Γράφει ο Αυγερινός Ανδρέου
“Ο κύων επιστρέφει εις τον εμετόν αυτού”, δηλαδή το σκυλί ξαναγυρίζει στον εμετό του! Η κυρία Ρεπούση, αφού…
“Την πρώτην ημέραν η μάχη δεν έκρινε τον αγώνα, την δευτέραν όμως υπήρξε φοβερά. Ήτο ακόμη η έκβασις του αγώνος αβεβαία, όταν εξήντα γυναίκες, αντιληφθείσαι ότι οι ιδικοί των δεν είχον ελπίδας να σωθούν και ότι το τέλος των ήτο βέβαιον, συνεκεντρώθησαν εις μίαν απόκρημνον προεξοχήν του όρους, της οποίας η μία πλευρά ήτο τελείως κάθετος και κατέληγε εις ένα βάραθρον, εις το βάθος του οποίου ένας ορμητικός χείμαρρος διέρρεε εν μέσω αιχμηρών βράχων και του οποίου η κοίτη και αι όχθαι δεν ήσαν ομαλαί αλλά επίσης απόκρημνοι. Εκεί συνεσκέφθησαν τι έπρεπε να πράξουν, διά να μην πέσουν εις χείρας των Τούρκων, τους οποίους φαντάζονται ήδη να τας καταδιώκουν. Η σύσκεψις αυτή, εις την απελπιστικήν αυτήν θέσιν υπήρξε σύντομος και η απόφασις την οποίαν έλαβον ομόφωνος. Αι εξήντα αυταί Σουλιώτισσαι, ως επί τω πλείστον ήσαν μητέρες και μάλιστα νέαι με τα παιδιά των, τα οποία άλλαι έφερον εις το στήθος των ή εις τα χέρια των και άλλαι ωδήγουν από το χέρι. Κάθε μία παίρνει το ιδικόν της, του δίδει το τελευταίον φίλημα και το ρίπτει ή το σπρώχνει εις τον κρημνόν αποστρέφουσα το πρόσωπό της. Και όταν δεν υπήρχον πλέον παιδιά δια να τα ρίξουν εις τον κρημνόν, πιάνονται από το χέρι, αρχίζουν έναν κυκλικόν χορόν, όσον πλησιέστερον εις το άκρον του κρημνού ηδύναντο, και η πρώτη αυτών, η οποία με τον πρώτον γύρον έφθασε πλησίον εις το άκρον, ορμά προς τα εμπρός και κυλίεται από βράχου εις βράχον μέχρι του πυθμένος του φοβερού βαράθρου. Εν τω μεταξύ ο χορός συνεχίζεται και εις κάθε γύρον μία χορεύτρια αποσπάται καθ’ όμοιον τόπον μέχρι της τελευταίας. Λέγεται ότι μία εξ αυτών ως εκ θαύματος δεν εφονεύθη κατά την πτώσιν της” CLAUDE FAURIEL: Δημοτικά Τραγούδια της Ελλάδος, Παρίσι 1824, σελ.188,189. Διάλεξε η κυρία Ρεπούση και τον κατάλληλο χρόνο να υβρίσει τις ηρωικές Σουλιώτισσες και να πληγώσει τους Έλληνες και την Εθνική Ιδέα: Συμπληρώνονται εφέτος 210 χρόνια από τη μεγάλη Θυσία ( Δεκέμβριος του έτους 1803). Το μικρό κόμμα του κ. Κουβέλη θα γίνει μικρότερο όσο δεν απομακρύνει την κυρία Ρεπούση. Στην Ήπειρο θα γίνει εντελώς ανύπαρκτο. Όσο για την ίδια, η οποία “σιτίζεται εις το Πρυτανείον” και για την οποία πληρώνει πολλά χρήματα ο προδωμένος, πληγωμένος και εθνικά ντροπιασμένος ελληνικός λαός, ας κάνει ό,τι έκανε ο Οιδίποδας στη Θήβα. Έλεος κυρία Ρεπούση! Δεν κυλάει στα σπλάχνα σας σταγόνα αίμα ελληνικό; Όσο για εμάς, τους απλούς Έλληνες, βρισκόμαστε στο δικλάδι του δρόμου. Δυοίν θάτερον: Ή θα αφήσουμε την Μαρία Ρεπούση να συνεχίσει να εξαπολύει τα ιοβόλα βέλη της φαρέτρας της κατά της πατρίδας και θα την περιφρονήσουμε, όπως οι Λακεδαιμόνιοι τους Πρέσβεις των Κλαζομενών, λέγοντας “έξεστιν Κλαζομενίοις ασχημονείν” ή θα την αντιμετωπίσουμε με επιχειρήματα και θα της δείξουμε το δρόμο που χάραξε ο Ηράκλειτος για τους Εφεσίους: “ Άξιον τοις Εφεσίοις….ανάγξασθαι. Αξίζει στους Εφεσίους να κρεμαστούν”. Για εμάς, τους Ηπειρώτες, ισχυρίζομαι ότι πρέπει, πριν την ανακηρύξουμε ανεπιθύμητη στον τόπο μας, να την καλέσουμε στην Ήπειρο με έξοδα δικά μας ( στερώντας το ψωμί των παιδιών μας, που λιγόστεψε πιότερο από τότε που και η ίδια ψηφίζει τον αφανισμό μας), να την φιλοξενήσουμε στα Ιερά χώματα του Σουλίου, στο ματωμένο Πέτα, στο Σέλτσο με τους 1140 σφαγιασθέντες Σουλιώτες, στην Πρέβεζα που ο Αλή Πασάς σκότωσε άδικα χιλιάδες, στο Μπιζάνι με τους χιλιάδες νεκρούς του, στο Κομπότι, στα Πέντε Πηγάδια, στη Λαγκάδα, στο Καλπάκι, στο Κομμένο και στο τέλος να της πούμε: – Όπως βλέπεις, κυρία Ρεπούση, δεν υπάρχει σπιθαμή Ηπειρωτικής γης, που δεν έχει ποτισθεί με αίμα Ελλήνων, για να ζεις σήμερα εσύ ελεύθερη, να εισπράττεις ως κρατικοδίαιτη δαψηλώς χρήματα και στη συνέχεια να φτύνεις τους ιερούς νεκρούς της. Εμείς οι Ηπειρώτες δεν ξεχνούμε τους νεκρούς μας, δεν λησμονούμε τις Σουλιώτισσες του Ζαλόγγου, θα τις τιμούμε αιώνια: “ Τότε πεθαίνουν οι νεκροί, όταν τους λησμονούμε”, έγραψε ένας συνάδελφός σας βουλευτής, κυρία Ρεπούση, ο οποίος δεν κάθησε στην Αθήνα αναλίσκων την βουλευτική αποζημίωση, αλλά πήρε το ντουφέκι του και πολέμησε στην Ήπειρο τον Τούρκο και σκοτώθηκε στον Δρίσκο για την πατρίδα τον Οκτώβριο του 1912. Λορέντζο Μαβίλη τον έλεγαν. Πόσο μικρή είναι αυτή η κυρία Ρεπούση!