του Μιχάλη Κόκκινου
Η εκλογή Τσίπρα στην ηγεσία της χώρας ήταν μία εξέλιξη με παγκόσμιο αντίκτυπο και λειτούργησε ως άλλος επιταχυντής εντός της Ευρώπης μίας συζήτησης για το κοινό μέλλον των Ευρωπαίων Εταίρων και την θέση εντός του κοινού νομίσματος…
Η νέα ελληνική κυβέρνηση με μία αδιαμφισβήτητα εντυπωσιακή ορμή ξεκίνησε μία εκ νέου διαπραγμάτευση για την τελική διευθέτηση του ελληνικού χρέους. Τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία ολόκληρο τον Φλεβάρη δεν προλάβαιναν κυριολεκτικά, να καλύπτουν τον τεράστιο όγκο πληροφοριών και ειδήσεων που παρήγαγε η ελληνική κυβέρνηση. Μέσα από ένα ντόμινο συνεχών ανατροπών, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αυτό το πρώτο μέρος της διαπραγμάτευσης τελείωσε ισόπαλο μεταξύ της χώρας μας και των δανειστών της. Και οδήγησε σε μία τετράμηνη παράταση, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως εκεχειρία, αν αναλογιστούμε το έκρυθμο κλίμα που επικρατούσε καθημερινά μεταξύ των δύο πλευρών. Οι αντεγκλήσεις και οι χαρακτηρισμοί αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος της επικοινωνιακής τακτικής των δύο πλευρών.
Με την υπογραφή της συμφωνίας του Eurogoup λοιπόν, οι δύο πλευρές εξασφάλισαν μία τετράμηνη παράταση – “εκεχειρία” για να προετοιμαστούν για την τελική μάχη κατά την διάρκεια της οποίας όμως οι αψιμαχίες δεν θα λείψουν, όπως φαίνεται. Οι εσωτερικές ισορροπίες στην χώρα θα εξαρτηθούν από την πίεση των Βρυξελλών για την εφαρμογή των δεσμεύσεων της νέας κυβέρνησης. Η ηγεσία Τσίπρα θα πρέπει να ισορροπήσει μεταξύ της επέκτασης της λιτότητας και της εφαρμογής της ατζέντας ΣΥΡΙΖΑ. Αν κρίνουμε όμως από τις συνεχείς δηλώσεις Σόιμπλε ακόμη και μετά την συμφωνία του Eurogroup η Γερμανία έχει πάρει την απόφασή της να σπρώξει τα πράγματα στα άκρα. Θα χρησιμοποιήσει τον μηχανισμό των Βρυξέλλων και της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ώστε να έχει υπό τη διαρκή απειλή της οικονομικής ασφυξίας τη νέα κυβέρνηση προκειμένου να πετύχει μια άνευ όρων συνθηκολόγηση όπως είχε κάνει και με τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Σε αυτή την περίπτωση μέχρι το τέλος του τετραμήνου θα έχουμε ρήξη: είτε ρήξη της ελληνικής κυβέρνησης με τους εταίρους, είτε ρήξη στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και με τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που τον στηρίζουν μέχρι τώρα λόγω της αντιμνημιακής του ρητορείας. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως δεν είναι ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ ούτε θέλει αλλά ούτε μπορεί – τουλάχιστον όπως είναι τώρα εσωτερικά διαρθρωμένος – να υλοποιήσει ένα μνημόνιο όπως τα προηγούμενα. Και πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να υποχρεωθεί να συνεχίσει μία πολιτική που το αποτέλεσμά της μετά από πέντε χρόνια εφαρμογής είναι μία απίστευτη οικονομική και κοινωνική καταστροφή: μείωση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 25%, εκτόξευση της ανεργίας σε πρωτοφανή για χώρα της ευρωζώνης επίπεδα, καταστροφή του -ούτως ή άλλως προβληματικού- ασφαλιστικού συστήματος και συστήματος υγείας, μαζική φυγή νέων επιστημόνων και εν τέλει διάλυση του κοινωνικού ιστού που ίσως είναι η σημαντικότερη αλλά πιο δύσκολα μετρήσιμη συνέπεια. Κάπως έτσι η ρήξη με τους εταίρους αρχίζει να διαφαίνεται ως η πιθανότερη προοπτική.
