xOrisOria News

Η εξομολόγηση ενός λέοντα

“Αυτή είναι ζωή! (διηγείται ένας πελώριος λέων του ζωολογικού πάρκου.)


Εγώ ζω στο κλουβί μου, προστατευμένος από τις κακουχίες και τις δυστροπίες του καιρού.
Προστατευμένος κι απ’ τα άλλα άγρια ζώα που κυκλοφορούν ελεύθερα και μπορεί να απειλήσουν την ασφάλειά μου.
Βρέξει-χιονίσει, έχω…
μια μερίδα φαγητό στο πιάτο μου και είναι δικό μου!
Δε χρειάζεται να το κυνηγήσω, να ιδρώσω και να κινδυνεύσω γι’ αυτό.
Όχι σαν τα άλλα λιοντάρια που τρέχουν στα λιβάδια και δεν ξέρουν τί τους ξημερώνει! Μα είναι ζωή αυτή;
Εγώ εδώ είμαι μια χαρά. Όχι σαν κι εκείνους.
Δεν έχω καθόλου υποχρεώσεις! Πολύ λίγα πράγματα μόνο:
Μόνο όταν έρχεται κόσμος, πρέπει να σηκώνομαι και να γυροφέρνω δυο βόλτες στο κλουβί για να με βλέπουν και άντε να βγάλω και κανένα βρυχηθμό, για να εντυπωσιαστούν οι επισκέπτες.
Αυτά μόνο μου ζητά ο εκπαιδευτής μου.
Σας λέω, δεν έχω καθόλου υποχρεώσεις!

Θα μου πείτε βέβαια πως δεν έχω ούτε και δικαιώματα.
Αλλά τι να τα κάνεις τα δικαιώματα, όταν δεν έχεις υποχρεώσεις;
Υπάρχει ανώτερο δικαίωμα από το να τρως ένα πιάτο φαί, προστατευμένος και ασφαλής;
Τι να την κάνεις την ελευθερία; Η ελευθερία δεν τρώγεται. Και είναι και επικίνδυνη καμιά φορά…
Τι να πει η ελευθερία μπροστά στην ασφάλεια;
Μπροστά στη βεβαιότητα ότι θα έρχεται κάθε μέρα ο εκπαιδευτής και θα μου προσφέρει ένα πιάτο φαί;
Μπροστά στη βεβαιότητα ότι τα κάγκελα γύρω μου με προστατεύουν;
Τι να το κάνω να γυρνώ ελεύθερος στα λιβάδια;
Τι να το κάνω να ορίζω εγώ τον εαυτό μου και όχι ο εκπαιδευτής μου;
Τι παραπάνω θα αναζητήσω κι έξω μόνος μου, απ’ αυτό που μου δίνει εκείνος;
Φάι δε θα ζητούσα; Ε, φαί μου δίνουν κι εδώ! Και μάλιστα ξεκούραστα!
Σε καμιά φυλακή δεν πεινάς, άλλωστε.
Στους δρόμους όμως πεινάς!
Ξέρω πολλούς που ζουν δήθεν ελεύθεροι στους δρόμους, οι οποίοι θα σκότωναν απλά και μόνο για να βρεθούν στη φυλακή! Απλά και μόνο για να τρώνε και να κοιμούνται ήσυχοι!
Για να ‘χουν ασφάλεια…

Θυμάμαι κάποτε είχαν φέρει ένα λιοντάρι, που ήταν όμως πολύ γκρινιάρης.
Όλα του έφταιγαν.
Μου έλεγε ότι οι άνθρωποι κερδίζουν πολλά από εμάς και ότι μας εκμεταλλεύονται με το λίγο φαί που μας δίνουν.
Δεν του πολυαπαντούσα. Μου χάλαγε τη γαλήνια ησυχία μου.


Κάποια μέρα με ρωτούσε επίμονα γιατί δείχνω τόσο ικανοποιημένος που είμαι μέσα στο κλουβί.
Του εξήγησα όλα αυτά που σας περιέγραψα και παραπάνω, ότι δηλαδή είμαι ευτυχισμένος που έχω ένα πιάτο φαί, με περιποιείται ο εκπαιδευτής και είμαι και ασφαλής από τα στοιχεία της φύσης.
Και τότε με ρώτησε: “και πού ξέρεις, ρε μεγάλε, αν κάποια μέρα όλοι αυτοί που σε περιποιούνται και σε κρατούν ασφαλή, αποφασίσουν πως δε σε χρειάζονται άλλο και σε πετάξουν σε καμιά χωματερή ή σε κάνα τσίρκο ή σου ανοίξουν την πόρτα του κλουβιού σου και να πας να επιβιώσεις μόνος σου; Θαρρείς πως θα επιβιώσεις;”

Του εξήγησα τότε, όσο πιο καλόπιστα μπορούσα, πως αυτά που λέει δεν ισχύουν και ότι προέρχονται από την αδικιολόγητη καχυποψία που είχε απέναντι στους ανθρώπους.
Του εξήγησα ότι οι άνθρωποι δεν είναι εχθροί μας.
Σ’ ένα πάρκο άλλωστε ο καθένας έχει το ρόλο του.
Χωρίς τους ανθρώπους πώς θα ζούσαμε;
Αυτοί άλλωστε μας ταίζουν. Και χέρι που σε ταίζει, δεν το δαγκώνεις.
Οι άνθρωποι μας φροντίζουν γιατί ξέρουν ότι μας χρειάζονται, αλλά και τους χρειαζόμαστε.
Κερδίζουν από μας και κερδίζουμε απ’ αυτούς.
Εξάλλου, είμαι βέβαιος πως ο εκπαιδευτής μου, που με έχει τόσα χρόνια στην επίβλεψή του, με συμπαθεί και δε θα μου έκανε ποτέ κακό.

Ο άλλος, ο γκρινιάρης επέμενε όμως πως ο εκπαιδευτής μου δε με συμπαθεί και πως θα με πετάξει με τη μία, μόλις πάρει την εντολή από τον διοικητή του πάρκου.
Με φροντίζει, μου ‘λεγε, όσο κερδίζει από μένα.
Μόλις θεωρήσει πως θα πάψει να κερδίζει, θα πάψει και να με φροντίζει.
Κια θα με αντικαταστήσει με ένα πιο νέο, ωραίο και δυνατό λιοντάρι κι εμένα θα με πετάξει στα αζήτητα.


Αν ήσουν ελεύθερος, μου είπε, θα μπορούσες να τρέξεις ανά πάσα στιγμή και πάλι στα λιβάδια να συνεχίσεις τη ζωή σου. Τώρα όμως, όταν έρθει η ώρα σου, που δε θα σε χρειάζονται πια, τότε, μην έχοντας πουθενά αλλού να πας, αναγκαστικά θα σε θυσιάσουν.
Ξέρετε, μου έλεγε όλες αυτές τις θεωρίες που πιπιλίζουν οι αιώνιοι γκρινιάρηδες.
Έτσι είναι αυτοί: αδιόρθωτοι.

Σας αφήνω όμως τώρα γιατί βλέπω τον εκπιαδευτή μου να έρχεται κρατώντας κάτι στο χέρι του.
Σίγουρα θα είναι το φαγητό μου! Ουφ! Ώρα ήταν…”

Αυτές ήταν και οι τελευταίες κουβέντες του ταπεινού λέοντα.
Ο εκπαιδευτής δεν κρατούσε φαγητό, αλλά πιστόλι.
Όταν ύψωσε το πιστόλι του και σημάδευε τον λέοντα, εκείνος μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου καλούνταν να ξαναζήσει, στα τρομαγμένα του μάτια, όλη την ιστορία τουαπό την αντίθετη πλευρά. Τώρα πια όμως δεν προλάβαινε…
Στην αρχή δεν το πίστεψε και το πέρασε για φάρσα.
Όταν είδε όμως ότι ο εκπαιδευτής δε γελούσε, τα τρομαγμένα μάτια του λέοντα ανοιγόκλεισαν γρήγορα ώσπου να προλάβει να καταλάβει τί συμβαίνει.
Ανοιγόκλεισαν μια φορά, δύο και τέλος. Έκλεισαν οριστικά.

Ο εκπαιδευτής δεν ήθελε να τον σκοτώσει. Τον είχε πράγματι συνηθίσει και ψιλοσυμπαθήσει. Τόσα χρόνια, άλλωστε, πέρασαν μαζί.
Αλλά, αφού ήρθε η εντολή ότι έπρεπε να το αντικαταστήσει με ένα άλλο λιοντάρι νεώτερο, ομορφότερο και δυνατότερο, εκείνος είχε καθήκον να βγάλει το παλιό απ’ το κλουβί.
Αλλά δεν είχε πού να το πάει, τί να το κάνει.
Δεν είχε πάντα στο μυαλό του να το σκοτώσει, ούτε το έκανε με χαρά.
Απλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο.
Έτσι λειτουργεί το πάρκο. Αυτοί είναι οι κανόνες του.


Ακούστηκε ένα διακριτικό “μπαμ” απ’ το πιστόλι κι ένα μεγαλειώδες “μπαμ” από το σώριασμα του πελώριου λέοντα στο έδαφος. Τίποτε άλλο δεν ακούστηκε. Ούτε κουβέντα ούτε βρυχηθμός.
Ο σπουδαίος λέοντας άφησε τον κόσμο πρόωρα, γιατί προτίμησε τη φυλακή της ασφάλειας από την περιπέτεια της ελευθερίας.

Και θυσιάζοντας την ελευθερία για την ασφάλεια, τελικά έχασε και την ίδια την ασφάλεια.
Γιατί, ενθυμούμενος μόνο ότι όποιος δεν είναι ασφαλής παύει να είναι ελεύθερος, ξέχασε ότι όποιος δεν είναι ελεύθερος παύει να είναι και ασφαλής.

Use Facebook to Comment on this Post