Στράτος Σιμόπουλος
Είτε έχουμε εκλογές άμεσα είτε αργότερα , τα κύρια ερωτήματα στα οποία θα κληθούν να απαντήσουν όσοι πολίτες απορρίπτουν την έξοδο από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα είναι :
1. Ποιο κόμμα και με ποια πρόσωπα θα μπορέσει να εφαρμόσει καλύτερα τις μεταρρυθμίσεις και
2. Ποια θα είναι η επόμενη μέρα. Το αφήγημα με λίγα λόγια για την οικονομία και βέβαια γενικότερα για
τη χώρα.
Πιστεύω απόλυτα ότι στο πρώτο ερώτημα η απάντηση προφανώς δεν μπορεί να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και η για
«πρώτη φορά αριστερή Κυβέρνηση», όπως μετ΄ επιτάσεως συνεχίζουν να δηλώνουν ο Πρωθυπουργός και
οι Υπουργοί του.
Δεν μπορεί να είναι αυτοί οι οποίοι ισχυρίζονται ότι εκβιαζόμενοι υπέγραψαν τη συμφωνία και δεν θα είχαν
κανένα πρόβλημα να αφήσουν το δημόσιο με τις πρόωρες συντάξεις ανέπαφο, τις συνδικαλιστικές
συντεχνίες ασύδοτες και τις αγορές κλειστές μέσα από ένα πλέγμα μεγάλων περιορισμών.
Αλλά και σε επίπεδο προσώπων και συνεπακόλουθα παραγωγής έργου δεν μπορεί να είναι όσοι αποτελούν
ένα συνονθύλευμα κατ΄ επάγγελμα κομματικών στελεχών και συνδικαλιστών, συνεπικουρούμενο από
καθηγητές Πανεπιστημίου, οι οποίοι ανεξάρτητα από το επίπεδο του γνωστικού τους αντικειμένου, πολύ λίγη
ή καμιά δεν έχουν σχέση με την άσκηση διοίκησης.
Γι ‘αυτό, η Κυβέρνηση συνεχώς διαβουλεύεται, γι΄αυτό έχει παραλύσει ο κρατικός μηχανισμός. Απλά δεν
παίρνονται αποφάσεις, δεν «πέφτουν υπογραφές» και οι περισσότεροι είναι «αμέριμνοι» με τη χώρα στον
αυτόματο πιλότο.
Για το δεύτερο ερώτημα, εφόσον το μνημόνιο εφαρμοσθεί, αναφερόμαστε φυσικά σε μια χώρα που θα
στηρίζεται κυρίως, στην επιχειρηματικότητα, με το δημόσιο παραγωγικό κυρίως, όσον αφορά στη δημιουργία
του πλαισίου λειτουργίας της. Έτσι θα μπορεί να στηρίζει παράλληλα, χωρίς ελλείμματα, τους τομείς της
υγείας, της πρόνοιας, της παιδείας και του πολιτισμού.
Θα πρόκειται για μια χώρα, η οποία μέσα από την παραγωγική της ανασυγκρότηση θα εστιάσει στους τομείς
της πρωτογενούς παραγωγής, του τουρισμού και της ενέργειας, αλλά και σε ένα δευτερογενή τομέα
στηριζόμενο στον ορυκτό πλούτο και στον πρωτογενή τομέα. Φυσικά, υπάρχουν και άλλοι κλάδοι με
δυνατότητα ανάπτυξης, όπως είναι οι υπηρεσίες υγείας και η παραγωγή software.
Δεν πιστεύω, λοιπόν, ότι μια τέτοια Ελλάδα, στην οποία οι μεταρρυθμίσεις θα φέρουν ανάπτυξη, μπορεί να
δημιουργηθεί από μια « για πρώτη φορά αριστερή Κυβέρνηση», η οποία δε διαθέτει ούτε τη θέληση ούτε τα
στελέχη να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση.
Από την άλλη πλευρά, τα κόμματα του ΝΑΙ και, κυρίως, η Νέα Δημοκρατία πρέπει με ένταση να υποστηρίξει
τις μεταρρυθμίσεις του μνημονίου , χωρίς μισόλογα και να προβάλει πρόσωπα που πιστεύουν στα
αποτελέσματα , τα οποία αυτές θα επιφέρουν στη χώρα.
Μπορεί προφανώς να προτείνει αλλαγές στο μείγμα των μέτρων, με έμφαση στις ιδιωτικοποιήσεις και στη
μείωση των φόρων, χωρίς, όμως, να κλείνει το μάτι για εκλογικούς λόγους σε κάποιες κοινωνικές ομάδες.
Τελικά, έτσι όπως εξελίσσεται η πολιτική αντιπαράθεση, κυρίαρχο ερώτημα το επόμενο διάστημα θα είναι
ποια Κυβέρνηση μπορεί καλύτερα να εφαρμόσει το μνημόνιο, με τον ΣΥΡΙΖΑ βέβαια να προσπαθεί να
παγιδεύσει τους ψηφοφόρους του ΝΑΙ, ισχυριζόμενο ότι μπορεί ευκολότερα να περάσει δύσκολα μέτρα,
λόγω των ισχυρών δεσμών του με τις συντεχνίες.
Δεν ισχύει όμως πλέον αυτό, οι συντεχνίες είναι στη σφαίρα επιρροής της «Aριστερής Πλατφόρμας».
Μόνο η Νέα Δημοκρατία, με τις προϋποθέσεις που έθεσα, με επιμονή, υπομονή, μέθοδο και πολλή δουλειά
μπορεί να τα καταφέρει, χωρίς βέβαια να αποκλείω και μια «οικουμενική» Κυβέρνηση με πρόσωπα ικανά να
προωθήσουν μεταρρυθμίσεις.