Φυσικά στο τετράμηνο που έχει μπροστά της η κυβέρνηση θα πρέπει να προετοιμαστεί και να μην ξαναβρεθεί στην δύσκολη θέση που βρέθηκε την βραδιά του κρίσιμου Eurogroup όταν την εκβίασαν με bank run, μαζική φυγή καταθέσεων και ξαφνικό θάνατο της οικονομίας. Παράλληλα παίζεται και θα συνεχίσει να παίζεται το blame game. Ποιος θα χρεωθεί την ευθύνη; Η ελληνική κυβέρνηση επιλέγει την αποχώρηση ή το Βερολίνο με την αδιαλλαξία του ωθεί μία χώρα εκτός ευρώ με τις όποιες συνέπειες; Η κυβέρνηση το έχει ξεκαθαρίσει: η Ελλάδα θα μείνει στο ευρώ, οι άλλοι ας αναλάβουν την ευθύνη των ενεργειών τους.
Η Αχίλλειος Πτέρνα της Ελληνικής Οικονομίας
Σ’αυτό το σημείο ίσως θα έπρεπε να παραθέσουμε το τι επιτάσσει η διεθνής εμπειρία. Κατ’αρήν, όταν ένα κράτος αντιμετωπίζει πρόβλημα ρευστότητας αδυνατώντας να δανειστεί από τις αγορές – πόσο μάλλον όταν είναι υπερχρεωμένο, έχοντας ένα μεγάλο εξωτερικό δανεισμό από τη μία και υψηλά ελλείμματα από την άλλη – αναγκάζεται να καταφύγει στο ΔΝΤ για να αποφύγει τη χρεοκοπία. Το αποτέλεσμα είναι να του επιβάλλεται ένα τρομακτικό πρόγραμμα λιτότητας που καταστρέφει τις όποιες παραγωγικές του δομές. Ο λόγος τώρα, για τον οποίο δεν καταφεύγει στη στάση πληρωμών εξαρχής είναι η αδυναμία του να μειώσει τα ελλείμματά του, τις δημόσιες δαπάνες του δηλαδή, οι οποίες θα απαιτούσαν άμεσα μέτρα, όπως μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, μειώσεις μισθών/συντάξεων , κλείσιμο ζημιογόνων κρατικών επιχειρήσεων κοκ.
Στην περίπτωση της Ελλάδας του 2010, τα ελλείμματα της τάξης των 36δις€ απαιτούσαν περιορισμό των δημοσίων δαπανών άνω των 20δις€ προ τόκων και χρεολυσίων! Κάτι πρακτικά αδύνατο να δρομολογηθεί, από τη μία ημέρα στην άλλη. Έτσι επιλέχθηκε η πεπατημένη της προσφυγής στο ΔΝΤ. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η “εξυγίανση” μίας χώρας διαρκεί συνήθως τρία χρόνια, όπου στο πρώτο λαμβάνονται και εφαρμόζονται όλα τα μέτρα (εμπροσθοβαρής πολιτική), στο δεύτερο ωριμάζουν (αποδίδουν), ενώ στο τρίτο επανέρχεται η ομαλότητα. Εάν βέβαια δεν συμβεί κάτι τέτοιο, η χώρα πρέπει να θεωρείται καταδικασμένη σε χρεοκοπία, αφού εξαντλείται κάθε απόθεμα και κυρίως η ανεκτικότητα των πολιτών της (κάτι που αποδείχτηκε και στις πρόσφατες εκλογές).
Σε αρκετές περιπτώσεις, οι χώρες που έχουν καταφύγει στο ΔΝΤ, αφού επιτύχουν πρωτογενή (προ τόκων) πλεονάσματα στον προϋπολογισμό τους – τα οποία ουσιαστικά τους επιτρέπουν να ανταπεξέρχονται με τις υποχρεώσεις τους στο εσωτερικό, εάν δεν πληρώνουν τοκοχρεολύσια – έχοντας υποφέρει τα πάνδεινα από το δημοσιονομικό σοκ επιλέγουν αμέσως μετά τη στάση πληρωμών, αφού διαφορετικά δεν υπάρχει τρόπος για να διώξουν το ΔΝΤ. Κατόπιν, ενώ έχουν κηρύξει πτώχευση, έρχονται σε επαφή με τους δανειστές τους, για να διαπραγματευθούν τη διαγραφή ενός μεγάλου μέρους των εξωτερικών χρεών τους, όπως στο σχετικά πρόσφατο παράδειγμα της Αργεντινής, καθώς εάν δεν προηγηθεί η χρεοκοπία τους, οι δανειστές τους δεν συμφωνούν σχεδόν ποτέ με τη μείωση των απαιτήσεων τους.
Επιστρέφοντας στη δική μας περίπτωση, η δραστηριοποίηση του ΔΝΤ είχε ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, προκαλώντας της ζημίες που υπερβαίνουν το 1τρις€, ενώ μετά από πέντε χρόνια η οικονομία μας βρίσκεται σε πολύ χειρότερο σημείο από το 2010. Η νέα κυβέρνηση από τη στιγμή που αναίρεσε την απαίτηση διαγραφής μέρους του χρέους της – την οποία είχε δηλώσει προεκλογικά και χωρίς την οποία είναι απολύτως αδύνατη η εφαρμογή του προγράμματος της – στα πλαίσια της διαπραγμάτευσής της για την επέκταση του προγράμματος, επί της ουσίας έχει επιλέξει την θέση της προηγούμενης κυβέρνησης για επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους ως το 2050. Το γεγονός αυτό είναι προφανώς γνωστό τόσο στην ίδια, όσο και στη Γερμανία, οπότε απορεί κανείς σχετικά με το τι κρύβεται πίσω από την τετράμηνη παράταση του μνημονίου που ζήτησε και πήρε η Ελλάδα, τόσο από την πλευρά της ελληνικής, όσο και από αυτήν της γερμανικής κυβέρνησης.
Είναι προφανές ότι, το αίτημα παράτασης του μνημονίου εκ μέρους της Ελλάδας συνδέεται με την περαιτέρω παροχή ρευστότητας προς τις τράπεζες εκ μέρους της ΕΚΤ, χωρίς την οποία θα χρεοκοπούσαν ακαριαία, έχοντας άδεια τα ταμεία τους διατηρούνται ακόμη ζωντανές μέσω του προγράμματος ELA και της Τράπεζας της Ελλάδος. Η οικονομική κατάσταση των ελληνικών τραπεζών είναι απελπιστική. Οι μη καλυμμένες επισφάλειές τους είναι πολύ υψηλότερες από τα Ίδια Κεφάλαια τους, πόσο μάλλον από τα καθαρά. Ενώ, αν προστεθούν και οι οφειλές τους στο σύστημα διακανονισμού της ΕΚΤ μέσω της Τράπεζας της Ελλάδας (Target II), οι οποίες αυξήθηκαν ραγδαία τους τελευταίους μήνες λόγω των εκροών καταθέσεων το τελευταίο τρίμηνο (περισσότερα από 15δις€), η κατάστασή τους θα επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο. Βέβαια, και οι τράπεζες του Ευρωπαϊκού Νότου δεν είναι σε καλύτερη μοίρα. Οι ιταλικές και οι ισπανικές τράπεζες οι οποίες σε απόλυτα μεγέθη βρίσκονται σε δυσχερέστερη θέση από τις ελληνικές, καλύπτονται ουσιαστικά από την Bundesbank, την γερμανική κεντρική τράπεζα (κάτι που ενδεχομένως εξηγεί πολλά για την πολεμική των υπολοίπων κυβερνήσεων του Νότου απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ).
