Βασίλης Αλεξάκης: Οι Γερμανοί μας λένε τεμπέληδες και ξεχνούν πόσα οφείλουν στους Ελληνες μετανάστες

«Ο μικρός Ελληνας» ήρθε στη ζωή του Βασίλη Αλεξάκη και στη ζωή μας, σε μια κρίση διπλή: όσον αφορά τη ζωή του, ήταν ένα σοβαρότατο πρόβλημα υγείας που…

τον ακινητοποίησε δίπλα στους κήπους της Μαρίας των Μεδίκων, πάνω από τους υπονόμους που κατέφευγε ο Γιάννης Αγιάννης, στη γειτονιά όπου έμεναν οι Τρεις Σωματοφύλακες, ο αγαπημένος του Ντ’ Αρντανιάν.

Οσον αφορά τη ζωή μας, είναι εδώ ακριβώς για να τη ζήσει: να μιλήσει με τους αστέγους, να ξαναψάξει τον μηχανισμό της μνήμης, να αναζητήσει την αθωότητα των λέξεων και τις απαρχές στην πατρίδα μας του φασισμού. 

Και μιλώντας στο «Εθνος της Κυριακής», μιλά τελικά για όλα: για τους Γάλλους φιλέλληνες, για τους αγνώμονες Γερμανούς και πάνω απ’ όλα για την ελευθερία της φαντασίας και το μυθιστόρημα, την ιστορία που διασώζει τα ανθρώπινα, και για τον ρόλο του συγγραφέα.

Γιατί «Ο μικρός Ελληνας» σήμερα, κύριε Αλεξάκη; Κάθε ιστορία έχει [διαθέτει] τον χρόνο της;

Είναι σαν τους έρωτες η ιστορία! Το ίδιο πρόσωπο μπορείς να το δεις μια εποχή και να αδιαφορήσεις πλήρως και μιαν άλλη εποχή να πάθεις μεγάλη ταραχή! Αυτή την ιδέα για το βιβλίο, δηλαδή, το να επαναφέρω τους παιδικούς ήρωες από χρόνια το σκεφτόμουν αλλά δεν αρκεί μια ιδέα για να κάνεις ένα βιβλίο. Με ποια ευκαιρία, σε ποιο πλαίσιο, πώς θα γινόταν αυτό; Δεν είχα απάντηση και την απάντηση μου την έδωσε, τελικά, αυτή η εγχείρηση που έκανα στο πόδι που μου απαγόρευε να γυρίσω σπίτι μου διότι ήμουν με δεκανίκια και δεν έχω ασανσέρ και πήγα σε ένα ξενοδοχείο δίπλα στον κήπο του Λουξεμβούργου. 

Για δύο μήνες. Ε, αυτοί οι δύο μήνες ήταν αποφασιστικοί. Διότι τον κήπο του Λουξεμβούργου δεν τον ήξερα, τύχαινε να περάσω, δεν είχα ασχοληθεί, και μπαίνοντας εκεί μέσα αρχίζει και ξυπνάει η μνήμη. Θυμάμαι ότι ο Γιάννης Αγιάννης περιφέρεται εκεί μέσα, θυμάμαι τους ήρωες του Μπαλζάκ, θυμάμαι τους Τρεις Σωματοφύλακες που μένουν όλοι γύρω από τον κήπο του Λουξεμβούργου… Θέλω να πω ότι την ιδέα μου τη βρήκα υλοποιημένη στον κήπο του Λουξεμβούργου! Αρα ήταν θέμα εποχής!

Κύριε Αλεξάκη, γιατί οι κήποι του Λουξεμβούργου;

Ετυχε, δεν το διάλεξα, θα μπορούσα να σου πω ότι ο κήπος με διάλεξε! Βέβαια, είναι ένας βασιλικός κήπος αλλά είναι φτιαγμένος με πολλή αγάπη, να σκεφτείς πριν από τέσσερις αιώνες, πολλά δέντρα μπορεί να ζουν από τότε, είναι πιθανόν! Φαίνεται ότι υπάρχουν νεραντζιές οι οποίες είναι τουλάχιστον 300 ετών και μάλιστα οι περιβολάρηδες δεν αποκλείουν να είναι και από την εποχή της Μαρίας των Μεδίκων!

Αφήσατε μιαν Ελλάδα, επιστρέψατε και βρήκατε μιαν άλλη, βέβαια πάντοτε πηγαινοέρχεστε, ανάμεσα σε δυο πατρίδες κυλά η ζωή σας, αλλά ειδικά τώρα, πώς τη βρήκατε;

Μου δίνει η Ελλάδα τη διάθεση να τη μελετήσω, να δω τι γίνεται ακριβώς! Δεν μπορώ να ισχυριστώ, μένοντας εδώ σ’ ένα υπόγειο στο Κολωνάκι, ότι ξέρω τι γίνεται γύρω μου, όχι, πρέπει να βγω από δω να πάω να δω τους ανθρώπους… Να σκεφθείτε ότι πρότεινα στον Αλεφάντη που βγάζει το περιοδικό «Σχεδία», τα Χριστούγεννα να πάω να το πουλήσω εγώ στην Πλατεία Κολωνακίου και φυσικά να κρατήσουν τα λεφτά οι άστεγοι που το διανέμουν. Και θα κάνουμε και μια εκδήλωση στην Ανοιχτή Πόλη… Δεν θέλω να μιλάω σαν τους ταξιτζήδες που ξέρουν τα πάντα, δεν ξέρω τα πάντα, αλλά θέλω να τα μάθω. 

