Της Αν. Καλαφάτη
Σε κάθε συζήτηση, όταν φτάνει η ώρα να παρουσιάσει καθένας την επαγγελματική του ιδιότητα, στο άκουσμα της λέξης «δασκάλα» οι ερωτήσεις που ακολουθούν είναι δυο και συγκεκριμένες: Τι τάξη έχεις και πού βρίσκεσαι φέτος; …
Όταν, όμως, η απάντηση στην πρώτη ερώτηση είναι «έχω τάξη τσιγγανοπαίδων», κοινώς τάξη υποδοχής οι ερωτήσεις πυκνώνουν, συνεχίζοντας παρ’ όλα αυτά να είναι πανομοιότυπες. «Πώς είναι;», «μπορούν να μάθουν τα τσιγγανάκια;», «θέλουν να μάθουν;», «πώς έρχονται στο σχολείο;», «πώς αντιδρούν τα υπόλοιπα παιδιά;», «εσύ τι μάθημα κάνεις μαζί τους;», κ.ο.κ. Ερωτήσεις ενδεικτικές της άγνοιας που ηθελημένα συντηρεί η ελληνική κοινωνία απέναντι στους Ρομά, ερωτήσεις που δυστυχώς αφορούν την εκπαίδευση κι άλλων ομάδων, όπως των Πομάκων, ερωτήσεις που ακόμα και πολλά στελέχη του Υπ. Παιδείας δεν μπορούν να απαντήσουν, όχι λόγω προσωπικής άγνοιας, αλλά εξαιτίας της πολιτικής αδιαφορίας τους.
Συνηθίζουμε να ασχολούμαστε με τους Τσιγγάνους σε δύο περιπτώσεις: α)στην περίπτωση που είναι δράστες ενός εγκλήματος και β)στην περίπτωση που οι γονείς κάποιου σχολείου διαμαρτύρονται γιατί τα παιδιά τους δεν θέλουν να φοιτούν στην ίδια τάξη με τα τσιγγανάκια.
Έπειτα, μόλις η ενημερωτική αρρυθμία σταματήσει, οι Τσιγγάνοι συνεχίζουν τη ζωή τους κι οι υπόλοιποι Ελληνες τη δική τους, βίοι παράλληλοι που ξανασυναντιούνται συνήθως στο πλαίσιο μιας αγοραπωλησίας στη λαϊκή. Αποδεχόμαστε στερεότυπα του τύπου «έτσι ζουν, έτσι θέλουν να ζουν» κι επιστρέφουμε στη δική μας ελληνική πραγματικότητα.
Τις τελευταίες μέρες ο δημόσιος λόγος κατακλύζεται από σχόλια για τους Ρομά και συχνά προτείνεται ως μόνη διέξοδος από τον κοινωνικό αποκλεισμό η εκπαίδευση. Σκέψη γνωστή και θεωρητικά βάσιμη. Ποια εκπαίδευση, όμως; Πώς βιώνει την εκπαίδευση ένα παιδί Ρομ;
Καταρχήν, όταν συζητούμε για εκπαίδευση παιδιών Ρομά συνήθως αναφερόμαστε είτε σε αυτοτελή προγράμματα φορέων και πανεπιστημίων που υλοποιούνται στους καταυλισμούς είτε στην ένταξη των τσιγγανοπαίδων στο σχολείο, συνήθως μέσω των τάξεων υποδοχής.
Τάξη υποδοχής σημαίνει πως ένας εκπαιδευτικός παίρνει για κάποιες ώρες παιδιά που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο επίπεδο της τάξης (Ρομά, παλλινοστούντες κτλ) και τους βοηθά να καλύψουν τα κενά τους, ώστε με την πάροδο του χρόνου να ενταχθούν στην τάξη που ανήκουν. Τούτο, λοιπόν, το μοντέλο υποστηρίζει τη δημόσια εκπαίδευση των Ρομά..