Επιπλέον, η κατάσταση των ελληνικών τραπεζών επιβαρύνθηκε σημαντικά μετά την ανεπιτυχή προσπάθεια της κυβέρνησης Σαμαρά για πρόωρη έξοδο στις αγορές πριν τις πρόσφατες Ευρωεκλογές και κατόπιν στην τοποθέτηση της ότι δεν θα ζητούσε την παράταση του Μνημονίου. Καθώς, είχε σαν αποτέλεσμα η ΕΚΤ να σταματήσει να δέχεται ως εγγύηση τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου για τη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών με επιτόκιο 0,05%. Η συγκεκριμένη απόφαση της ΕΚΤ αφορούσε ομόλογα αξίας 12δις€, ενώ κατέστησε αδύνατη τη συνέχιση της έκδοσης ομολόγων εκ μέρους του δημοσίου. Ταυτόχρονα, η χρηματοδότηση των τραπεζών μέσω του έκτακτου μηχανισμού στήριξης ELA με επιτόκιο της τάξης του 1,55%, επιβάρυνε σε ετήσια βάση τις ελληνικές τράπεζες με 1δις€ περίπου, οδηγώντας την επιχειρούμενη ανακεφαλαιοποίηση σε αποτυχία. Καθώς, οι ελληνικές τράπεζες αποτελούν τον αποκλειστικό αγοραστή ομολόγων του ελληνικού δημοσίου μετά την αποτυχημένη έξοδο στις αγορές. Ακολούθως, οι πρόωρες εκλογές άλλαξαν και την χρήση του ELA. Το τελευταίο τρίμηνο ο μηχανισμός του ELA χρησιμοποιείται για άλλους σκοπούς, όπως τη διευκόλυνση των αναλήψεων των Ελλήνων καταθετών, οι οποίες έχουν ενταθεί λόγω των φόβων της εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη, της χρεοκοπίας κοκ, επιβαρύνοντας τις τράπεζες με έκτακτα κόστη.
Το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελεί την Αχίλλειο Φτέρνα της οικονομίας, το μέλλον του οποίου κρέμεται σε μια λεπτή κλωστή. Αν σε περίπτωση η ΕΚΤ υπό το βάρος της προστασίας της αξιοπιστίας της σταματούσε την περαιτέρω στήριξη των ελληνικών τραπεζών, εκείνες θα χρεοκοπούσαν κατευθείαν, και η Τράπεζα της Ελλάδας θα έπρεπε μετά να αποσβέσει (διαγράψει) από τα βιβλία της δάνεια ύψους 70δις€ περίπου προς τις ελληνικές τράπεζες που έχουν δοθεί μέσω του ELA. Tα Ίδια Κεφάλαιά της, τα οποία υπολογίζονται στα 42δις€ δεν θα έφταναν για να καλύψει την “τρύπα” που θα δημιουργούνταν στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και θα έπρεπε να τα αυξήσει με τη στήριξη του Ελληνικού Δημοσίου. Το κράτος όμως σε καμία περίπτωση δεν είναι σε θέση να καλύψει αυτό το ποσό και θα ήταν υποχρεωμένο να επέμβει το ESM, οπότε όλοι οι ευρωπαίοι φορολογούμενοι και κατ’επέκταση οι κυβερνήσεις τους – γεγονός που αιτιολογεί την απαίτηση πολλών Γερμανών να μην επιτρέπεται η χρηματοδότηση της Ελλάδας με το ELA, για ποσά που υπερβαίνουν τα 42 δις €. Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να υποχωρήσει και να επεκτείνει το Μνημόνιο για τέσσερις μήνες ακόμη, ήταν μάλλον κάτι παραπάνω υποχρεωτική.
Νέα Μέτρα ή Κούρεμα Καταθέσεων;
Η νέα κυβέρνηση Τσίπρα ανακάλυψε μέσα σε λίγες μέρες από την εκλογή της πως ο μόνος τρόπος να αποφύγει μια άμεση τραπεζική κρίση, που θα οδηγούσε σε έναν εκτεταμένο έλεγχο κεφαλαίων (Capital Control) υπό τον φόβο ενός bank run, ήταν να αποδεχθεί τη “μωρολογία των αξιολογήσεων, των μεταρρυθμίσεων και της αποδέσμευσης των δανείων”. Η ανάγκη της χώρας για χρηματοδότηση προκειμένου να εξυπηρετήσει το χρέος της, και η επιθυμία των Ελλήνων να παραμείνουν στο Ευρώ, σημαίνει όμως ότι οι πιστωτές θα συνεχίσουν να έχουν το πλεονέκτημα των κινήσεων. Λογικά, η προσεχής Άνοιξη θα είναι γεμάτη συγκρούσεις – εσωτερικές και εξωτερικές – για το ποιες οικονομικές πολιτικές μπορούν να κατευνάσουν τόσο τους πιστωτές όσο και τους πολίτες; Αν η πρόσφατη συμφωνία ήταν πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, η επόμενη θα είναι πρακτικά αδύνατη διότι τα ανακοινωθέντα θα πρέπει να μετατραπούν σε πολιτικές αποφάσεις.
