του Philip Stephens
Kατά 1 δισ. άτομα θα αυξηθεί η μεσαία τάξη και θα φτάσει τα 3 δισ. μέχρι το 2020. Αυτοί οι πολίτες θα είναι πιο απαιτητικοί από τους κυβερνώντες. Θα ζητούν αλλαγές όπως γίνεται τώρα σε Τουρκία και Βραζιλία. Ποιοι πολιτικοί θα επιβιώσουν…
Στην Κωνσταντινούπολη, οι διαδηλωτές θέλουν χώρο πρασίνου και το δικαίωμα να απολαύσουν ένα ποτήρι κρασί. Στο Σάο Πάολο, το αίτημα των διαδηλωτών είναι οι αξιοπρεπείς δημόσιες συγκοινωνίες και η καταστολή της πολιτικής διαφθοράς. Τα πανό μπορεί να διαφέρουν, αλλά οι δυνάμεις που βρίσκονται σε εξέλιξη σε αυτές τις διαταραχές ήταν λίγο πολύ οι ίδιες. Η πολιτική στις αναπτυσσόμενες χώρες έχει μείνει πίσω από τον ταραχώδη ρυθμό της οικονομικής και κοινωνικής αλλαγής. Οι εντάσεις όμως, δεν θα εξαφανιστούν σύντομα.
Καλώς ήρθατε στην εποχή των αναταραχών.
Με την πρώτη ματιά, ελάχιστα ενώνουν τους διαδηλωτές στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα μαζί με τα εξαγριωμένα πλήθη στο Σάο Πάολο και το Ρίο ντε Τζανέιρο. Στην πρώτη περίπτωση είναι οργή ενάντια στον απολυταρχισμό, καθώς ο πρωθυπουργός, αν και εκλεγμένος, αμφισβητεί τις κοσμικές ελευθερίες. Ο Ισλαμισμός του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συγκρούεται με το κοινωνικό φιλελευθερισμό της μεσαίας αστικής τάξης.
Στον αντίποδα, ο καταλύτης για τις αστραπιαίες διαδηλώσεις στη Βραζιλία ήταν η αύξηση των τιμών των εισιτηρίων λεωφορείων – και το χάσμα ανάμεσα στην επιδείνωση των υπηρεσιών που προσφέρονται για τους Βραζιλιάνους και τα τεράστια ποσά που δαπανώνται για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου και τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Δεν φαίνεται επίσης να υπάρχει ένας σύνδεσμος μεταξύ αυτών των διαδηλώσεων και του ξεσηκωμού ενάντια στα απολυταρχικά καθεστώτα του Αραβικού κόσμου. Τουρκία και Βραζιλία είναι δημοκρατίες. Μέχρι πρότινος, η Τουρκία χαρακτηριζόταν μάλιστα πρότυπο για τον αραβικό κόσμο, για το πώς ενώνεται ο πλουραλισμός και η οικονομική δραστηριότητα με το Ισλάμ. Η δε Βραζιλία, μετά από έναν αιώνα ανεκπλήρωτων υποσχέσεων, πέρασε τη διαχειριστική γραμμή μεταξύ πιθανής και πραγματικής εξουσίας. Στις δυο χώρες, δεκάδες εκατομμύρια άτομα βγήκαν από την φτώχεια.
Αυτό που ενώνει τους διαδηλωτές όμως, είναι η πρόκληση που αντιμετωπίζουν τα πολιτικά συστήματα των αναδυόμενων χωρών – δημοκρατικά και απολυταρχικά – όταν έρχονται αντιμέτωπα με την κοινωνική αλλαγή.
Όλα γίνονται πολύ γρήγορα. Στη Δύση, η αναταραχή της βιομηχανικής επανάστασης διήρκεσε έναν αιώνα. Οι πολιτικοί είχαν χρόνο να προσαρμοστούν στα αιτήματα της ανερχόμενης μπουρζουαζίας και σε μία πιο επιθετική εργατική τάξη. Ακόμη και τότε, υπήρξαν αναταραχές, επαναστάσεις και πόλεμοι.
Οι αναδυόμενες δυνάμεις στη σημερινή εποχή είδαν εντυπωσιακές προόδους να συντελούνται μέσα σε δύο δεκαετίες. Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι που κάποτε ήταν αποκλεισμένα από την πολιτική απελευθερώθηκαν με την οικονομική ανάπτυξη, την αστικοποίηση και την ψηφιακή τεχνολογία. Η άμεση επικοινωνία – από τα μηνύματα στα social media – έδωσε στους μορφωμένους και συχνά άνεργους νέους ένα πολύτιμο εργαλείο για την κινητοποίηση της δυσαρέσκειας.
