Η εισβολή των εταιρειών

Οι μεγάλες εταιρείες προσπαθούν να διαλύσουν κάθε κρατικό έλεγχο και πολιτικές δημοσίου συμφέροντος προκειμένου να αυξήσουν τα κέρδη τους σε συνθήκες πλήρους απορρύθμισης μέσω της συμφωνίας TTIP/TAFTA…
της Lori Wallach

Σκεφτείτε τι θα γινόταν αν οι ξένες εταιρείες μπορούσαν να μηνύσουν άμεσα τις κυβερνήσεις, απαιτώντας αποζημιώσεις για απώλειες κερδών λόγω αυστηρής εργασιακής και περιβαλλοντικής νομοθεσίας. 

Μπορεί να ακούγεται παρατραβηγμένο, αλλά αυτή ήταν μια διάταξη που υπήρχε στην Πολυμερή Συμφωνία για τις Επενδύσεις (ΜΑΙ), μια προβλεπόμενη συνθήκη μέσω μυστικών διαπραγματεύσεων την χρονική περίοδο μεταξύ 1995 και 1997, από τις 29 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ εκείνη την εποχή. Τα νέα γι’αυτή τη συμφωνία βγήκαν έγκαιρα στην επιφάνεια και προκάλεσαν ένα πρωτόγνωρο κύμα διαδηλώσεων και εκτροχιασμού των διαπραγματεύσεων.

Σήμερα η ατζέντα έχει επιστρέψει. Από τον περασμένο Ιούλιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες διαπραγματεύονται για το Υπερατλαντικό Εμπόριο και Επενδυτική Συνεργασία (TTIP) ή Συμφωνία για το Υπερατλαντικό Ελεύθερο Εμπόριο (TAFTA), μια άλλη έκδοση της συμφωνίας ΜΑΙ με βάση την οποία, η υπάρχουσα νομοθεσία στις δύο πλευρές του Ατλαντικού θα πρέπει να εναρμονίζεται στα πρότυπα που έχουν καθιερωθεί από και για τις μεγάλες Αμερικανικές και Ευρωπαϊκές εταιρίες, αλλιώς προβλέπονται εμπορικές κυρώσεις ή πληρωμές εκατομμυρίων δολαρίων ως αποζημίωση για τις εταιρίες.

Οι διαπραγματεύσεις αναμένεται να διαρκέσουν άλλα δύο χρόνια. Η συμφωνία TTIP/TAFTA συνδυάζει τα πιο καταστροφικά στοιχεία των προηγούμενων συμφωνιών και τα επεκτείνει. Αν τεθεί σε ισχύ, τα προνόμια που απολάμβαναν οι διεθνείς εταιρίες θα νομιμοποιηθούν και οι κυβερνήσεις θα έχουν δεμένα τα χέρια τους οριστικά. Η συμφωνία θα είναι δεσμευτική και μόνιμη: ακόμα και αν η κοινή γνώμη ή οι κυβερνήσεις αλλάξουν στάση, η συμφωνία θα μπορούσε να αλλάξει μόνο με την συγκατάθεση όλων των κρατών που την έχουν υπογράψει. 

Στην Ευρώπη θα μπορούσε να γίνει στα πρότυπα της Συνεργασίας των Χωρών του Ειρηνικού (TPP), που υιοθετήθηκε από 12 χώρες του Ειρηνικού και προωθήθηκε έντονα από τα Αμερικανικά επιχειρηματικά συμφέροντα. Όλες αυτές οι συμφωνίες TTIP/TAFTA και ΤPP, θα μπορούσαν να σχηματίσουν μια οικονομική αυτοκρατορία ικανή να επιβάλει συνθήκες εκτός των συνόρων της: οποιαδήποτε χώρα επιδιώκει εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ ή την ΕΕ θα πρέπει να αποδεχθεί τους κανόνες βάσει των συγκεκριμένων συμφωνιών.

Οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία TTIP/TAFTA διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών. Οι Αμερικανικές αντιπροσωπείες περιλαμβάνουν περισσότερους από 600 εμπορικούς συμβούλους οι οποίοι έχουν απεριόριστη πρόσβαση στα προπαρασκευαστικά έγγραφα και στους αντιπροσώπους της Αμερικανικής κυβέρνησης. Τα προσχέδια κείμενα δεν θα δημοσιευτούν και έχουν δοθεί οδηγίες ώστε το κοινό και ο τύπος να μείνουν στο σκοτάδι μέχρι την υπογραφή της τελικής συμφωνίας. Έως τότε, θα είναι πολύ αργά για να αλλάξει.

“Κάποιο μέτρο εχεμύθειας”

Σε μια στιγμή ειλικρίνειας, ο Αμερικανός υπουργός εμπορίου που πρόσφατα αποσύρθηκε, Ron Kirk, δήλωσε: «Υπάρχει ένας πρακτικός λόγος [για τον οποίο] πρέπει να διατηρήσουμε κάποιο μέτρο εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας». 