Η μεγαλύτερη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ βέβαια στις διαπραγματεύσεις μέχρι τώρα, ήταν ότι κατάφερε να κερδίσει την ευκαιρία να αντικαταστήσει τα σκληρά μέτρα του ΔΝΤ με δικές του εθνικές πολιτικές! Παρόλα αυτά η συμφωνία για τετράμηνη παράταση του προγράμματος των 172δις€ όση ανακούφιση κι αν έφερε στην Ευρωζώνη, δεν πέτυχε να επιλύσει το γρίφο της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας, μιας και τα εναπομείναντα 7,2δισ€ δεν θα δοθούν έως ότου η Ελλάδα ολοκληρώσει τις υφιστάμενες προϋποθέσεις. Εξέλιξη που δεν προβλέπεται να γίνει σύντομα. Καταλήγουμε λοιπόν στο ότι η ρευστότητα της χώρας εξαντλείται με γοργούς ρυθμούς – από την αρχή του έτους για παράδειγμα τα φορολογικά έσοδα βρίσκονταi 1δισ€ εκτός στόχου – με αποτέλεσμα η έξωθεν στήριξη να είναι αναγκαία πριν τα τέλη Μαρτίου.
Θεωρητικά το χρονικό διάστημα των τεσσάρων μηνών που δίνει η παράταση είναι σύντομο, για την Ελλάδα όμως αποτελεί μία αιωνιότητα. Καθώς, τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους είναι ελάχιστα πλέον και δεν μπορούν να αξιοποιηθούν παρά μόνον “για ώρα ανάγκης” (μισθοί και συντάξεις). Ήδη το Δημόσιο αντλεί ρευστότητα υποχρεώνοντας τους φορείς γενικής κυβέρνησης να μετατρέψουν τα ταμειακά πλεονάσματά τους σε ρέπος 15 ημερών, για να αναχρηματοδοτείται το κράτος. Και αυτή η λύση όμως θεωρείται οριακή. Για το λόγο αυτόν το υπ.Οικονομικών έχει προτείνει δημοσίως δύο πιθανές πηγές ρευστότητας: τα 1,9 δισ€ κέρδη που δημιουργήθηκαν από τα ελληνικά ομόλογα και τα οποία κρατά η ΕΚΤ ή την έκδοση βραχυπρόθεσμων τίτλων (εντόκων γραμματίων). Βρίσκει όμως σθεναρή αντίσταση από τον άξονα Βρυξέλλες-Βερολίνο. Τα 1,9δισ€ από τα κέρδη των ομολόγων μπορούν να εκταμιευθούν μόνο στο τέλος του προγράμματος κι αυτό έχει ξεκαθαριστεί από την μεριά Ντράγκι. Ενώ, ως προς τα έντοκα γραμμάτια, η ΕΚΤ ανησυχεί για επέκταση του υφιστάμενου ανώτατου ορίου των 15δισ€ στις εκδόσεις νέων τίτλων, καθώς είναι κοινό μυστικό ότι τα αγοράζουν μόνο οι ελληνικές τράπεζες. Η ΕΚΤ ανησυχεί ότι αν δοθεί χρηματοδότηση στην Ελλάδα μέσω εντόκων γραμματίων, ενώ οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν απορρίψει την βραχυπρόθεσμη στήριξη, τότε υπονομεύει τους πολιτικούς προϊσταμένους της και κατ’επέκταση τη νομοθεσία της ΕΕ.
