Πέτρος Αργυρίου
Τα ακούς αδερφέ;
Γυμνή σάρκα θε να φάνε…
Κανόνια. Τα μόνα απ’ τα θεριά που υπάρχουν μόνο για να σκοτώνουν όταν τ’ άλλα σκοτώνουν μόνο για να υπάρχουν.
Ε αδερφέ.
Τα πιστόλια σε γλυκοιτάνε. Θέλουν να σου μιλήσουν.
Κουβέντες με σφαίρες να κάμουνε αντί για λέξεις.
Τα ακούς αδερφέ;
Τόσες σφαίρες ορφανές από πολέμους και φονιάδες,
ψάχνουν στην αγκάλη σου να τρυπώσουν,
να σ΄ανοίξουν μια μεγάλη τρύπα για φωλιά τους να κουρνιάξουν,
να λουστεί το ψυχρό τους μέταλλο με αίμα ζεστό.
Επαίτες τα κανόνια
κι οι σφαίρες τυφλοί ζητιάνοι που ζητούν από να τους χαρίσεις τη ζωή σου.
Τ΄ακούς αδερφέ;
Φιλάνθρωποι γίναν οι φονιάδες. Αφήνουν την ελπίδα για το τέλος, τελευταία τη σκοτώνουν όταν πια η ελπίδα έχει ξεμείνει από ανθρώπους.
Ε αδερφέ!
Το φράγμα από κορμιά δεν αντέχει για πολύ.
Και όταν σπάσει, ποτάμι το αίμα θα ξεχυθεί απάνω στον πλανήτη, κόκκινο να τον εβάψει, σαν πασχαλιάτικο αυγό που βάζει τα καλά του για να σπάσει. Κόκκινος οβάλ κι έρημος πλανήτης θα απομείνει αδερφέ η μάνα γη.
Αδερφέ: Την κρεατομηχανή, άπαξ και πάρει μπρός, αδύνατο να τη σταματήσεις. Πώς να τη σταματήσεις άλλωστε;
Βάλε το χέρι σου μπροστά. Κιμά θα στο φτύσει.
Βάλε το πόδι σου να τη φρενάρεις. Θα στο λιώσει.
Πρόταξε τα στήθια σου να στα ξεκοκαλίσει.
Μα αυτό δεν κάνει η κρεατομηχανή; Τη σάρκα κιμά; Τι σε παραξενεύει όταν σε αλέθει;
Μπορούσαμε να κρατήσουμε τη μηχανή του κιμά κοιμισμένη. Ο λόγος πάντα την νανούριζε. Οι κραυγές την ξυπνάνε. Η μηχανή ξύπνησε.
Κάποτε αδερφέ μου, κάναμε τις έννοιες λέξεις. Και τις λέξεις συνθήματα. Τα συνθήματα αγώνες. Τους αγώνες δικαιώματα. Κερδίσαμε αδερφέ.
Μα στο θρίαμβο μας ξεχάσαμε να καλέσουμε αυτό που μας παρακίνησε να αγωνιστούμε: Το νόημα των πραγμάτων. Είχαμε πλέον λέξεις και συνθήματα και δικαιώματα. Μα όλα δίχως νόημα. Γίναμε ανόητοι αδερφέ. Και έπειτα, μες στη μέθη του θριάμβου, άρχισε η αντιστροφή.
Ποια απ’ όλες τις κραυγές να ακούσεις; Την πιο κοντινή. Την πιο κοντινή. Και η πιο κοντινή είναι η δικιά σου. Μα δεν έχεις πλέον αέρα στα πνεμόνια σου να βγάλεις κραυγή. Πήχτωσε ο αέρας από τις πολλές κραυγές.
Βάρος στο στήθος, κερί στα αυτιά, τέφρα στα μάτια ο αέρας.
Και μετά σιωπή. Φύλο δεν τολμάει να κινηθεί μην τυχόν και δώσει στόχο. Περιμένοντας το θάνατο το παίζουμε νεκροί μπας και τον ξεγελάσουμε. Και έτσι χαμερπώς παραδινόμαστε.
Τα ακούς αδερφέ; Δεν σπάσαν όλα τα τύμπανα. Τα τύμπανα του πολέμου είναι ακέραια. Και ηχούν. Ηχούν. Δονούνται και δονούν γεωτεκτονικά, μέχρι το βάθος του είναι. Πιάσαν πυρήνα αδερφέ. Πυρήνα.
Τα ακούς αδερφέ;
Και το τραγούδι της οδύνης αδερφέ. Τ’ ακούς αδερφέ;
Αυτό δεν είναι άσμα κύκνων αδερφέ. Δεν έχει τίποτε το όμορφο. Είναι άσμα λύκων αδερφέ.
Είναι οι λύκοι από το μέλλον που ορλιάζουν γιατί δεν τους απόμεινε τίποτα άλλο να κατασπαράξουν.
Όχι δεν είναι λύκοι. Τσακάλια είναι. Τσακάλια με μηχανές θανάτου που καλλιεργούν πτώματα για να μην καταντήσουν σαν τους λύκους. Ύαινες. ‘Έχεις ακούσει το κλάμα ύαινας αδερφέ;
Δεν μπορείς να σταματήσεις τις μηχανές όταν ξεκινήσουν αδερφέ. Αλλά μπορείς να σταματήσεις τα τσακάλια. Μάταιο να τα εκλιπαρείς. Δε θέλουν τίποτα από τη ζωή σου. Μόνο σαν κουφάρι τους είσαι χρήσιμος.
Μην το παίζεις νεκρός. Πιο πρόθυμα θα σε δαγκώσουν.
Σήκω από χάμου. Μην ουρλιάζεις και μην κραυγάζεις. Κανείς δε θα σε ακούσει. Μίλα τη χαμένη γλώσσα των ανθρώπων. Και όταν ακούσεις τη λαλιά σου να ακούγεται και από άλλους, να σαι τότε σίγουρος πως τίποτε δεν έχει χαθεί.
Με ακούς αδερφέ;
Use Facebook to Comment on this Post