Η μυστικότητα ήταν απαραίτητη, είπε, επειδή την τελευταία φορά που ένα σχέδιο κειμένου μιας τέτοιας φιλόδοξης συμφωνίας απελευθερώθηκε, οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν. Αυτή ήταν μία αναφορά στη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Αμερικής (FTAA), μια εκτεταμένη έκδοση της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής (NAFTA). Το σχέδιο, που υπεράσπισε η κυβέρνηση Τζορτζ Μπους, αναρτήθηκε στις ιστοσελίδες της κυβέρνησης το 2001. Ως απάντηση, η γερουσιαστής Elizabeth Warren υποστήριξε ότι δεν θα έπρεπε να υπογραφεί καμία συμφωνία που δεν θα μπορούσε να αντέξει τον δημόσιο έλεγχο.

Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι διαπραγματευτές των ΗΠΑ είναι πρόθυμοι να κρατήσουν μυστικές τις διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία ΤΤΙΡ/TAFTA. Δεν έχουν καμία αγωνία να εξηγήσουν τις επιπτώσεις που θα έχει η συμφωνία σε κάθε επίπεδο της κυβέρνησης: ομοσπονδιακές, πολιτειακές και τοπικές αρχές θα είναι υποχρεωμένες να αναθεωρήσουν τις πολιτικές τους από πάνω προς τα κάτω, έτσι ώστε να ικανοποιήσουν τις ορέξεις του ιδιωτικού τομέα στους τομείς αυτούς, τους οποίους δεν ελέγχει ακόμα πλήρως. 

Η ασφάλεια των τροφίμων, τα στάνταρτς για τις χημικές και τοξικές ουσίες, οι τιμές στην υγειονομική περίθαλψη και στα φάρμακα, η ελευθερία του διαδικτύου και η ιδιωτική ζωή των καταναλωτών, η ενέργεια και οι «υπηρεσίες» πολιτισμού, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα πνευματικά δικαιώματα, οι φυσικοί πόροι, οι επαγγελματικές άδειες, οι δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, η μετανάστευση, ο κυβερνητικός εφοδιασμός: δεν υπάρχει ούτε μια σφαίρα δημοσίου συμφέροντος, που δεν θα υπόκειται στο θεσμοθετημένο ελεύθερο εμπόριο. Η συμμετοχή των πολιτικών εκπροσώπων θα περιοριστεί σε διαπραγμάτευση με τον ιδιωτικό τομέα για τα λίγα ψίχουλα της κυριαρχίας που είναι πρόθυμος να τους αφήσει.

Η υποχρέωση των χωρών που υπογράφουν “την εξασφάλιση της συμμόρφωσης των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών τους διαδικασιών” με αυτούς τους όρους, θα επιβληθεί με αυστηρότητα. Θα ήταν σίγουρα πρόθυμες να τιμήσουν τους όρους, δεδομένου ότι αν δεν το κάνουν θα έχουν να αντιμετωπίσουν νομικές προκλήσεις ενώπιον των δικαστηρίων που δημιουργήθηκαν ειδικά για τη διαιτησία μεταξύ επενδυτών και κρατών και έχουν την εξουσία να εγκρίνουν εμπορικές κυρώσεις κατά των τελευταίων.

Αυτό είναι σύμφωνο με τις άλλες εμπορικές συμφωνίες που ήδη ισχύουν. Πέρυσι, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) καταδίκασε τις ΗΠΑ σχετικά με την παραβίαση των κανόνων ετικέτας του τόνου και της χώρας προέλευσης του κρέατος, καθώς και για την απαγόρευση των τσιγάρων με γεύση καραμέλας, καθώς αποφάνθηκε ότι αποτελούσαν εμπόδιο για το ελεύθερο εμπόριο. Ο ΠΟΕ καταδίκασε επίσης την ΕΕ να πληρώσει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ σε κυρώσεις για την απαγόρευση εισαγωγών γενετικά τροποποιημένων οργανισμών σε τρόφιμα. Οι συμφωνίες TTIP/TAFTA και TPP θα επιτρέψουν σε ξένες εταιρείες να επιτεθούν κατά οποιασδήποτε χώρας που έχει υπογράψει και οι πολιτικές της οποίας επηρέασαν τα κέρδη τους.

Οι εταιρείες θα είναι σε θέση να απαιτήσουν αποζημίωση από χώρες των οποίων η υγειονομική, οικονομική, περιβαλλοντική πολιτική, καθώς και άλλες πολιτικές δημοσίου συμφέροντος, θεωρούν ότι υπονομεύουν τα συμφέροντά τους και να φέρουν τις κυβερνήσεις ενώπιον ειδικών δικαστηρίων. Αυτά τα δικαστήρια, που οργανώθηκαν στο πλαίσιο των κανόνων της Παγκόσμιας Τράπεζας και των Ηνωμένων Εθνών, θα έχουν την εξουσία να διατάσσουν τους φορολογούμενους να πληρώνουν εκτεταμένη αποζημίωση βάσει μιας νομοθεσίας που θεωρεί ότι υπονομεύονται “τα αναμενόμενα μελλοντικά κέρδη» μιας εταιρείας.

Επενδυτής εναντίον του κράτους

Αυτή η “επενδυτής – κράτος” (ο επενδυτής έναντι του κράτους) ατζέντα, η οποία φαινόταν να απομακρύνεται μαζί με τη συμφωνία MAI το 1998, έχει επανέλθει αθόρυβα κατά την πάροδο των ετών. Μια σειρά από εμπορικές συμφωνίες που υπογράφηκαν από τις ΗΠΑ, έχει αναγκάσει τους φορολογούμενους να πληρώνουν περισσότερα από 400 εκατομμύρια δολάρια από την αποζημίωση για τις επιχειρήσεις σχετικά με τοξικές ουσίες, απαγορεύσεις και κανόνες σχετικά με τη χρήση γης, πόρων νερού και ξυλείας. Βάσει των συμφωνιών αυτών, εκκρεμούν περισσότερα από 14 δισ. δολάρια εταιρικών αξιώσεων για πατέντες φαρμάκων, καταπολέμηση της ρύπανσης, για το κλίμα, την ενέργεια και άλλες πολιτικές δημοσίου συμφέροντος.

Η συμφωνία ΤΤΙΡ/TAFTA θα διογκώσει το νομοσχέδιο γι’αυτόν τον νομιμοποιημένο εκβιασμό, δεδομένης της κλίμακας των υπερατλαντικών εμπορικών συμφερόντων.Περίπου 3.300 μητρικές εταιρείες της ΕΕ κατέχουν περισσότερο από 24.200 θυγατρικές στις ΗΠΑ, κάθε μία από τις οποίες θα μπορούσε να ασκήσει αγωγή με δική της απόφαση. Η κλίμακα της απειλής υπερβαίνει κατά πολύ εκείνη που συνδέεται με όλες τις προηγούμενες συμφωνίες. Η ΕΕ θα μπορούσε να εκτεθεί σε ακόμη μεγαλύτερη οικονομική απειλή, δεδομένου ότι 14.400 εταιρίες με έδρα τις ΗΠΑ κατέχουν περισσότερες από 50.800 θυγατρικές στην Ευρώπη. Συνολικά, η συμφωνία ΤΤΙΡ/TAFTA θα επιτρέψει 75.000 εταιρείες στις ΗΠΑ και την ΕΕ να επιτεθούν στα δημόσια ταμεία.

Το καθεστώς επενδυτή-κράτους είχε επισήμως σαν στόχο να εξασφαλίσει ότι οι ξένοι επενδυτές που δραστηριοποιούνται σε αναπτυσσόμενες χώρες, χωρίς αξιόπιστα δικαστικά συστήματα, θα λάμβαναν αποζημίωση εφόσον υποβάλλονταν σε αναγκαστική απαλλοτρίωση. Αλλά οι ΗΠΑ και η ΕΕ έχουν ισχυρά δικαστικά συστήματα που υποστηρίζουν πλήρως το εμπράγματο δίκαιο. Η ένταξη του εν λόγω καθεστώτος στην συμφωνία ΤΤΙΡ/TAFTA αποκαλύπτει ότι στόχος της δεν είναι η προστασία των επενδυτών, αλλά την εταιρική ενδυνάμωση.

Οι δικηγόροι των επιχειρήσεων που απαρτίζουν τα δικαστήρια δεν είναι υπόλογοι σε οποιοδήποτε εκλογικό σώμα. Πολλοί από αυτούς εναλλάσσουν ρόλους υπηρετώντας ως δικαστές και φέρνοντας υποθέσεις για εταιρικούς πελάτες εναντίον των κυβερνήσεων. Ο σύλλογος των δικηγόρων διεθνών επενδύσεων είναι πολύ μικρός: 15 από αυτούς έχουν χειριστεί το 55% του συνόλου των υποθέσεων που εξετάστηκαν μέχρι σήμερα. Δεν υπάρχει μηχανισμός προσφυγής για τις αποφάσεις τους.

