Δυο γραμμές υπάρχουν στο υπουργείο Οικονομικών αναφορικά με τη φορολόγηση των κενών και ξενοίκιαστων ακινήτων με τον υπό διαμόρφωση νέο ενιαίο φόρο.
Σύμφωνα με μια εισήγηση προβλέπεται…
η φορολόγηση των κενών ακινήτων, κατοικιών και επαγγελματικών, με το ενιαίο φόρο προκειμένου να πιεστούν οι ιδιοκτήτες τους να ρίξουν τα ζητούμενα μισθώματα και τις τιμές στις οποίες είναι διατεθειμένοι να τα πουλήσουν.
Η δεύτερη εισήγηση προβλέπει εκπτώσεις στη φορολόγησή τους.
Η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών καλείται να λύσει έναν δυσεπίλυτο γρίφο. Θα πρέπει από τη μια ο νέος ενιαίος φόρος ακινήτων στον οποίο θα συγχωνευθεί ο Φόρος Ακίνητης Περιουσίας και το χαράτσι (ΕΕΤΗΔΕ) να είναι όσο το δυνατόν πιο δίκαιος και από την άλλη θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι κάθε χρόνο θα αποφέρει στο δημόσιο ταμείο το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 3,2 δισ ευρώ.
Όσον αφορά στα ξενοίκιαστα και κενά ακίνητα, η επίλυση αυτού του γρίφου είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Τα τελευταία τρία χρόνια η ύφεση έχει επιφέρει ένα καταλυτικό χτύπημα στην αγορά ακινήτων. Λόγω της κατακόρυφης συρρίκνωσης του λιανεμπορίου και του κλάδου παροχής υπηρεσιών πολύ μεγάλος αριθμός εμπορικών ακινήτων (π.χ. γραφεία, καταστήματα) παραμένουν ξενοίκιαστα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις κατοικίες, κυρίως στις υποβαθμισμένες περιοχές του κέντρου της Αθήνας, όπου η αποχώρηση των μεταναστών και η αναγκαστική επιστροφή πολλών νέων στην πατρική εστία έχει αφήσει χιλιάδες κατοικίες ξενοίκιαστες.
Τα παραπάνω ακίνητα, με βάση το σημερινό φορολογικό καθεστώς, επιβαρύνονται με Φόρο Ακίνητης Περιουσίας εφόσον η συνολική ακίνητη περιουσία του φορολογούμενου ξεπερνά το αφορολόγητο των 200.000 ευρώ. Δεν επιβαρύνουν, ωστόσο, τους ιδιοκτήτες τους με το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (ΕΕΤΗΔΕ) καθώς όταν είναι μη ηλεκτροδοτούμενα απαλλάσσονται.