Λίγες μελέτες έχουν εμβαθύνει στις σκοτεινές λεπτομέρειες και τα συναισθήματα που συνδέονται με τους εφιάλτες, και ακόμη λιγότερες έχουν…
χρησιμοποιήσει τον «κορμό» των ονείρων ως βάση για την ανάλυσή τους.
Ερευνητές ψυχολογίας από το πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, η μελέτη των οποίων πρόκειται να δημοσιευτεί στο περιοδικό «Sleep», ζήτησαν από 572 εθελοντές να καταγράψουν τι όνειρα έβλεπαν για διάστημα δύο έως πέντε εβδομάδων.
Σύμφωνα με τους ίδιους, η μέθοδος αυτή αποτελεί το λεγόμενο «χρυσό κανόνα» για το συγκεκριμένο είδος έρευνας, διότι άλλες αξιολογήσεις, όπως οι συνεντεύξεις και η συμπλήρωση ερωτηματολογίων, «ενδέχεται να περιέχουν ανακριβείς αναφορές στα όνειρα, λόγω της εύθραυστης φύσης τους και της δυσκολίας που υπάρχει να ανακαλεί κανείς τι έχει δει στον ύπνο του μετά από κάποιο χρονικό διάστημα».
Ζήτησαν ακόμη από τους συμμετέχοντες να καταγράψουν τα συναισθήματά τους.
Από την ανάλυση 9.796 ονείρων, τα 253 κατατάχθηκαν στην κατηγορία «εφιάλτες» και 431 στην κατηγορία «άσχημα όνειρα», αναφέρει δημοσίευμα στο περιοδικό Pacific Standard The Science of Society.
Οι ερευνητές χαρακτήρισαν ως «εφιάλτες» τα όνειρα εκείνα, που ήταν τόσο δυσάρεστα ώστε να προκαλέσουν έντονη συναισθηματική φόρτιση και να… ξυπνήσουν από τον ύπνο τους εθελοντές.
Τα «άσχημα όνειρα» ήταν μεν κακά και δυσάρεστα, όμως δεν προκαλούσαν τις ίδιες αντιδράσεις.
Ποια ήταν τα κύρια ευρήματα των επιστημόνων:
– Σε ό,τι αφορά τους εφιάλτες, η κύρια πλειοψηφία των συμμετεχόντων στην έρευνα ανέφερε ότι βίωσε κάποιου είδους «σωματική βία». Οι ερευνητές το όρισαν ως «απειλή ή άμεση επίθεση κατά της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου από κάποιον άλλο χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής επίθεσης, φόνου, απαγωγής ή απομόνωσης».
– Το κύριο θέμα των άσχημων ονείρων (και δεύτερο στην κατάταξη για τους εφιάλτες) ήταν οι «διαπροσωπικές συγκρούσεις», ή αλλιώς «συγκρούσεις ανάμεσα σε δύο χαρακτήρες με συστατικά στοιχεία την εχθρότητα, τις προσβολές, την ταπείνωση, την απόρριψη, την απιστία, το ψέμα κ.ά».
– Η τρίτη πιο κοινή απειλή… κατά τη διάρκεια του ύπνου και στις δύο αυτές κατηγορίες αφορούσε την αίσθηση της αποτυχίας, ανεπάρκειας ή ανικανότητας. Οι επιστήμονες έδωσαν την εξής εξήγηση: «Δυσκολία ή ανικανότητα του ατόμου που βλέπει το όνειρο να πετύχει ένα συγκεκριμένο στόχο, όπως για παράδειγμα το να αργήσει σε κάποιο ραντεβού, να μη μπορεί να μιλήσει, να χάνει ή να ξεχνάει πράγματα και να κάνει λάθη».
– Όπως ήταν αναμενόμενο, το αίσθημα του φόβου (όπως περιγράφηκε από τους εθελοντές ως: τρομοκρατημένος, φοβισμένος, πανικόβλητος) ήταν το πιο κοινό που αναφέρθηκε τόσο στα άσχημα όνειρα, όσο και στους εφιάλτες, όμως οι τελευταίοι ήταν πιο έντονοι συναισθηματικά.
– Οι εφιάλτες και τα άσχημα όνειρα χαρακτηρίστηκαν ως «περίεργα» ή «λιγότερο ορθολογικά και αντίθετα με την πραγματική ζωή» συγκριτικά με τα υπόλοιπα όνειρα.
Σύμφωνα με τους ερευνητές δεν παρατηρήθηκε κάποια ιδιαίτερη διαφορά ανάμεσα στα όνειρα που βλέπουν οι άντρες και οι γυναίκες. Οι άντρες έβλεπαν πιο συχνά εφιάλτες που σχετίζονται με καταστροφές, ενώ οι γυναίκες είχαν διπλάσιες πιθανότητες να δουν έναν εφιάλτη που αφορά «διαπροσωπικές συγκρούσεις».
medicalnews.gr