“Δικαιώματα” που πρέπει να προστατευτούν

Τα «δικαιώματα» που τα δικαστήρια υποτίθεται ότι πρέπει να προστατεύουν, διατυπώνονται σκόπιμα με ασαφή γλώσσα, και ερμηνεύονται κατά τρόπο που σπάνια εξυπηρετεί τα συμφέροντα της πλειοψηφίας. Περιλαμβάνουν το «δίκαιο» σε ένα πλαίσιο κανόνων που συμμορφώνεται με τις “προσδοκίες” μιας εταιρείας – που σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να κάνουν οποιεσδήποτε αλλαγές στις ρυθμιστικές πολιτικές από τη στιγμή που έχει γίνει η επένδυση. Ένα άλλο «δικαίωμα» είναι η αποζημίωση για «έμμεση απαλλοτρίωση» – πράγμα που σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να πληρώσουν εάν μια ρυθμιστική πολιτική μειώνει την αξία μιας επένδυσης, ακόμη και αν μια τέτοια πολιτική ισχύει τόσο για τις εγχώριες όσο και για τις ξένες επιχειρήσεις. Τα δικαστήρια αναγνωρίζουν επίσης το δικαίωμα των επενδυτών να αποκτήσουν όλο και περισσότερη γη, πόρους, υπηρεσίες και εργοστάσια. Οι εταιρείες δεν είναι υποχρεωμένες να κάνουν τίποτα ως αντάλλαγμα: δεν έχουν καμία υποχρέωση προς το κράτος και μπορούν να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους, όταν και όπου θέλουν.

Ορισμένοι επενδυτές έχουν μια πολύ ευρεία αντίληψη των δικαιωμάτων τους. Οι Ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν ξεκινήσει πρόσφατα νομικές ενέργειες κατά της αύξησης του κατώτατου μισθού στην Αίγυπτο, η Renco έχει πολεμήσει την πολιτική κατά των εκπομπών τοξικών ουσιών στο Περού, χρησιμοποιώντας μια συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της χώρας αυτής και των ΗΠΑ για να υπερασπιστεί το δικαίωμά της να ρυπαίνει. 

Ο Αμερικανικός γίγαντας της βιομηχανίας καπνού Philip Morris, έχει ξεκινήσει υποθέσεις κατά της Ουρουγουάης και της Αυστραλίας για την αντικαπνιστική νομοθεσία τους. Η Αμερικανική εταιρία παραγωγής φαρμάκων Eli Lilly έχει οργανώσει μια επίθεση χρησιμοποιώντας τη συμφωνία Nafta κατά του Καναδά για τη θέσπιση προτύπων πατέντας που θα βοηθήσουν ώστε να εξασφαλιστεί η πρόσβαση σε προσιτά φάρμακα. Και η Σουηδική εταιρεία ενέργειας Vattenfall, χρησιμοποιεί το καθεστώς επενδυτή-κράτους, για να απαιτήσει δισεκατομμύρια δολάρια ως αποζημίωση από τη Γερμανία, έναντι των κανονισμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη και της σταδιακής κατάργησης της πυρηνικής ενέργειας.

Δεν υπάρχει όριο στο ποσό των χρημάτων που ένα δικαστήριο μπορεί να διατάξει την κυβέρνηση να πληρώσει μια ξένη εταιρεία. Πριν από ένα χρόνο, ο Ισημερινός διατάχθηκε να πληρώσει μια εταιρεία πετρελαίου πάνω από 2 δισ. δολάρια. Ακόμα και όταν οι κυβερνήσεις κερδίζουν, θα πρέπει να καταβάλουν τα έξοδα δικαστηρίου και τα νομικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στα 8 εκατομμύρια δολάρια μέσο όρο ανά περίπτωση, σπαταλώντας τους περιορισμένους πόρους για την υπεράσπιση των πολιτικών δημοσίου συμφέροντος, κατά των εταιρικών προκλήσεων. Οι κυβερνήσεις συχνά προτιμούν τον εξωδικαστικό συμβιβασμό: Ο Καναδάς απέφυγε να πάει ενώπιον του δικαστηρίου, αντιστρέφοντας βιαστικά μια απαγόρευση σχετική με ένα τοξικό πρόσθετο βενζίνης.

Ο αριθμός των υποθέσεων επενδυτών κατά του κράτους αυξάνεται. Η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη αναφέρει δεκαπλάσια αύξηση στο συνολικό αριθμό υποθέσεων από το 2000 (παρά το γεγονός ότι το σύστημα αυτό υπάρχει από την δεκαετία του 50). Το 2012 ενεργοποιήθηκαν περισσότερες υποθέσεις από ποτέ. Μια ολόκληρη βιομηχανία χρηματοδότησης από τρίτους και από εξειδικευμένες δικηγορικές εταιρίες έχει αναδυθεί ταχύτατα.

Η δημιουργία μιας διατλαντικής συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου είναι ένα μακροχρόνιο έργο του Υπερατλαντικού Επιχειρηματικού Διαλόγου (TABD), ένα πρόγραμμα του Υπερατλαντικού Επιχειρηματικού Συμβουλίου (TBC). Ο TABD δημιουργήθηκε το 1995 από το Aμερικανικό Υπουργείο Εμπορίου και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για να θεσπίσει ένα άμεσο διάλογο μεταξύ των κορυφαίων επιχειρηματιών των ΗΠΑ και της ΕΕ, γραμματέων υπουργικών συμβουλίων των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων επιτρόπων. Το TBC παρέχει ένα φόρουμ για τις μεγαλύτερες Αμερικανικές και Ευρωπαϊκές εταιρείες, ώστε να συντονίζουν τις επιθέσεις κατά των καταναλωτών, του περιβάλλοντος, του κλίματος και άλλων πολιτικών δημοσίου συμφέροντος και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Ο στόχος τους, που έχει δηλωθεί δημοσίως, είναι να εξαλείψουν αυτό που αποκαλούν «εκνευριστικό εμπόριο», που περιορίζει τη δυνατότητα τους να λειτουργούν με τους ίδιους κανόνες στις ΗΠΑ και την ΕΕ, χωρίς κυβερνητικές παρεμβάσεις. «Ρυθμιστική σύγκλιση» και «αμοιβαία αναγνώριση» είναι τα συνθήματα που χρησιμοποιούν για να ενθαρρύνουν τις κυβερνήσεις να επιτρέπουν προϊόντα και υπηρεσίες που δεν πληρούν τα εγχώρια πρότυπα.

Ξαναγράφοντας το σενάριο

Αλλά αντί να ζητάν τη χαλάρωση της ισχύουσας νομοθεσίας, οι υπερατλαντικοί ακτιβιστές της αγοράς προτείνουν να την ξαναγράψουν οι ίδιοι. Το Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο και η BusinessEurope, δύο από τους μεγαλύτερους οργανισμούς για τις επιχειρήσεις παγκοσμίως, ζήτησαν από τους διαπραγματευτές της συμφωνίας TIPP/TAFTA να μεριμνήσουν ώστε οι μεγαλύτεροι μέτοχοι των βιομηχανιών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού να είναι «στο τραπέζι με τις ρυθμιστικές αρχές για να συμμετέχουν ουσιαστικά στην σύνταξη των ρυθμίσεων.”

Τα εταιρικά συμφέροντα ήταν ιδιαίτερα ειλικρινή σχετικά με τους στόχους τους, για παράδειγμα την επαναφορά παλαιότερης ρύθμισης για τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς (GMO). Οι μισές πολιτείες των ΗΠΑ εξετάζουν τώρα τις απαιτήσεις σήμανσης των GMO, μια κίνηση που υποστηρίζεται από περισσότερο από το 80% των Αμερικανών καταναλωτών, πολλοί από τους οποίους αντιμετωπίζουν το σύστημα της ΕΕ με φθόνο, αλλά οι επιχειρήσεις που παράγουν και χρησιμοποιούν GTO, πιέζουν ώστε να απαγορευτεί η σήμανση για τους GTO στη συμφωνία ΤΤΙΡ/TAFTA. Η Εθνική Ένωση Ζαχαροπλαστών των ΗΠΑ δήλωσε ωμά: “Η βιομηχανία των ΗΠΑ , επίσης θα ήθελε να δει την πρόοδο ΕΕ-ΗΠΑ στα πλαίσια της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου, όσον αφορά την άρση των υποχρεωτικών απαιτήσεων σήμανσης και ιχνηλασιμότητας των GTO.” 

Ο Οργανισμός Βιομηχανίας Βιοτεχνολογίας (BIO), μια εταιρική συμμαχία που περιλαμβάνει τη Monsanto, ανησυχεί ότι τα GMO προϊόντα που πωλούνται στις ΗΠΑ δεν εγκρίνονται αυτόματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι επιχειρήσεις διαμαρτύρονται για το «σημαντικό και αυξανόμενο χάσμα μεταξύ της απελευθέρωσης νέων βιοτεχνολογικών προϊόντων στις Ηνωμένες Πολιτείες και της έγκρισης των εν λόγω προϊόντων στην ΕΕ». Η Monsanto και άλλες εταιρείες βιοτεχνολογίας ελπίζουν ότι η συμφωνία ΤΤΙΡ/TAFTA μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προωθήσει την “διευθέτηση των εκκρεμοτήτων για τα GTO προϊόντα που αναμένουν έγκριση/επεξεργασία”.

Η επίθεση είναι εξίσου έντονη πάνω στην προσωπική ζωή. Ο Ψηφιακός Εμπορικός Συνασπισμός, μια ομάδα εταιρειών υψηλής τεχνολογίας και διαδικτύου, έχει ενθαρρύνει τους διαπραγματευτές της συμφωνίας ΤΤΙΡ/TAFTA να εξασφαλίσουν ότι οι πολιτικές απορρήτου των δεδομένων της ΕΕ δεν θα εμποδίσουν τη ροή των προσωπικών δεδομένων στις ΗΠΑ. 

