«H κυπριακή κρίση αποδεικνύει για μία ακόμα φορά ότι οι χειρισμοί της ΕΕ και ΕΚΤ για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη όχι μόνο αποτυγχάνουν, αλλά στην…
«Η λήψη αποφάσεων με πολιτικά κριτήρια», αναφέρει «τόσο στην περίπτωση της Ελλάδας όσο και τώρα στην περίπτωση της Κύπρου, οδηγεί στην αποστράγγιση του τραπεζικού τομέα των αδύναμων οικονομικά χωρών, καθιστώντας εξόχως δυσχερή την οποιαδήποτε δυνατότητα μελλοντικής έκδοσης ομολόγων και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταθετών».
Ο γνωστός οικονομολόγος διατείνεται, επίσης, ότι η περίπτωση της Κύπρου «φέρει στο φως τις εγγενείς αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος της ΕΕ σε όλο τους το εύρος και, κυρίως, την ανεπάρκεια των πόρων για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την έλλειψη σχεδιασμού για την αποτελεσματική προστασία των καταθετών».
Παράλληλα, θεωρεί ότι, εάν εφαρμοστεί και στην Κύπρο η ίδια πολιτική «αυστηρής λιτότητας και δραματικής αύξησης της φορολογίας, όπως στην Ελλάδα, αφενός δε θα υπάρξει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, όπως έδειξε η εμπειρία και αφετέρου οι εναπομείναντες καταθέτες θα οδηγηθούν προς τα τραπεζικά ιδρύματα άλλων χωρών».
Η ανάλυση καταλήγει ότι η οικονομική κρίση στην ευρωζώνη «βρίσκεται σε ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο με απρόβλεπτες εξελίξεις, κυρίως στην περίπτωση που η Ρωσία αναλάβει τη στήριξη της κυπριακής οικονομίας με αντάλλαγμα την προνομιακή πρόσβαση στα κοιτάσματα φυσικού αερίου και στις ναυτικές βάσεις με ό,τι αυτό συνεπάγεται γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά, γεγονός το οποίο σίγουρα προκαλεί έντονη ανησυχία στο ΝΑΤΟ».
Εξάλλου άλλη ανάλυση του οικονομολόγου Mark Thirwell, μέλος του αυστραλιανού Ινστιτούτου Διεθνούς Πολιτικής Lowy με ειδίκευση στα διεθνή οικονομικά και εμπειρία σε θέσεις ευθύνης με αρμοδιότητα για την κεντρική και ανατολική Ευρώπη, διατείνεται ότι η κρίση στην Κύπρο, «είναι ένα ακόμα πλήγμα για την ευρωζώνη», «θυμίζει επικίνδυνα τις αρχικές φάσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης με πρώτα θύματα την Ισλανδία και την Ιρλανδία, δηλαδή μικρές, συγκριτικά, οικονομίες με υπερμεγέθεις τραπεζικούς τομείς».
Ειδικά για την περίπτωση της Κύπρου, υποστηρίζει ότι «ιδιαίτερα επιζήμια για την οικονομία της χώρας ήταν η κατοχή ομολόγων του ελληνικού δημοσίου και η χορήγηση δανείων σε Ελλαδίτες, μεγέθη τα οποία συνολικά αντιπροσωπεύουν το 160% του κυπριακού ΑΕΠ».
Παράλληλα, υποστηρίζει, σε ό,τι αφορά το αρχικό πακέτο στήριξης της κυπριακής οικονομίας, ότι «εξαρχής δεν υπήρχε καμία ελπίδα επιτυχίας», ενώ, σε ό,τι αφορά την πρόταση επιβολής τέλους στις καταθέσεις, ότι «ακόμα και αν το μέτρο δεν εφαρμοσθεί, αφενός έχει καταφέρει ισχυρότατο πλήγμα στην εμπιστοσύνη των καταθετών, οι οποίοι θα σπεύσουν να μεταφέρουν τις καταθέσεις τους αλλού, οδηγώντας στην κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, και αφετέρου δημιουργεί κακό προηγούμενο για τους καταθέτες των άλλων αδύναμων οικονομικά χωρών, να πράξουν το ίδιο, οδηγώντας σε επικίνδυνους κλυδωνισμούς και αποσταθεροποίηση το σύνολο της ευρωζώνης».
Ο αναλυτής καταλήγει προειδοποιώντας ότι «το ύφος των διαβουλεύσεων με την Κύπρο και οι όροι που τίθενται από τους Ευρωπαίους δανειστές καταδεικνύουν ανησυχητική έλλειψη αλληλεγγύης, αναγκαίο στοιχείο και απαραίτητη προϋπόθεση για την οποιαδήποτε δημοσιονομική, φορολογική, τραπεζική ακόμα και πολιτική εμβάθυνση των σχέσεων στην ΕΕ».
Use Facebook to Comment on this Post