Η ελληνική οφσόρ οικονομία εξαπλώνεται και στον δημόσιο τομέα, συγκεκριμένα στις αμυντικές δαπάνες. Πέρυσι ο πρώην υπουργός Αμυνας Ακης Τσοχατζόπουλος συνελήφθη και φυλακίστηκε
κατηγορούμενος ότι έλαβε μίζες μέσω υπεράκτιων εταιρειών που συνδέονταν με συνεργάτες και γνωστούς του. Ο Τσοχατζόπουλος αρνείται όλες τις κατηγορίες, ενώ η δίκη του αρχίζει αυτόν τον μήνα.
Τα στοιχεία της ICIJ αποκαλύπτουν ότι μια επιχείρηση οπλικών συστημάτων που έχει αναλάβει έργα για την ελληνική Πολεμική Αεροπορία συνδέεται στενά με αδιαφανείς οντότητες στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους. Η Interoperability Systems International Hellas ΑΕ (ISI) ήταν μία από τις εταιρείες που ανακοινώθηκε ότι συμμετείχαν στο πρόγραμμα αντισταθμιστικών ωφελημάτων ενός συμβολαίου ύψους 242 εκατομμυρίων δολαρίων για την παραγωγή συστημάτων προστασίας των ελληνικών F-16. Η ISI παρείχε επίσης ηλεκτρονικό εξοπλισμό και λογισμικό για το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ και έχει συνεργαστεί με διάφορα κράτη ανά τον πλανήτη.
Το 2003, όταν υπογράφτηκε το συμβόλαιο για τα F-16, μια υπεράκτια εταιρεία με την επωνυμία Bounty Investments Ltd. και έδρα τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους κατείχε το 33% της ISI. Οι μέτοχοι της εν λόγω οφσόρ Ντέιβιντ Ανταμς, Γιόχαν Μπόσκεμπερ, Γκέραρντ Μάζενιερ, Χάινζ Γουίντερ και Ντέιβιντ Ταμ ήταν επίσης ανώτερα στελέχη της ISI.
Ομως, η υπεράκτια εταιρική διάρθρωση εμφάνιζε άλλο ένα επίπεδο: σύμφωνα με τα στοιχεία που αποκτήθηκαν από τη Διεθνή Σύμπραξη Ερευνητών Δημοσιογράφων, η Bounty Investments ήταν μέτοχος μιας άλλης οφσόρ με έδρα τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους η οποία ονομαζόταν Interoperability Systems International Ltd. – είχε δηλαδή την ίδια σχεδόν επωνυμία με την ελληνική ανώνυμη εταιρεία. Ενας από τους διευθυντές της ISI των Βρετανικών Παρθένων Νήσων ήταν ο Νικόλαος Παπάτσας, σημερινός πρόεδρος της ελληνικής ISI.
Υπήρχε και μια τρίτη, ακόμη πιο αδιαφανής εταιρεία: η Belchamps Management Limited, για την οποία επί χρόνια χρησιμοποιούνταν μη ονομαστικές μετοχές – το οποίο σήμαινε ότι οι κάτοχοι των μετοχών δεν ήταν πουθενά επισήμως καταγεγραμμένοι.
Το 2005 η Commonwealth Trust Limited, εταιρεία υπηρεσιών για οφσόρ στην οποία επιβλήθηκαν από τις Αρχές των Βρετανικών Παρθένων Νήσων κυρώσεις για τους ελλιπείς ελέγχους της όσον αφορά το ξέπλυμα χρήματος, ανέλαβε τη διαχείριση των τριών προαναφερθεισών υπεράκτιων εταιρειών.
Υπό τη διοίκηση της CTL, οι τρεις οφσόρ έγιναν ακόμη πιο αδιαφανείς. Τον Ιανουάριο του 2005 η Σάρα Πίτερ-Μίαρς, Βρετανίδα που ενεργεί ως εντεταλμένη διευθύντρια για 1.200 εταιρείες σε Καραϊβική, Μεγάλη Βρετανία, Νέα Ζηλανδία και Ιρλανδία, έγινε διευθύντρια και μέτοχος των Bounty Systems Ltd., Interoperability Systems International Ltd. και Belchamps Management Limited.
Από τις τρεις υπεράκτιες με έδρα τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους μόνο η μία εμφανίζεται στη λίστα των αλλοδαπών και οφσόρ εταιρειών που διατηρεί το υπουργείο Οικονομικών και εξέτασε η ICIJ.
Ενας δικηγόρος της ISI Hellas AE, ο Νίκος Καράμπελας, είπε ότι η Bounty Investments κατέχει σήμερα το 40% της ελληνικής εταιρείας αμυντικού υλικού και ότι «έχει πλήρως ικανοποιήσει κάθε υποχρέωσή της προς τις ελληνικές φορολογικές Αρχές». Ο κ. Καράμπελας δήλωσε πως οι άλλες δύο εταιρείες με έδρα τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους είναι «ανενεργές». Είπε δε ότι η υπεράκτια ISI Ltd. δεν έχει φορολογικές υποχρεώσεις επειδή ποτέ δεν διέθετε μία από τις εταιρείες που ανακοινώθηκε ότι συμμετείχαν στο πρόγραμμα αντισταθμιστικών ωφελημάτων ενός συμβολαίου ύψους 242 εκατομμυρίων δολαρίων για την παραγωγή συστημάτων προστασίας των ελληνικών F-16. Η ISI παρείχε επίσης ηλεκτρονικό εξοπλισμό και λογισμικό για το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ και έχει συνεργαστεί με διάφορα κράτη ανά τον πλανήτη κεφάλαια.
Υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν ότι οι εταιρείες αμυντικού υλικού δεν θα έπρεπε να αποτελούν μέρος τής – σε μεγάλο βαθμό – ανεξέλεγκτης υπεράκτιας οικονομίας. «Οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση συμβατική σχέση μεταξύ υπουργείων Αμυνας και υπεράκτιων εταιρειών κάθε μορφής πρέπει να καταδικαστεί, έστω και για λόγους διαφάνειας, καθώς πρόκειται για έναν τομέα που βρίθει καταγγελιών περί διαφθοράς» είπε ο οικονομολόγος, πρώην γενικός διευθυντής Εξοπλισμών στο υπουργείο Αμυνας Ευάγγελος Βασιλάκος.
Πηγή: Τα Νέα