Μετά τις πρόσφατες αποκαλύψεις για αδιάκριτα κατασκοπευτικά προγράμματα δεδομένων της Αμερικανικής Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (NSA), η δήλωση των εταιρειών τεχνολογίας ότι “η σημερινή απόφαση της ΕΕ, που λέει ότι οι ΗΠΑ δεν παρέχουν ‘επαρκή’ προστασία της ιδιωτικής ζωής, δεν είναι λογική” φαίνεται ιδιαίτερα εξοργιστική. Το Συμβούλιο των ΗΠΑ για την διεθνή επιχειρηματικότητα, που περιλαμβάνει εταιρείες όπως η Verizon που έχουν διαχειριστεί τεράστιες ποσότητες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την NSA, δήλωσε: “Η συμφωνία θα πρέπει να επιδιώξει να περιορίσει εξαιρέσεις, όπως η ασφάλεια και η προστασία της ιδιωτικής ζωής, ώστε να εξασφαλιστεί ότι δεν θα χρησιμοποιούνται ως συγκεκαλυμμένα εμπόδια κατά του εμπορίου.”

Η ασφάλεια των τροφίμων είναι επίσης ένας στόχος. Η βιομηχανία κρέατος στις ΗΠΑ επιδιώκει να χρησιμοποιήσει τη συμφωνία ΤΤΙΡ/TAFTA για να αφαιρέσει την απαγόρευση της ΕΕ που αφορά την εμβάπτιση του κρέατος σε χλώριο μετά τη σφαγή. 

Η Βορειοαμερικανική Ένωση Κρέατος εκφράζει την δυσαρέσκεια της για το ότι “μόνο η χρήση νερού και ατμού επιτρέπεται σε σφάγια κρέατος από την ΕΕ”. Η εταιρία Restaurants International, που είναι ιδιοκτήτης της Kentucky Fried Chicken, ζητά ρητά να χρησιμοποιηθεί η συμφωνία ΤΤΙΡ/TAFTA για να αλλάξουν τα πρότυπα ασφαλείας τροφίμων της ΕΕ, ώστε οι Ευρωπαίοι να μπορούν να αγοράζουν χλωριωμένο KFC. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κρέατος διαμαρτύρεται ότι “η ΕΕ συνεχίζει να διατηρεί αδικαιολόγητη απαγόρευση για το κρέας που παράγεται με τεχνολογίες beta-agonist, όπως η υδροχλωρική ρακτοπαμίνη.”

Η ρακτοπαμίνη είναι φάρμακο που χρησιμοποιείται για την αύξηση του όγκου του άπαχου κρέατος σε χοίρους και βοοειδή. Λόγω των κινδύνων που εγκυμονεί για την υγεία ζώων και καταναλωτών, έχει απαγορευτεί σε 160 χώρες, μεταξύ τους και τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., η Ρωσία και η Κίνα. Για τον αμερικανικό όμιλο παραγωγής χοιρινού κρέατος, το προστατευτικό αυτό μέτρο αποτελεί διατάραξη του ελεύθερου ανταγωνισμού, στην οποία η συμφωνία ΤΤΙΡ/TAFTA πρέπει επειγόντως να δώσει τέλος:

 “Οι αμερικανικές εταιρείες παραγωγής χοιρινού κρέατος δεν θα αποδεχθούν άλλο αποτέλεσμα παρά την άρση της ευρωπαϊκής απαγόρευσης της ρακτοπαμίνης”, απειλεί το Εθνικό Συμβούλιο Παραγωγών Χοιρινού Κρέατος (National Pork Producers Council, NPPC). Στο μεταξύ, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι βιομήχανοι που συμμετέχουν στο BusinessEurope καταγγέλλουν “τα εμπόδια που επηρεάζουν τις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ο αμερικανικός νόμος περί διατροφικής ασφάλειας”. Πράγματι, από το 2011, ο συγκεκριμένος νόμος δίνει τη δυνατότητα στις υπηρεσίες ελέγχου να αποσύρουν από την αγορά τα μολυσμένα εισαγόμενα προϊόντα. Οι διαπραγματευτές της ΤΤΙΡ/TAFTA δέχονται εκκλήσεις να εξουδετερώσουν και αυτή τη διάταξη.

Η Airlines for America (A4A), o μεγαλύτερος σύνδεσμος των Αμερικανικών εταιρειών αερομεταφορών, συνέταξε κατάλογο “άχρηστων διατάξεων, οι οποίες προκαλούν σημαντική ζημιά στη βιομηχανία” τους, τις οποίες ελπίζουν ότι η ΤΤΙΡ/TAFTA μπορεί να καταργήσει. Στην πρώτη θέση βρίσκεται το Eυρωπαϊκό σύστημα ανταλλαγής ποσοστώσεων εκπομπής αερίων, το οποίο υποχρεώνει τις αεροπορικές εταιρείες να πληρώνουν για το διοξείδιο του άνθρακα που εκπέμπουν. Η Α4Α απαιτεί την οριστική κατάργησή του στο όνομα της “προόδου”.

Επιστροφή στον Θατσερισμό

Αλλά ο πιο αποφασισμένος εχθρός των ρυθμίσεων είναι ο χρηματοπιστωτικός τομέας. Πέντε χρόνια μετά την εκδήλωση της κρίσης των subprime, οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι διαπραγματευτές έχουν συμφωνήσει ότι οι προθέσεις ρύθμισης της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας πρέπει να αποτελέσουν παρελθόν. Το θεσμικό πλαίσιο που θέλουν να θέσουν σε εφαρμογή προβλέπει την άρση κάθε δικλείδας ασφαλείας όσον αφορά τις επικίνδυνες τοποθετήσεις και την παρεμπόδιση των κυβερνήσεων να ελέγχουν τον όγκο, τον χαρακτήρα ή την προέλευση των χρηματιστηριακών προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά. Ουσιαστικά, πρόκειται για την οριστική εγκατάλειψη της λέξης “ρύθμιση”.

Από πού πηγάζει αυτή η θεαματική επιστροφή στον Θατσερισμό; Η Ένωση Γερμανικών Τραπεζών, εκφράζει τις “ανησυχίες” της σχετικά με την (δειλή) μεταρρύθμιση της Γουόλ Στριτ, μετά την οικονομική κρίση του 2008. Ένα από τα μέλη της Ένωσης είναι η Deutsche Bank, η οποία το 2009, εισέπραξε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια από την Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα, σε αντάλλαγμα τίτλων που στηρίζονταν σε ενυπόθηκα δάνεια. 

Ο γερμανικός τραπεζικός γίγαντας θέλει να τελειώνει με τη ρύθμιση Βόλκερ, τον ακρογωνιαίο λίθο της μεταρρύθμισης της Γουόλ Στριτ, ρύθμιση που, σύμφωνα με τη γερμανική τράπεζα, φορτώνει “τεράστιο βάρος στις μη αμερικανικές τράπεζες”. Η Insurance Europe, αιχμή του δόρατος των Ευρωπαϊκών ασφαλιστικών εταιρειών, εύχεται, από την πλευρά της, η ΤΤΙΡ/TAFTA να “καταργήσει” τις εγγυήσεις που αποτρέπουν τον κλάδο από περιπέτειες σε τοποθετήσεις υψηλού κινδύνου.

Το Φόρουμ Ευρωπαϊκών Υπηρεσιών, άλλη μια οργάνωση στην οποία είναι μέλος και η Deutsche Bank, κινείται δραστήρια στους διαδρόμους των διατλαντικών διαπραγματεύσεων, ώστε οι Αμερικανικές υπηρεσίες ελέγχου να πάψουν να αναμιγνύονται στις υποθέσεις των μεγάλων ξένων τραπεζών που λειτουργούν στο έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών. 

Η αμερικανική πλευρά ελπίζει κυρίως ότι η ΤΤΙΡ/TAFTA θα θάψει για τα καλά το Ευρωπαϊκό σχέδιο φορολόγησης των χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Η υπόθεση αυτή φαίνεται να έχει κριθεί, με την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να θεωρεί ότι ο φόρος αυτός δεν συνάδει με τους κανονισμούς του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Καθώς η υπερατλαντική ζώνη ελεύθερου εμπορίου υπόσχεται έναν ακόμα πιο αχαλίνωτο νεοφιλελευθερισμό απ’ ότι ο ΠΟΕ, και από τη στιγμή που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) αντιτίθεται συστηματικά σε κάθε μορφής έλεγχο στις κινήσεις κεφαλαίων, ο φόρος Τόμπιν δεν απασχολεί ιδιαίτερα κανέναν στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η απορρύθμιση δεν αφορά μόνο τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η ΤΤΙΡ/TAFTA επιδιώκει να ανοίξει στον ανταγωνισμό όλους τους “αόρατους” κλάδους και τους κλάδους δημοσίου συμφέροντος. Τα κράτη που θα υπογράψουν τη συμφωνία ΤΤΙΡ/TAFTA θα υποχρεωθούν όχι μόνο να υποτάξουν τις δημόσιες υπηρεσίες τους στην εμπορευματική λογική, αλλά και να παραιτηθούν οποιουδήποτε δικαιώματος επέμβασης στους ξένους παρόχους υπηρεσιών που εποφθαλμιούν τις αγορές τους. Τα πολιτικά περιθώρια ελιγμών σε υγεία, ενέργεια, παιδεία, νερό ή μεταφορές θα εξανεμιστούν. Ο εμπορικός πυρετός δεν προσπερνά ούτε τη μετανάστευση, αφού οι εμπνευστές της ΤΤΙΡ/TAFTA υφαρπάζουν την αρμοδιότητα εφαρμογής κοινής πολιτικής στα σύνορα – αναμφίβολα για να διευκολύνουν την είσοδο όσων έχουν ένα προϊόν ή μια υπηρεσία να πουλήσουν σε βάρος των υπολοίπων.

