Του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού, συγγραφέα
Η λανθασμένη πολιτική ανάγνωση του νεοφιλελευθερισμού πηγάζει από τα συστηματικά λάθη στο επίπεδο εννοιών και θεωριών
Γκρέγκορι Άλμπο[1]
Ο ίδιος ο Μαρξ είχε διατυπώσει αξιωματικά τη θέση ότι ο αστικός τρόπος παραγωγής αποτελεί προοδευτική εξέλιξη ενός κοινωνικού σχηματισμού. Ασφαλώς και η παγκοσμιοποίηση περιλαμβάνεται στους τρόπου παραγωγής του καπιταλισμού, ως ανώτερή του μορφή. Το τόνισε και ο μαρξιστής φιλόσοφος Κονστάντσο Πρέβε: «Είμαστε σε φάση μετάβασης από τη μια μορφή του καπιταλισμού σε μια άλλη μορφή του, γενικότερη και παγκοσμιοποιημένη. Περνάμε στον απόλυτο καπιταλισμό».[2] Ακόμη και ο Τρότσκι υπεραμύνεται αυτής της θέσης του Μαρξ, λέγοντας τα κάτωθι, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, κατηγορώντας τις αστικές τάξεις ότι εμποδίζουν την παγκοσμιοποίηση:
Τελικά ο Μαρξ πίστευε ότι ο ιστορικός ρόλος του προλεταριάτου θα αναδεικνυόταν, όταν ο καπιταλισμός θα έφτανε στην ανώτερή του μορφή, όπου απέναντι στο κεφάλαιο η μόνη αντίπαλη τάξη θα ήταν η εργατική. Η αναφορά του Μαρξ στη «δικτατορία του προλεταριάτου» στηρίζεται στο αναλυτικό του πρότυπο, σύμφωνα με το οποίο ο σοσιαλισμός θα αντικαθιστούσε τον καπιταλισμό, αφού ο τελευταίος θα είχε φτάσει το τελικό του στάδιο.
Το δίλημμα λοιπόν δεν είναι παγκοσμιοποίηση ή μη, παρ’ όλο που η Αριστερά θεωρητικά βάλει κατά της παγκοσμιοποίησης, αλλά η παγκοσμιοκρατία, δηλαδή η παγκόσμια διακυβέρνηση ή με άλλα λόγια η λεγόμενη Νέα Τάξη, ως πλανητική πολιτική εξουσία ή υπερεθνικό κέντρο εξουσίας. Συνήθως υπάρχει σύγχυση σ’ αυτές τις έννοιες. Αλλά οι συγχύσεις στις έννοιες και τις θεωρίες φέρνουν σύγχυση και στην πρακτική πολιτική.
Ο τροτσκιστής επαναστάτης Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο) διατύπωσε με σαφήνεια τη σχέση παγκοσμιοποίησης και Νεας Τάξης, που σ’ ένα βαθμό ξεκαθαρίζει τα πράγματα: «Και ιδού πώς συνοψίζουν την άποψή τους οι γεωπολιτικοί αυτοί εγκέφαλοι, που προωθούν την ‘Νέα Τάξη πραγμάτων’: Λένε κατ’ αρχήν ότι οι νέες παραγωγικές δυνάμεις, που εδώ και 30 χρόνια κατέχει η ανθρωπότητα, οδηγούν και επιβάλουν την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. Αλλά για την ανάπτυξη και διατήρηση αυτής της οικονομίας χρειάζεται – όπως υποστηρίζουν – ένα υπερεθνικό κέντρο που να διατηρεί την τάξη. Δηλαδή να αντιτίθεται ακόμα και δυναμικά σε κάθε εθνικιστική έκρηξη, που θα έτεινε να εμποδίσει την ομαλή παγκοσμιοποίηση και λειτουργία μιας ενιαίας αγοράς».[4]
Σχεδόν πάντοτε ταυτίζεται η παγκοσμιοποίηση με την Νέα Τάξη. Όμως δεν είναι η παγκοσμοιοποίηση, που ως οικονομικό μέγεθος, ασκεί εξουσία, αλλά η παγκόσμια καπιταλιστική εξουσία, που πίσω της κρύβεται μια οικονομική και πολιτική ελίτ, που ασκεί πολιτική εξουσία και φέρει το όνομα Νέα Τάξη.
Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της εξουσίας είναι η κατάργηση, αλλά και η δημιουργία εθνών – κρατών, για την επιτυχία της στρατηγικής της παγκοσμιοποίησης.