Πέρυσι, οι τάξεις υποδοχής μεγάλων νομών γέμισαν από αναπληρωτές δάσκαλους νωρίς νωρίς, δηλαδή στα μέσα του Νοέμβρη. Δάσκαλοι και δασκάλες που ενδεχομένως δεν είχαν καμία επαφή με το ζήτημα της εκπαίδευσης τσιγγανοπαίδων-πόσο μάλλον με τους ίδιους τους Τσιγγάνους- κλήθηκαν να ανταποκριθούν σε μια παιδαγωγική πρόκληση χωρίς εφόδια. Καθοδήγηση; Εποπτεία; Επιμόρφωση;
Το Υπουργείο; Συνήθεις αυτοσχεδιασμοί του εκπαιδευτικού είναι δυστυχώς η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Κρίσιμο ζήτημα, όμως, μιας τέτοιας τάξης αποτελεί και η ματαίωση που αισθάνεται ο δάσκαλος όταν δουλεύοντας με την ελπίδα να αλλάξει κάτι στη ζωή των μαθητών του ακούει μια μαθήτριά του-ε’ δημοτικού άρα γύρω στα 11- να του ανακοινώνει πως μετά τα Χριστούγεννα δεν θα έρθει ξανά στο σχολείο γιατί παντρεύεται.
Επανέρχεται έτσι εμφατικά το ερώτημα όχι αν οι Ρομά θέλουν να μάθουν αλλά αν οι πολιτικές ηγεσίες μπορούν και θέλουν να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι στους πολίτες του κράτους. Συζητάμε για εκπαίδευση κοριτσιών Ρομά υπονοώντας ουσιαστικά το δημοτικό, καθώς μπαίνοντας στην εφηβεία και με το φόβο της ατίμωσης τα κορίτσια μένουν στο σπίτι, αν δεν έχουν ήδη παντρευτεί. Άρα αποδεχόμαστε το γάμο 11 χρονών κοριτσιών αρκεί να είναι Ρομ.
Αναρωτιόμαστε γιατί πολλά αγόρια Ρομ «προτιμούν» να μαζεύουν πορτοκάλια και να εξαφανίζονται από το σχολείο ανα περιόδους αντί να μαθαίνουν να κάνουν χρονική αντικατάσταση. Οι απαντήσεις είναι απλές. Κανείς μας όταν πεινά ή κρυώνει δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί για το κατηγορούμενο ή τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της Ακρόπολης. Προπαθούμε να φέρουμε τους Τσιγγανόπαιδες στα μέτρα του εκπαιδευτικού συστήματος και όχι την εκπαίδευσή τους στα μέτρα τους. Ακόμα και τα προγράμματα των παιδαγωγικών τμημάτων των πανεπιστημίων που ήταν και είναι φιλόδοξα και σε σημαντικό βαθμό είχαν θετικά αποτελέσματα (π.χ. παρεμβάσεις του Α.Π.Θ. στην περιοχή του Δεδροποτάμου) αλλά παραμένουν αποσπασματικά.
Ένα ακόμα μεγάλο πλήγμα στη εκπαίδευση των Τσιγγανοπαίδων αποτελεί η ανακύκλωση στερεοτύπων σχετικά με τον τρόπο ζωής των Τσιγγάνων. Άραγε ο φασισμός δεν αγγίζει τους Τσιγγάνους;
Ή μήπως υπάρχουν οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια ακόμα και στο φασισμό; Συζητώντας ακόμα και με εκπαιδευτικους ακούγονται απόψεις όπως «δεν θέλουν να μάθουν, έχουν συνηθίσει να ζουν ελεύθερα», «έτσι είναι, αν ήθελαν θα άλλαζαν» και άλλα χαριτωμένα. Ακούγεται ωραία το άστεγος όταν αντικατασταθεί με το ελεύθερος. Μπορεί η εκπαίδευση παιδιών Ρομ και μη Ρομ να δείχνει παΡΟΜοια, να συστεγάζεται κάτω από το ίδιο σχολικό κτίριο πολλές φορές, αλλά δυστυχώς δεν είναι. «Έχουν μάθει να ζητιανεύουν και δεν μπορούν αλλιώς» συχνά αναφέρεται.
Άρα μπορούν να μάθουν… Το ζήτημα είναι ότι μαθαίνουν να ζητιανεύουν γιατί τους είναι χρήσιμο για τη ζωή που ξεκινούν στις όχθες του αποκλεισμού. Εκεί βρίσκεται και η αχίλλειος πτέρνα της εκπαίδευσής τους: ότι μετά από χρόνια προσπαθειών δεν καταφέραμε ακόμα σε ικανοποιητικό βαθμό το σχολείο να είναι χρήσιμο για τους Τσιγγάνους. Δυστυχώς, όμως, όχι μόνο για τους Τσιγγάνους…
tvxs.gr
Use Facebook to Comment on this Post