Εναλλακτικά μπορεί να ζητηθεί και η χρονική μετακύλιση κάποιων πληρωμών προς το ΔΝΤ τον Μάρτιο και την ΕΚΤ τον Απρίλιο, αλλά το πρόβλημα θα μεγεθύνεται και πάλι ως το καλοκαίρι, καθώς θα πλησιάζουν τότε λήξεις ομολόγων πολλών δισεκατομμυρίων και σε ιδιώτες που θα πρέπει να πληρωθούν. Το πρόβλημα της χρηματοδότησης δεν λύνεται παρά μόνον προσωρινά και από τον Απρίλιο και κάθε μήνα μέχρι τον Αύγουστο αυξάνεται δραματικά, φτάνοντας τελικά στα 13δισ€, οπότε θα πρέπει να αναζητηθούν περισσότερο μόνιμες λύσεις.
Όπως επισημάνθηκε παραπάνω, η διαπραγματευτική τακτική των εταίρων μας χρησιμοποιεί κατά κόρον τον φόβο μίας ενδεχόμενης οικονομικής ασφυξίας για να τιθασεύσει τα μέλη της. Το 2013 μάλιστα δεν δίστασε να εφαρμόσει τις απειλές της και να οδηγήσει σε κατάρρευση το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Κύπρου, λίγες μόλις μέρες μετά την ορκωμοσία της νέας τότε κυβέρνησης Αναστασιάδη. Η τακτική αυτή προφανώς έγινε πρακτική μετά την Κύπρο, για εκείνους που δεν συμμορφώνονται σε ότι επιτάσσει το πνεύμα της επιβληθείσας λιτότητας. Η οικονομική ασφυξία οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μία και μόνο λύση: Στην αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων για την πληρωμή των υποχρεώσεων του δημοσίου και σε διαφορετική περίπτωση σε στάση πληρωμών.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι με το κλίμα που έχει καλλιεργηθεί μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου και τις συνεχείς αντεγκλήσεις μέσω των διεθνών media, η Ελλάδα θα βρίσκεται ανά πάσα στιγμή στους ερχόμενους τέσσερις μήνες υπό το βάρος μίας επαπειλούμενης χρεωκοπίας. Αν οι διαπραγματεύσεις για το ελληνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων του ΣΥΡΙΖΑ οδηγηθούν σε αδιέξοδο, είτε οι δανειστές μέσω της ΕΚΤ θα δημιουργήσουν “ασφυξία” στις ελληνικές τράπεζες με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν, είτε η ελληνική κυβέρνηση από μόνη της θα αναζητήσει πρώτη εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης για την αποπληρωμή των υποχρεώσεων προς τους “Θεσμούς” και την υλοποίηση του προγράμματός της, καταφεύγοντας στους Έλληνες καταθέτες.
Θεωρώντας πάντα ότι η έξοδος από την Ευρωζώνη και η επιστροφή στην Δραχμή δεν είναι επιλογή – αφού είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί ΜΟΝΟ ως επακόλουθο της εξόδου της χώρας από την ΕΕ και επιπλέον δεν υπάρχει προηγούμενη εμπειρία, ούτε σαφές νομοθετικό πλαίσιο, ενώ φυσικά δεν είναι δυνατόν να συμβεί από τη μία ημέρα στην άλλη -, τα επόμενα λογικά βήματα θα ήταν ο άμεσος ισοσκελισμός του εθνικού προϋπολογισμού για την υποστήριξη της διάσωσης των τραπεζών, ο βραχυπρόθεσμος έλεγχος διακίνησης των κεφαλαίων και ο αναγκαστικός εσωτερικός δανεισμός μέσω του κουρέματος των συνολικών καταθέσεων όπου σε αντάλλαγμα θα δίνονταν αντίστοιχης αξίας ομόλογα σύντομης διάρκειας με μεγάλες αποδόσεις ακόμη και 20% (υποθετικά το 10% των συνολικών καταθέσεων, μπορεί να καλύψει τα απαιτούμενα 13δις€ που χρειάζεται η χώρα μέχρι τέλος καλοκαιριού – σημερινές καταθέσεις κυμαίνονται κάτι παραπάνω από 145δις€).
Με μία τέτοια επιθετική ενέργεια η Ελλάδα θα μπορούσε να αποφύγει την έξοδο από την Ευρωζώνη, η οποία θα ήταν υποχρεωτική αν προχωρούσε σε επιστροφή στην Δραχμή και με άγνωστες συνέπειες για την οικονομία. Έτσι, θα μπορούσε να επιβιώσει έως ότου η ΕΕ υπό το βάρος της κρίσης σε Ιταλία ή Ισπανία, θα προχωρούσε σε μία συνολική τελική διαπραγμάτευση του ελληνικού χρέους είτε με ελάφρυνσή του μέσω κουρέματος, είτε με επέκταση της αποπληρωμής του πέραν του 2050 με ευνοϊκούς όρους (χαμηλό επιτόκια, ρήτρα ανάπτυξης κλπ).
Παρόλα αυτά για να μπορέσει το κράτος όμως να συνεχίσει να πληρώνει τις υποχρεώσεις του, επειδή τα έσοδα του θα περιορίζονταν σημαντικά λόγω της διάσωσης του τραπεζικού συστήματος, ενδεχομένως να προχωρούσε στην υιοθέτηση ενός παράλληλου νομίσματος με τη βοήθεια του οποίου θα πλήρωνε τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, τις συντάξεις, καθώς επίσης κι άλλες υποχρεώσεις του στο εσωτερικό της χώρας. Θα το επέβαλλε φυσικά ως υποχρεωτικό δεύτερο “μέσον συναλλαγής” σε όλη την εσωτερική αγορά, επενδύοντας σε μία άυλη ψηφιακή μορφή. Καθώς, θα μπορούσε για παράδειγμα να αποτελέσει μέρος της νέας Κάρτας του Πολίτη, της γνωστής και ως “Φοροκάρτας” με τη μορφή λογιστικών ψηφιακών μονάδων. Τέλος, θα πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι η Ελλάδα θα προχωρούσε σε στάση πληρωμών απέναντι στους ευρωπαίους δανειστές της ή πιο σωστά σε αναβολή της πληρωμής τους. Κάτι που δεν θα ισχύσει ως προς τις υποχρεώσεις της όσον αφορά το ΔΝΤ ή τους ιδιώτες επενδυτές.
Η Παράταση του Τέλους
Όλα τα παραπάνω δεν γράφτηκαν για να δημιουργήσουν αίσθημα ανασφάλειας στους Έλληνες πολίτες, αλλά για να καταλάβουν το μέγεθος της κρισιμότητας της περιόδου. Το προσεχές μέλλον δεν προβλέπεται ήρεμο. Η νέα κυβέρνηση Τσίπρα θα πρέπει να επιλέξει μεταξύ της συμπόρευσης με τις μέχρι τώρα πολιτικές και την συνέχιση της λιτότητας, βάζοντας στην άκρη το σύνολο των προεκλογικών της δεσμεύσεων ή τη σύγκρουση με εκείνους που την απειλούν με οικονομική ασφυξία και χρεωκοπία. Το δίλημμα είναι σαφές: νέα μέτρα και συνέχιση του προγράμματος ή ανάληψη του κόστους διάσωσης αποκλειστικά από τους πολίτες της χώρας και όχι από τους ευρωπαίους φορολογούμενους.
Σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα της Ελλάδας πρέπει να λυθεί πριν χαθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών και σε αυτήν την κυβέρνηση. Η νέα κυβέρνηση έχει αναμφίβολα αναλάβει μία πολύ δύσκολη αποστολή, διαθέτοντας ελάχιστες εμπειρίες και ανεπαρκές πολιτικό προσωπικό, οι συνέπειες της οποίας θα είναι μόνιμες τουλάχιστον για τις δύο επόμενες γενιές. Ας ελπίσουμε αυτή η σύντομη τετράμηνη παράταση του τέλους του Μνημονίου, να μην ακολουθηθεί από το τέλος της ελπίδας για μία καλύτερη καθημερινότητα με λιγότερα βάρη για τους Έλληνες πολίτες και τις επόμενες γενιές.