Τους τελευταίους μήνες, ο ρυθμός των διαπραγματεύσεων επιταχύνεται. Στην Ουάσινγκτον, έχουν σοβαρούς λόγους να πιστεύουν ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι έτοιμοι για οτιδήποτε μπορεί να τονώσει την οικονομική ανάπτυξη που καρκινοβατεί, ακόμη κι αν το τίμημα είναι η εγκατάλειψη του κοινωνικού συμβολαίου. 

Το επιχείρημα των υποστηρικτών της ΤΤΙΡ/TAFTA, σύμφωνα με το οποίο το απορρυθμισμένο, ελεύθερο εμπόριο θα διευκολύνει τις εμπορικές συναλλαγές και, επομένως, θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας, φαίνεται να βαρύνει περισσότερο από τον φόβο ενός κοινωνικού σεισμού. Οι ισχύοντες τελωνειακοί φραγμοί μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών είναι, πάντως, “ήδη πολύ χαμηλοί”, όπως αναγνωρίζει ο Αμερικανός αντιπρόσωπος σε θέματα Εμπορίου. Οι ίδιοι οι πρωτεργάτες της ΤΤΙΡ/TAFTA παραδέχονται ότι κύριος στόχος τους δεν είναι να ελαφρύνουν τους, έτσι κι αλλιώς ασήμαντους, τελωνειακούς περιορισμούς, αλλά να επιβάλλουν “την εξαφάνιση, τον περιορισμό ή την αποτροπή περιττών εθνικών πολιτικών”, όπως εγχώριες ρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα, πολιτικές για την κλιματική αλλαγή, ορισμένα στάνταρτς ασφάλειας τροφίμων και κανόνες ασφαλείας προϊόντων.

Οι ελάχιστες μελέτες σχετικά με τις συνέπειες της ΤΤΙΡ/TAFTA δεν στέκονται καθόλου στις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Μια έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας (European Centre for international political Economy, Ecipe), η οποία αναφέρεται συχνά, διαβεβαιώνει ότι η ΤΤΙΡ/TAFTA θα αποφέρει επιπλέον κατά κεφαλήν εισόδημα 3 λεπτών του δολαρίου την ημέρα, από το 2029 και μετά.

Παρά την αισιοδοξία της, η ίδια μελέτη υπολογίζει μόνο σε 0,06% την αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) σε Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες με την έναρξη ισχύος της ΤΤΙΡ/TAFTA. Και αυτό το “αποτέλεσμα” είναι σε μεγάλο βαθμό εκτός πραγματικότητας, στο μέτρο που οι συντάκτες της μελέτης έχουν ως αρχή ότι το ελεύθερο εμπόριο προσδίδει “δυναμισμό” στην οικονομική ανάπτυξη, θεωρία που διαψεύδεται διαρκώς από τα γεγονότα. Ορισμένοι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι η πέμπτη έκδοση του iPhone της Apple προκάλεσε στις Ηνωμένες Πολιτείες οκτώ φορές σημαντικότερη αύξηση του ΑΕΠ, από την εκτιμώμενη επίδραση της TTIP/TAFTA.

Σχεδόν όλες οι μελέτες για την ΤΤΙΡ/TAFTA έχουν χρηματοδοτηθεί από ιδρύματα που διάκεινται ευνοϊκά προς το ελεύθερο εμπόριο ή από εργοδοτικές οργανώσεις, λόγος για τον οποίο το κοινωνικό κόστος της συμφωνίας δεν εμφανίζεται πουθενά, όπως και τα άμεσα θύματά της, τα οποία, όμως, θα μπορούσαν να ανέλθουν σε εκατοντάδες εκατομμύρια πολίτες. 

Πάντως, το παιχνίδι δεν έχει ακόμη κριθεί. Όπως έδειξαν οι δυσάρεστες περιπέτειες της MAI, της FTAA και ορισμένων γύρων διαπραγματεύσεων του ΠΟΕ, η χρησιμοποίηση του εμπορίου για την εξάρθρωση της κοινωνικής προστασίας και την εγκαθίδρυση της χούντας των επιχειρηματιών, μπορεί να αποτραπεί.

http://www.counterpunch.org/2013/12/06/the-corporate-invasion/

http://mondediplo.com/2013/12/02tafta

http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php?article489

http://www.avaaz.org/en/no_champagne_for_monsanto_loc_greek/?tcGQefb

failedevolution.blogspot.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *