«Οι ιταλικές εκλογές σηματοδοτούν σημαντικές πολιτικές εξελίξεις στην Ε.Ε. Αποδοκιμάστηκε το πραιτοριανό σύστημα εγκάθετων “τεχνοκρατών”, ευνοουμένων της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας. Αποδοκιμάστηκαν όμως και κόμματα που…
δεν τόλμησαν να δώσουν καθαρή, τολμηρή λύση ανατροπής της ακολουθούμενης πολιτικής. Ο συνασπισμός της Κεντροαριστεράς πλήρωσε αυτή την ατολμία του και το «φλερτ» με τον καθηγητή κ. Μόντι.
Η αντισυστημική έκρηξη, που εκδηλώθηκε, είναι και μια πρό(σ)κληση στις δυνάμεις της Αριστεράς να ανασυνταχθούν και με τόλμη να προτείνουν ένα πρόγραμμα ανατροπής, εξόδου από την κρίση και επιστροφής της Ε.Ε. στους θεσμούς της αλληλεγγύης, της ανάπτυξης και της προόδου. Η Ιταλία είναι προπομπός. Θα δούμε ανάλογες εξελίξεις και αλλού. Αργά ή γρήγορα η Ευρώπη θα απαλλαγεί από τον ζουρλομανδύα του νεοφιλελευθερισμού».
Βαρυσήμαντη συνέντευξη του Γερ. Αρσένη, στην «Αυγή» της Κυριακής, η πρώτη συνέντευξη που παραχωρεί έπειτα από τρία χρόνια.
Προσωπικότητα υψηλού κύρους, με τεράστια διεθνή εμπειρία και καταξίωση ο πρώην υπουργός, ανήκει σε εκείνους τους πολιτικούς της μεταπολιτευτικής Ελλάδας που έχουν διακριθεί για το ήθος και την εντιμότητά τους, αλλά και τις ριζοσπαστικές-προοδευτικές αντιλήψεις τους.
Σήμερα η διαχωριστική γραμμή είναι σαφής, επισημαίνει: « Ή πιστεύεις ότι η υπακοή στα κελεύσματα του δόγματος Μέρκελ συνιστά λύση για την Ελλάδα ή πιστεύεις ότι η πολιτική αυτή είναι καταστρεπτική όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την ίδια την Ευρώπη, και πρέπει να ανατραπεί», προσθέτοντας ότι «στις επόμενες εκλογές η αντιπαράθεση δεν θα είναι ανάμεσα σε κόμματα, αλλά ανάμεσα σε δύο πόλους πολιτικών δυνάμεων. Η μια παράταξη θα είναι εκείνη που επιμένει ότι μια παθητική συμμόρφωση στις οδηγίες της τρόικας και στο «δόγμα Μέρκελ» θα μας φέρει τον “παράδεισο” των ξένων επενδύσεων και την έξοδο από την κρίση. Ο άλλος πόλος θα είναι εκείνος που πιστεύει ότι πρέπει να δοθεί μάχη μέσα στην Ευρώπη για την ανατροπή της ακολουθούμενης πολιτικής και αντικατάστασή της από ένα Εθνικό Πρόγραμμα ανασυγκρότησης, ανάπτυξης και αξιοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων του τόπου με κοινωνική δικαιοσύνη».
Στο ερώτημα, αν ένα τέτοιο σχέδιο είναι διαπραγματεύσιμο στα πλαίσια της Ε.Ε. ο Γερ. Αρσένης, απαντά ευθέως: «Πιστεύω πως είναι. Αρκεί να αποβάλουμε το φοβικό σύνδρομο που διακατέχει τη σημερινή κυβέρνηση. Τώρα τα διαπραγματευτικά περιθώρια είναι μεγαλύτερα από χθες. Οι συνθήκες θα είναι ακόμα πιο ευνοϊκές αύριο. Οι ιταλικές εκλογές δείχνουν πού πάει η δυναμική των πραγμάτων».
Ο έμπειρος πολιτικός υποστηρίζει ότι, το Μνημόνιο δεν βγαίνει. «Ακόμα και οι εγκέφαλοι που συνέταξαν το σχέδιο της λιτότητας ουσιαστικά ομολογούν την αποτυχία. Παρά ταύτα επιμένουν πεισματικά να προβάλλουν αυτό το κέλυφος χωρίς περιεχόμενο ως την αναμφισβήτητη ορθοδοξία της πολιτικής εξόδου από την κρίση, γιατί γνωρίζουν ότι επίσημη αναγνώριση της αποτυχίας θα επιφέρει την κατάρρευση της νεο-συντηρητικής ιδεολογίας».
Ο Γερ, Αρσένης, που ως εκπρόσωπος του ΟΗΕ, είχε λάβει μέρος σε διαδικασίες κουρέματος δημοσίου χρέους, άλλων κρατών, αναφέρει σχετικά με το περιβόητο PSI: «Όσοι διέθεταν σχετική πείρα γνώριζαν, ευθύς εξ αρχής, ότι ήταν σφάλμα να συμφωνηθεί πρώτα ένα πρόγραμμα εσωτερικής υποτίμησης και μετά από δύο χρόνια να γίνει το PSI. Έπρεπε να γίνουν ταυτόχρονα.
Ο ετεροχρονισμός ζημίωσε την Ελλάδα και ωφέλησε τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Και κάτι άλλο: Μαζί με το PSI θα έπρεπε να συμφωνηθεί ότι η αποπληρωμή του απομένοντος χρέους θα περιείχε ρήτρα ανάπτυξης, δηλαδή η αποπληρωμή θα προσαρμόζεται στους ρυθμούς ανάπτυξης, όπως αποφασίστηκε για το γερμανικό χρέος του 1953 στη διάσκεψη του Λονδίνου. Δυστυχώς, έτσι στραβά που πήγαν τα πράγματα, θα έχουμε, σίγουρα, νέο κούρεμα. Εύχομαι να μην συνοδευτεί με ξύρισμα μισθών και συντάξεων».
Υπάρχει εναλλακτική πρόταση. «Αλλά για να μιλήσουμε γι’ αυτήν πρέπει να κατανοήσουμε ότι το χρέος δεν είναι αιτία αλλά σύμπτωμα της κρίσης. Όλα αυτά τα χρόνια, η υποβαθμισμένη και παραμελημένη παραγωγή μας δεν αρκούσε να συντηρήσει το βιοτικό μας επίπεδο. Η διαφορά μεταξύ παραγωγής και δαπανών καλυπτόταν από εξωτερικό δανεισμό, κάτι που βέβαια δεν μπορούσε να συνεχισθεί επ’ άπειρον. Η εσωτερική υποτίμηση που εφαρμόζει η κυβέρνηση προσπαθεί να λύσει την εξίσωση κατεβάζοντας το βιοτικό επίπεδο στο ύψος της συρρικνωμένης παραγωγής. Η εναλλακτική πρόταση είναι να ανεβάσουμε την παραγωγή μας στο ύψος του βιοτικού μας επιπέδου πριν από την κρίση και να το ξεπεράσουμε. Αυτό βέβαια είναι μια βαθύτατα πολιτική διαδικασία, μια μεγάλη πορεία προς το μέλλον, που δεν είναι στρωμένη με κοινωνικά θύματα και ανέργους και που ενεργοποιεί όλο το εργατικό δυναμικό και τους παραγωγικούς μας πόρους στο πλαίσιο ενός αποκεντρωμένου δημοκρατικού προγραμματισμού. Στην πορεία αυτή θα συγκρουστούμε με το κλειστό κύκλωμα εξουσίας, που χρόνια τώρα ταλαιπωρεί τον τόπο. Εδώ δεν χωράει συμβιβασμός. Αν συμβιβαστείς με το θεριό, θα σε φάει».
Αυτό το εναλλακτικό μοντέλο δεν μπορεί να το προωθήσει η παρούσα κυβέρνηση. «Πρώτον, γιατί οι κοινωνικο-πολιτικές προϋποθέσεις της αναπτυξιακής πορείας, που σκιαγράφησα, συγκρούονται με την ιδεολογία του συντηρητισμού που χαρακτηρίζει αυτήν την κυβέρνηση. Και, δεύτερον, γιατί αυτή η κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να διαρρήξει τις σχέσεις της με το κλειστό κύκλωμα εξουσίας (ντόπιο και ξένο)».
Το ΠΑΣΟΚ του κ. Βενιζέλου έχει εγκαταλείψει προ πολλού τον χώρο της Κεντροαριστεράς και τις κοινωνικές του αναφορές. «Με λύπη μου διαπιστώνω ότι έχει αποκηρύξει τη βασική του ιδεολογία, την ιστορική του διαδρομή και τον σοσιαλιστικό της χαρακτήρα. Και διερωτώμαι γιατί επιμένουν να αποκαλούν αυτό το μόρφωμα “ΠΑΣΟΚ”. Η συμμετοχή σ’ αυτήν την κυβέρνηση σε χαρακτηρίζει πολιτικά και δεν μπορεί να έχεις άλλο ‘καπέλο’ όταν στηρίζεις την κυβέρνηση και άλλο όταν απευθύνεσαι στην κοινωνία ως ευαίσθητος ‘κεντροαριστερός’ και ως ‘αριστερός’».
Use Facebook to Comment on this Post