Του Πάνου Χατζηγεωργιάδη
Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης
και Δημοσιογράφος
Υπ. Πολιτισμού Πατριωτικού Συνδέσμου
Αλλάζοντας λίγο το κλίμα των γραφομένων μου ως τα τώρα και πέρα απο
την ενασχόληση μου με την πολιτική, θεωρώ πως τούτες τις ώρες τις
κρίσιμες γενικώς για τον τόπο…
θα ήταν άξια λόγου μιά γενικότερη
αναφορά και ορισμένες σκέψεις μου περί της τέχνης και πιο συγκεκριμένα
περί της βασιλεύουσας επί όλων των άλλων τεχνών, υπό την έννοια πως
είναι δυνατόν αυτή να συμπεριλαμβάνει πλήθος τοιαύτων την ίδια στιγμή,
αυτής της τέχνης του Θεάτρου.
Τα πάντα στην ζωή διέπονται απο την βούληση η οποία προυπάρχει της
πράξης, αλλά και απο την πολιτική. Απο του λίκνου εώς του τάφου αυτό
το οποίον ονομάζουμε ζωή, δρά και αλληλεπιδρά ζυμωμένο με τούτα τα δύο
στοιχεία, έτσι και η τέχνη πέρα απο την οιανδήποτε ευχαρίστηση
πρόσκαιρον η αιώνιον που μπορεί και πρέπει να προσφέρει είς τον
θεατήν, διέπεται απο την βούληση όσων την δημιουργούν, αναφορικά με το
που θέλουν να οδηγήσουν, εάν το θέλουν ή το μπορούν, τον θεατή, τον
ακροατή, τον οιονδήποτε τέλος πάντων, ο οποίος έρχεται σε επαφή με το
συγκεκριμένο πόνημα, καθώς και διαμέσου τούτης της βούλησης εάν και
εφόσον υπάρχει ως προανέφερα, ποιά τα μηνύματα και σε ποιά και πόσα
επίππεδα δύνανται όπως κατηγοριοποιηθούν.
Το Νεοελληνικόν Θέατρο στο προσκήνιο λοιπόν. Η ιστορία του, αναφορικά
βεβαίως με το νεοελληνικόν κράτος, είναι μια ιστορία προχειρότητος
μέσα στα πρώτα παραπήγματα τα οποία αναιδώς ονομάτιζε κανείς ως
«θέατρα» με ηθοποιούς απαράδεκτους, ημιμαθείς, «ολίγιστους» ως
προσωπικότητες και η γέννεση του μιά κοινωνική ανάγκη η οποία σχεδόν
πάντοτε πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων, έρχονταν να καλύψει πρόσκαιρα τις
ανάγκες της εκάστοτε καθημερινότητος, ενίοτε σληροτάτης, αν οχι τις
περισσότερες των φορών.
Το Νεοελληνικόν θέατρο έρχεται να καλύψει μιάν ζήτησιν επιτακτική
εκφράσεως του λαού, είτε δυσαρεσκείας προς τα κακώς κείμενα, είτε
διακωμώδησης των πεπραγμένων αναφορικά με τα δημόσια πράγματα, είτε
απλώς “per passa tempo”, χρησιμοποιούμενο εκουσίως ή και ακουσίως, εκ
του πολιτικοκοινωνικοοικονομικού συστήματος, ως βαλβίδα εξαερώσεως,
προκειμένου όπως μην συμβεί το “Αποφευκτέον”.
Δυστυχώς την σήμερον διέπεται απο ακριβώς τις ίδιες αρχές και επιτελεί
την ίδιαν ακριβώς λειτουργία, πέφτοντας θύμα μιάς ολάκερης κοινωνίας η
οποία και ρέπει προς την ξενομανίαν, δεν ημπόρεσε ποτέ του σχεδόν να
υπάρξει εν πρωτοτυπία και αυθεντικότητα. Τα θέματα του τα επιλέγει,
αντιγράφοντας συνήθως έργα χιλιοπαιγμένα του εξωτερικού η προσπαθώντας
να τα αναπαραστήσει αυτούσια, γνωστής αξίας ή λιγότερης αξίας
συγγραφέων, αρκεί τούτοι να έχουν ξενικόν όνομα, η δέ θεματολογία του
εξαντλείται στην «περιγραφικότητα της ζωής», αντί να επιλέξει τον
δύσκολον δρόμο της ηθογραφίας και της ηθοπλαστικής θα έλεγε κανείς,
της δημιουργίας χαρακτήρων και καταστάσεων αι οποίαι θα ημπορούσαν να
παραδειγματίσουν τον θεατήν και να του προσφέρουν μιάν πραγματική
διδαχή και οχι απλώς ένα ευχάριστο απόγευμα ολίγων ωρών κούφιας
«διασκέδασης – απόδρασης» εκ του μικρόκοσμου του.
Το Νεοελληνικόν Θέατρον πάσχει παντελώς πρωτοτυπίας, με παραγωγές
πτωχές νοημάτων, σκηνοθεσίας, υλικοτεχνικής υποδομής, με έντονες
διαθέσεις αλλοιωτικές του αρχαίου μας δραματολογίου (της μόνης
αστείρευτης πηγής νοημάτων και ιδεών της οικουμένης ολάκερης) αλλά και
εν γέννει παντελούς έλλειψης αγάπης δια το ίδιο το αντικείμενο το
θεατρικόν και όπου αυτή συναντάται εννοώντας την πρωτοτυπίαν, θα έλεγε
κανείς πως έχουμε να κάνουμε με έναν αρρωστημένον «εκμοντερνισμόν», ο
οποίος οχι μόνον δεν προάγει την υπόθεση «ανώτερος άνθρωπος», αλλά
κατακρημνίζει τον θεατήν είς τον καιάδαν της «νεοτερικότητος», χωρίς
ουσία, χωρίς ήθος, χωρίς καμίαν αξίαν διαχρονικήν, με σκοπό μοναδικό
ίσως ένα εισητήριο είς ένα έργο κάκιστον, ένα έργο – σκουπίδι το
οποίον καταστρέφει την πνευματικήν υγείαν του συνόλου και των μονάδων
μία προς μία, διαλύοντας το κοινωνικό ασυνείδητο και αλλοιώνοντας το
αισθητήριον μιάς ολάκερης κοινωνίας περί κάλλους και πραγματικής
τέχνης.
Και διατί να διδάσκονται οι νέοι ηθοποιοί αλλά και οι θεατές
δημιουργώντας ακόμη ένα αρρωστημένο δίπολο όπως και πολλά άλλα δίπολα
αρρωστημένα μέσα στην νεοελληνική κοινωνία, Τσέχωφ, Ιονέσκο ή και γώ
δεν ξέρω ποιόν άλλον ημίτρελλο ή λιγότερο ημίτρελλο, Άγγλο, γάλλο,
πορτογάλλο ; Υπάρχουν υπέροχα Ελληνικά έργα ξεχασμένα απο την λήθη του
παρελθόντος ένεκα της προαναφερθήσης ξενομανιακής τάσης που αφορά το
“δοκιμασμένον”, τα οποία βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην ψυχοσύνθεση
αυτού του λαού κι αν δεν υπάρχουν δύνανται όπως γραφούν, αλλά πως να
γραφούν όταν η ξενομανία και ο ραγιαδισμός αλλά και η λύση του “Μαγαζί
– γωνία” ενός ήδη γνωστού είς το κοινόν έργου, έχει κατακλύσει και το
παραμικρό κύτταρο του πολιτισμού σε αυτόν τον τόπο, πως να γραφούν
όταν ο φόβος της αποτυχίας, επισκιάζει την αγάπη για την πρωτότυπη
Ελληνικήν τέχνη ;
Πως να γραφούν όταν οι λάθος άνθρωποι βρίσκονται σε λάθος θέσεις, όταν
δεν είναι καλλιτέχνες αλλά “επιχειρηματίες” της πλέον κακιάς ώρας. Κι
όταν ακόμη ακόμη ανεβαίνει κάποια τραγωδία κάθε καλοκαίρι, είναι τόσο
αυτή κακοποιημένη και αλλαγμένη που της έχει μείνει μόνον ο τίτλος.
Ποιός θεατρικώς αγράμματος και πλέον αδαής του αδαούς μα και
καλλιτεχνικώς ανίκανος να διαισθανθεί, επιτρέπει τέτοια τερατουργήματα
επί σκηνής και χάριν ποιάς ελευθεριότητος εγκρίνονται ; τοιαύται
παραστάσεις αι οποίαι κατακρεουργούν το αρχαίον μας δραματολόγιον ;
Ωσάν να πηγαίνεις να ακούσεις Βόλφβγκανκ αμαντέους μότσαρτ είς την
όπερα της Βιέννης, αλλά το κομμάτι είναι άλλου και μάλιστα άλλου,
άσχετου απο μουσική και ο τίτλος σε παραπλανά προκειμένου να αγοράσεις
το εισητήριο. Τα πάντα είς τον βωμόν του πρόσκαιρου κέρδους.
Ξεθεμέλιωμα χρειάζεται και το Νεοελληνικόν Θέατρο. Θέατρον πτωχόν,
θέατρον κακού εσωτερισμού, θέατρον υστερικόν, θέατρον μονομανιακόν,
έμπλεον ηθικής και πνευματικής καταπτώσεως, δίχως μεγάλες ιδέες,
αρρωστήμενο όπως και ολάκερη η νεοελληνική κοινωνία, με διαπλοκές,
βεντετισμούς, και “καλλιτεχνικήν” αγυρτείαν. Ξεθεμέλιωμα όπως και
οτιδήποτε άλλο σε αυτά τα χώματα.
Εμπρός προς την Ελληνικήν Αναγέννησιν.
Use Facebook to Comment on this Post