Η δημοκρατία δεν θα δώσει στους πολιτικούς ασυλία από την αναταραχή. Οι πιέσεις από τις εξελίξεις στους δρόμους πιθανότατα θα ενισχυθούν στα απολυταρχικά κράτη – είναι αξιοσημείωτο πως σχεδόν κάθε διαδήλωση οπουδήποτε εντείνει το φόβο του Πεκίνου. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά σημεία των διαδηλώσεων στην Τουρκία και τη Βραζιλία όμως, ήταν η αποσύνδεσή τους από οικείες, πολιτικές, διαχωριστικές γραμμές. Οι διαδηλωτές προκαλούν το σύστημα – την πολιτική ελίτ, το διεφθαρμένο δημόσιο τομέα, τους πλούσιους επιχειρηματίες – και δεν κρατούν σημαίες των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Ο κοινός παρονομαστής είναι η αυξανόμενη μεσαία τάξη, ο νέος πληθυσμός που συνωστίζεται στα αστικά κέντρα, οι φτωχές δημόσιες υπηρεσίες, η ανεργία, η τεράστια εισοδηματική ανισότητα και η ευρεία διαφθορά. Τα συστατικά αυτού του εκρηκτικού μίγματος υπάρχουν, σε διαφορετικές αναλογίες, από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο. Υπάρχουν από το Κάιρο στο Πεκίνο και από την Τζακάρτα στο Μπουένος Άιρες. Υπάρχει όμως, και η άμεση ψηφιακή επικοινωνία που μπορεί να μετατρέψει μία σπίθα σε πυρκαγιά.
Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις για τις κυβερνήσεις που θέλουν να αποφύγουν αυτές τις διαμαρτυρίες. Τα απολυταρχικά καθεστώτα και κυρίως η Κίνα, παραδοσιακά θεωρούν ότι η απάντηση είναι η ανάπτυξη. Κάνουν λάθος. Κατ’ αρχήν, όπως είδαμε τους τελευταίους μήνες, τα αναδυόμενα κράτη δεν έχουν ανοσία στους οικονομικούς κύκλους. Η ανάπτυξη προς Ανατολάς και Νότο επιβραδύνεται. Η ευημερία ήταν ανέκαθεν ανεπαρκής απάντηση.
Η ενίσχυση της επιρροής αυτών των χωρών εντείνει αντί να κατευνάσει τις κοινωνικές και πολιτικές πιέσεις. Όσο υψηλότερα ανεβαίνουν οι άνθρωποι στη διαχωριστική γραμμή της φτώχειας, τόσο περισσότερο δυσανασχετούν με τη διαφθορά και την ανισότητα και τόσο περισσότερο ζητούν καλύτερη δημόσια φροντίδα. Η έννομη τάξη δεν έχει την ίδια αξία για όσους βρίσκονται εκτός πολιτικού συστήματος λόγω φτώχειας.
Η απάντηση δεν βρίσκεται ούτε στην καταστολή, όπως θα πρέπει να έχει αντιληφθεί ο κ. Ερντογάν. Οι διαδηλώσεις που ξεκίνησαν στο Πάρκο Γκεζί και την πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης μπορεί να είχαν περιοριστεί εάν η αστυνομία δεν αντιδρούσε με βία και εάν ο πρωθυπουργός δεν απαντούσε μα σειρά αβάσιμων θεωριών για απειλές από μεγάλες συνωμοσίες. Η Ντίλμα Ρουσέφ, η πρόεδρος της Βραζιλίας, φαίνεται πως έχει καταλάβει, τουλάχιστον μερικώς, αυτό το μάθημα αναγνωρίζοντας ότι οι διαδηλωτές είχαν επιχειρήματα.
Το πιθανότερο είναι ότι θα υπάρξουν πολλές τέτοιες αναταραχές στις αναπτυσσόμενες χώρες. Υπό τις παρούσες τάσεις, η παγκόσμια μεσαία τάξη θα αυξηθεί ακόμη κατά 1 δισ. άτομα, στα 3 δισ. μέχρι το 2020. Το μόνο σίγουρο είναι πως αυτοί οι πολίτες, που πλέον ενισχύονται από το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο, θα είναι πιο απαιτητικοί από τους κυβερνώντες. Οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο θα πρέπει να βρουν τρόπους να συμφιλιωθούν μαζί τους.
Οι νέες δυνάμεις παγκοσμίως καλούνται να προχωρήσουν σε ένα δύσκολο δρόμο. Οι πολιτικοί ηγέτες που θα ξεπεράσουν τις διαδηλώσεις, πιθανότατα θα είναι εκείνοι που θα κάνουν κάτι για την πάταξη της διαφθοράς, θα μειώσουν την ανισότητα και θα απαντήσουν στα αιτήματα για εκσυγχρονισμό των δημόσιων υπηρεσιών. Ακόμη κι έτσι όμως, η πρόοδος πιθανότατα δεν θα είναι ομαλή.
Όποιος πιστεύει το αντίθετο, καλά θα κάνει να μελετήσει λίγο τη δεκαετία του 1840.
Use Facebook to Comment on this Post