Αυτή η στρατηγική συνεπώς δεν είναι ενιαία. Σε άλλα μέρη, όπως Σκόπια, Κόσοβο, αλλά και Ιταλία, Ισπανία κ.λπ. η προσπάθεια της Νέας Τάξης είναι η δημιουργία νέων εθνών -κρατών, γιατί έτσι εξυπηρετείται σ’ αυτή τη φάση καλύτερα η παγκοσμιοποίηση, ενώ στην Ελλάδα ακολουθείται συστηματικά και σχεδιασμένα η στρατηγική της κατάλυσης του έθνους – κράτους, που μπαίνει ανάχωμα στα σχέδιά της. Αυτήν την κατάλυση επιδιώκουν κύκλοι στην Ελλάδα και από αριστερά και από δεξιά. Σχετικά πρέπει να τονιστεί ότι η εγκατάλειψη από την Αριστερά της εαμικής και εδαϊτικης παράδοσης ως εθνικιστικής (πατριωτικής), θα έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα και για την ίδια και για τον τόπο. Αυτό θα συμβεί πέραν κάθε αμφιβολίας.
Το πρόβλημα ανάμεσα στις δύο αντίθετες πολιτικές δυνάμεις δεν αφορά αυτή κατ’ αυτή την παγκοσμιοποίηση, όσο την καπιταλιστική ή προλεταριακή εξουσία.
Η Αριστερά, σύμφωνα με την μαρξιστική θεωρία, επιδιώκει την παγκοσμιοποίηση την οποία θα κατευθύνει τελικά το προλεταριάτο, ως άλλη μορφή εξουσίας από αυτήν της Νέας Τάξης, που είναι καπιταλιστική. Ενώ το κεφάλαιο, με τη μορφή του μεγάλου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, επιδιώκει την εξουσία του κεφαλαίου, ως παγκόσμιας Νέας Τάξης.
Επειδή ωστόσο το προλεταριάτο βρίσκεται σε πλήρη ήττα και παγκόσμια και στην Ελλάδα πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να οδηγήσει, λόγω αντικειμενικής αδυναμίας, την παγκοσμιοποίηση στο ανώτατό της επίπεδο, που πάλι σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, θα συνιστά την τελική αντίθεση του κεφαλαίου και της εργατικής τάξης, μετά από την οποία θα προκύψει, ως ώριμος καρπός, ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός μέσω της ταξικής πάλης.
Την προοπτική αυτή μπορεί να την επιτύχει το κεφάλαιο. Το ομολογεί και ο ίδιος ο Ένγκελς, λέγοντας ότι, «αυτό όμως τον βαθμό ανάπτυξης του έφτασαν οι παραγωγικές δυνάμεις μόνο στα χέρια της αστικής τάξης».[5]
Γι’ αυτό η Αριστερά είναι υπέρ της παγκοσμιοποίησης, άσχετα με το τι ισχυρίζεται η ίδια θεωρητικά. Το πρόβλημα που τίθεται στην σημερινή εποχή είναι στην εφαρμογή της θεωρίας και την επαλήθευσή της από την πραγματικότητα. Στο αν δηλαδή οι σημερινές υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες επαληθεύουν ή διαψεύδουν τη μαρξιστική θεωρία, του 19 και 20 αιώνα, έτσι όπως τη διαμόρφωσαν οι γενάρχες της, καθώς και οι επίγονοι τους.
Το πρόβλημα φυσικά που παραμένει ανοιχτό είναι – εφόσον υποθέσουμε ότι το προλεταριάτο κατακτήσει «νομοτελειακά» την παγκόσμια εξουσία – αν την εξουσία θα την κρατεί το ίδιο το προλεταριάτο, ή στη θέση του προλεταριάτου μια αυταρχική γραφειοκρατική εξουσία κάποιου κόμματος, που τελικά θα εξουσιάζει και θα εκμεταλλεύεται το προλεταριάτο, αντί για την αστική τάξη, όπως αυτό συνέβη στον υπαρκτό σοσιαλισμό με τα αυταρχικά γραφειοκρατικά καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αυτό δεν εξετάζεται επί του προκειμένου. Απλώς αναφέρεται παρεμπιπτόντως.
Πάντως στο πρόβλημα αυτό η ιστορία έδωσε αρνητική απάντηση, όσον αφορά το παρελθόν. Για το μέλλον παραμένει ανοιχτό και αποτελεί ζητούμενο. Όμως η έως τώρα θεωρητική γνώση μας και η έως τώρα εμπειρία μας δεν μας κάνει καθόλου αισιόδοξους, έστω κι αν παραδεχτούμε ότι θα υπάρξει για το προλεταριάτο μια ευνοϊκή εξέλιξη.
Η διάδοχος κατάσταση δεν είναι ούτε δεδομένο ούτε βέβαιο ότι θα συμβάλει σε μια απελευθερωτική διαδικασία της κοινωνίας.
Η Αριστερά, με βάση τα ανωτέρω κι εφόσον δεν είναι εγκλωβισμένη σε δογματικά ιδεολογήματα, πρέπει να επαναστοχαστεί τόσο τη θεωρία όσο και την πρακτική που ακολούθησε έως τώρα. Αυτό είναι βέβαιο. Πολλοί πιστεύουν στη θεωρία του μαρξισμού, ωσάν να πρόκειται για αιώνιες και αναλλοίωτες αλήθειες.
Με τα ίδια θεωρητικά εργαλεία, που οδήγησαν στην καταστροφή, η χειραφέτηση των εργαζομένων, όπως τη διακήρυττε ο Μαρξ, είναι από αμφίβολη έως αδύνατη. Υπάρχει ο κίνδυνος ο φαύλος κύκλος να επαναληφθεί και στο μέλλον.
Η ανανέωση και ανασυγκρότηση της κοινωνίας προς μια προοδευτική κατεύθυνση που θα υπηρετεί την πλειοψηφία του λαού και όχι την παγκόσμια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία, που κατέχει και το χρήμα και την εξουσία, θέτει ως βασικό προαπαιτούμενο την επαναθεμελίωση της θεωρίας και την προσαρμογή της στη σημερινή πραγματικότητα, που είναι διαφορετική από τη πραγματικότητα του παρελθόντος.
Θα τολμούσα μάλιστα, χωρίς υπερβολή, να ισχυριστώ ότι μια θεωρία που ήταν πριν επαναστατική μπορεί στις νέες καταστάσεις και κάτω από τα καινούργια δεδομένα να γίνει αντιδραστική, γιατί στην πράξη θα υπηρετεί τα αντίθετα συμφέροντα απ’ αυτά που διακηρύσσει στην θεωρία. Τίποτε δεν πρέπει να αποκλείεται προκαταβολικά και με δογματικό τρόπο, σύμφωνα με το «ορθώς απορείν» του Αριστοτέλη.[7] Το έχουν τονίσει επανειλημμένα έμπειροι κομουνιστές ηγέτες με μακρά πικρή εμπειρία, όπως ο Τολιάτι και ο Ιγκράο και πολλοί άλλοι.[8]
Η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, για την οποία μίλησε ο Γκράμσι, θέτει αυτό το πρόταγμα.
Σήμερα η παγκοσμιοποίηση και η Νέα Καπιταλιστική Τάξη του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, επιτυγχάνει τους στόχους της πρωταρχικά λόγω της ιδεολογικής της ηγεμονίας απέναντι στην Αριστερά.[9]
Το πώς αντιλαμβάνεται ο Γκράμσι την ηγεμονία, μας το εκφράζει παραστατικά ο Λουτσιάνο Γκρούππι: «Ο συλλογισμός του Γκράμσι πάνω στην ηγεμονία μπορεί να συνοψιστεί μ’ αυτόν τον τρόπο: Η κυρίαρχη τάξη εφαρμόζει την η γ ε μ ο ν ί α της στο βαθμό που μπορεί να πραγματοποιήσει και να διατηρεί έναν ι σ τ ο ρ ι κ ό σ υ –ν α σ π ι σ μ ό αντιφατικών κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, τόσο στην οικονομική βάση, όσο και στο πολιτικό και κρατικό εποικοδόμημα, που έχουν για συνδετικό κρίκο την ιδεολογία. Η ηγεμονία λοιπόν είναι η στιγμή της πολιτικής ηγεσίας και ταυτόχρονα και γι’ αυτόν το λόγο, η ηγεσία στο χώρο των ιδεών, δηλαδή η πνευματική ηγεσία.
Η τάξη που κυριαρχεί μπορεί να κυριαρχεί μόνο στο βαθμό που μπορεί ν’ ακτινοβολήσει την ιδεολογία της προς όλα τα κοινωνικά στρώματα, ακόμη και προς την τάξη, που είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης και που έχει για το λόγο αυτό αντίθετα μ’ αυτήν συμφέροντα. Αυτή ακριβώς η δυνατότητα επιρροής και ιδεολογικής αγωγής, απ’ τη μεριά της άρχουσας τάξης, είναι που έφερε σε υποδεέστερη θέση την κυριαρχημένη τάξη. Η τάξη αυτή, υποταγμένη σε μια ιδεολογία που δεν είναι δική της, δεν κατορθώνει να εκφράσει τα δικά της ταξικά συμφέροντα με συνεκτικό τρόπο, στο επίπεδο της πολιτικής και της κουλτούρας, ούτε κατορθώνει να συνειδητοποιήσει τον ιστορικό της ρόλο».[10]
Η τελευταία μάλιστα έχει ενταχθεί, είτε από άγνοια είτε από ανικανότητα, στα πλαίσια της καπιταλιστικής ιδεολογικής ηγεμονίας μέσω της παγκοσμιοποίησης την οποία ασπάζεται και θεωρητικά και εφαρμόζει στην πράξη αντικειμενικά.
Ως συμπέρασμα όλης αυτής της ανάλυσης θα παραθέσουμε την άποψη του Πορτογάλου Κομμουνιστή νομπελίστα Ζοζέ Σαραμάγκου, ο οποίος εκφράζει την αναντιστοιχία της θεωρίας προς την αντικειμενική πραγματικότητα και αδυναμία και ανωριμότητά της να ανταποκριθεί σωστά στις νέες προκλήσεις. Λέει λοιπόν τα σοφά που αφορούν και την ελληνική Αριστερά. Η Αριστερά «πίστευε ότι θα κερδίσει τη μάχη στο παρόν με τα όπλα του παρελθόντος. Καθώς η θεωρία δεν ανανεώθηκε, η πρακτική έγινε ένα μπερδεμένο κουβάρι. Τα υπόλοιπα τ’ ανέλαβε ο ρεαλισμός και η ουτοπία αποτελειώθηκε από τον οπορτουνισμό».[11]
Με την έννοια αυτή ισχύει αυτό που είπε ο γνωστός Τζον Μέιναρντ Κέινς «Η δυσκολία δεν έγκειται στις νέες ιδέες, αλλά στο να ξεφύγει κάποιος από τις παλιές».
[1] Βλ. Γκρέγκορυ Άλπμο, «Ο νεοφιλελευθερισμός και η Αριστερά», Άρθρο του καθηγητή πολιτικής οικονομίας Γκρέγκορυ Άλμπο στο «Εντός Εποχής», της εφημ. «Αυγή», 24.2.2008.
[2] Βλ. Κοστάντσο Πρέβε, Συνέντευξη στην εφημ. «Ελευθεροτυπία», στις 19.11.2011, με τίτλο: Περνάμε από μια φάση του καπιταλισμού σε μια άλλη».
[3]
[4]
[5] Φρίντριχ Ένγκελς, Οι κοινωνικές σχέσεις στη Ρωσία, στο Μαρξ – Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. ΙΙ, εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ, μτφ. από το δίτομο έργο του Ινστιτούτου Μαρξ – Ένγκελς της Μόσχας.
[6] Βλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, Η γραφειοκρατική κοινωνία, Β΄ εκδ., εκδ. «Ύψιλον/βιβλία», Αθήνα 1985, σ. 56.
[8] Ό ίδιος ο παλαίμαχος κομμουνιστής Ιγκράο κατέληγε στο τέλος της ζωής του με την επίκληση προς του συντρόφους του: «πρέπει να ξαναδούμε τα πάντα, ακόμη και τα ιερά κείμενα», προσθέτοντας ότι πρέπει να κατακτήσουμε «τη γονιμότητα της αμφιβολίας και το αρραγές του αγώνα».Συνέντευξη στο περιοδικό Sssere Communisti, αναδημοσιευμένο στην εφημ. «Εποχή», 1.11.2009.. . Παρόμοια έχει εκφραστεί και ο γνωστός κομμουνιστής ηγέτης Τολιάτι κα άλλοι κομμουνιστές μετά από εμπειρία μιας ολόκληρης ζωής.
[9] Έναν πετυχημένο ορισμό της ιδεολογικής ηγεμονίας, όπως την εννοούσε ο Γρκράμσι μας έδωσε ο
[10] Απ’ την εισαγωγή του Λουτσιάνο Γκρούππι στο βιβλίο: Αντόνιο Γκράμσι, Οι διανοούμενοι, ό.π., σ. 41. Ας θυμηθούμε και την σχετική άποψη του Λένιν σε σχέση με τα ανωτέρω: «Μια αυθόρμητη εξέλιξη του εργατικού κινήματος δεν οδηγεί παρά στην καθυπόταξή του στην αστική ιδεολογία».
[11] Σενέντευξη του Ζοζέ Σαραμάγκου στην εφημ. «Ελευθεροτυπία», στις 21.6.2010.
Use Facebook to Comment on this Post