. Χρυσαυγίτες στην ιστοσελίδα της την έβριζαν τόσο χυδαία, που η πιο ευγενική αναφορά ήταν η λέξη «ψόφα»- κατ’ αντιγραφήν από τους αντιεξουσιαστές που πρώτοι το χρησιμοποίησαν για να πικάρουν δεξιούς, μνημονιακούς και γενικώς όσους οι ίδιοι θεωρούν «όργανα του συστήματος». Τελευταίος αποδέκτης τους ο Νότης.
Τα σόσιαλ μήντια δεν είχαν άλλη ενασχόληση, ο Σαμαράς δεν ήταν στη Μέρκελ, τα νέα μέτρα που προοιωνίζονται, δεν υπήρχαν. Η κα Βανδή έγινε ξαφνικά η Πασιονάρια του δημοκρατικού τόξου (αν και όλοι δήλωναν ότι δεν ακούν τα τραγούδια της! – τότε ποιος τα αγοράζει;) και ο Νότης ο απόβλητος που έπρεπε «να ψοφήσει»!
Είναι δυνατόν; Είναι! Στην Ελλάδα ένας τραγουδιστής των φωσφοριζέ σκυλάδικων, ή έστω, τραγουδιών που δεν εμπίπτουν σε αυτό που λέμε «έντεχνο ελληνικό τραγούδι», για μια ηλίθια φράση, που πηγάζει από ένα ανολοκλήρωτο πολιτικώς μυαλό, γίνεται μεγάλο θέμα, απασχολεί το μηντιακό σύστημα αλλά και τη λεγόμενη «δημοσιογραφία των πολιτών».
Φυσικά πρόβλημα υπάρχει. Αλλά δεν είναι ο Νότης αυτός καθεαυτός. Πριν από αυτόν ήταν ο Γιάννης Πλούταρχος, πιο πριν ο Πέτρος Γαϊτάνος και – ίσως – ο ποδοσφαιριστής Κατίδης (αν είχε καταλάβει τι έκανε!).
Οι αναφερόμενοι είναι παιδιά λαϊκών οικογενειών, δεν έχουν ζήσει σε Πανεπιστήμια, δεν έχουν στρατευθεί σε πολιτικές οργανώσεις (σ.σ. Η Δέσποινα τουλάχιστον ως έφηβη, με τους γονείς της στην πόλη της, είχε κρατήσει σημαία του ΠΑΣΟΚ σε προεκλογική συγκέντρωση) , δεν έχουν διαβάσει κομματικές μπροσούρες, δεν ξέρουν ποιος είναι …ο Μπακούνιν, όσο για τον Χίτλερ, ίσως κάτι ψιλά να έχουν ακούσει στο σχολείο…
Τι θέλω να πω; Κάτι βαθύτερο υπάρχει: Οι αναφερθέντες ζουν με τον πολύ κόσμο, συντονίζονται με το περιβάλλον τους και αντανακλούν τις διαθέσεις του. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην σελίδα της Δέσποινας, της την έπεσαν άνθρωποι που δήλωναν και οι ίδιοι Έλληνες μετανάστες όπως οι γονείς της, αλλά «δεν ήμασταν λαθρομετανάστες».
Αυτό το βαθύτερο που μετασχηματίζει ανησυχητικά την ελληνική κοινωνία, θα το κουβαλάμε για χρόνια. Ουδείς προσπαθεί να το ανιχνεύσει, να το κατανοήσει και να το αλλάξει. Όλοι αρκούνται να καταγγέλλουν όσους το εκφράζουν!
Και η Αριστερά τι κάνει; …καλά εσείς; Προφανώς διαβάζει ικανοποιημένη τη θύελλα του «ψόφα Νότη»!
OXI ALLO KAPBOYNO