Γι’ αυτό είμαι στην Αθήνα, για να μελετήσω αυτή την πραγματικότητα, για να μιλήσω με τους ανθρώπους, γιατί αυτό το έκανα στο βιβλίο μου, αλλά στο Παρίσι. Δηλαδή οι ήρωές μου με οδήγησαν σ’ ένα στέκι αστέγων όπου κάθονται και κουβεντιάζουν τις νύχτες, γιατί δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, δεν επικοινωνούν με κανέναν στην πραγματικότητα και σιγά σιγά ξεχνάνε και τη γλώσσα, χάνουν την ευκολία του να μιλάς… Οπότε οι άστεγοι του Παρισιού με οδηγούν τώρα στους άστεγους της Αθήνας και από και πέρα βλέπουμε… Γιατί το επόμενο θέμα βιβλίου μου θα είναι η μνήμη. Γιατί ξεχνάμε, πώς γίνεται και ξαναθυμόμαστε κάτι που είχαμε ξεχάσει… Μ’ ενδιαφέρει πολύ αυτό το θέμα της μνήμης.

Χωρά στον «Μικρό Ελληνά» σας η Χρυσή Αυγή; Η ονομασία της επιβεβαιώνει κι αυτό που γράφετε στο βιβλίο, δηλαδή το ότι «οι λέξεις δεν έχουν ηθική»…

Βέβαια, δεν είναι και ωραίο, η δύση είναι χρυσή! Θέλω να πω ότι τα λεξικά δεν έχουν καμία ευθύνη γι’ αυτά που συμβαίνουν, τα λεξικά υπάρχουν στη διάθεσή μας και μας βοηθάνε να πούμε αυτό που θέλουμε. Ο,τι κι αν είναι αυτό. Κι ο φασισμός χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα και η Εκκλησία και άνθρωποι με ταλέντο και άνθρωποι χωρίς ταλέντο… 

Οσο για τη Χρυσή Αυγή φαίνεται ότι ο φασισμός δεν είναι κανένα καινούργιο φρούτο, εγώ έφυγα από την Ελλάδα, χρειάστηκε να αλλάξω και γλώσσα ακόμα, την εποχή της χούντας, δηλαδή φέρω επάνω μου τα ίχνη αυτής της βίας, του φασισμού, άρα δεν νομίζω ότι είναι καινούργιο, και πρέπει να μελετηθεί αυτό το πράγμα! Αλλά φοβάμαι ότι έχει πολύ βαθιές ρίζες και στα σώματα ασφαλείας και στην Εκκλησία και στην παιδεία! Εννοώ ότι δεν έχουμε μια παιδεία που να αποτρέπει τον φασισμό, τον ρατσισμό! Το ελληνικό σχολείο είναι άκρως συντηρητικό. Ολα και η οικογένεια και η πολιτεία εμποδίζουν την ελευθερία, μοιραία και τη φαντασία. Γιατί η φαντασία σού επιτρέπει να είσαι ελεύθερος και να ανατρέψεις τα πράγματα, έτσι δεν είναι; Τη φοβούνται τη φαντασία! Και αυτή είναι που οδηγεί στο μυθιστόρημα! Είναι χώρος ελευθερίας το μυθιστόρημα!

Κύριε Αλεξάκη, τι λένε στη Γαλλία για μας;

Στη Γαλλία δεν είναι πολύ κακή η φήμη των Ελλήνων! Μάλλον με ένα είδος συμπάθειας, νομίζω, μας αντιμετωπίζουν. Οι Γάλλοι έχουν ένα είδος επιείκειας, επειδή έχουν ένα είδος φιλελληνικής παράδοσης. Το περίεργο είναι ότι αυτή η απέχθεια διαπιστώνεται σε χώρες των οποίων η οικονομική ανάπτυξη οφείλει πάρα πολλά στους Ελληνες μετανάστες! Δηλαδή, η Γερμανία οφείλει πάρα πολλά στους Ελληνες αλλά ξαφνικά το ξεχνάει και αποφασίζουν ότι είναι τεμπέληδες, ότι δεν κάνουν τίποτα κ.λπ. Αλλά στη Γαλλία δεν το αντιμετώπισα. Μόνο όταν βγήκε το βιβλίο μου ο Πιβό, ένας άνθρωπος πολύ συντηρητικός, έγραψε «επιτέλους ένας Ελληνας που είναι άξιος συγχαρητηρίων», εντάξει, αυτό είναι κάπως ενοχλητικό, αλλά δεν είχα πολλές μαρτυρίες αυτού του τύπου.

Μπορεί να εκφράσει η λογοτεχνία «το δράμα του κόσμου»; Είναι μια μορφή ιστορίας και μάλιστα «καθαρής» η λογοτεχνία τελικά;

Η διαφορά ανάμεσα στην ιστορία και στη λογοτεχνία είναι ότι η ιστορία ασχολείται με τα γνωστά πρόσωπα, τους ηγέτες, και τα σπουδαία γεγονότα, πολέμους κ.λπ. Ενώ ο ρόλος της λογοτεχνίας είναι ο ανώνυμος άνθρωπος! Αρα ο ρόλος του συγγραφέα δεν είναι στη Βουλή, είναι στο καφενεδάκι της γωνίας, στο μπακάλικο, σε τέτοια μέρη και ενδεχομένως και στους υπονόμους, αν έχουμε υπονόμους στην Αθήνα και αν κάποιος μπορεί εκεί μέσα να χωθεί…

Καλές Γιορτές,
Αναστάσης

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *