Με κύρια άρθρα τους, δυο μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες προβάλλουν τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Οι «New York Times», με αφορμή…
Οι «New York Times» σημειώνει ότι, την περασμένη Δευτέρα, η Ελλάδα και οι χρηματοπιστωτικοί επόπτες της συμφώνησαν για τους όρους συνέχισης των δανειακών πληρωμών. Η συμφωνία αποτελεί αιτία ανακούφισης, χωρίς αυτήν η Ελλάδα θα χρεοκοπούσε. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, δεν συνιστά λόγο εορτασμού, στην πραγματικότητα είναι ακριβώς το αντίθετο..
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, σύμφωνα με τη σύνταξη της εφημερίδας, η Ελλάδα πρέπει αυτή την στιγμή να εφαρμόσει οδυνηρές μεταρρυθμίσεις, ωστόσο η προϋπόθεση γι’ αυτές τις μεταρρυθμίσεις δεν είναι η λιτότητα, όπως απαιτείται στη συμφωνία, αλλά η οικονομική ανάκαμψη.
Στη συνέχεια, διατυπώνεται η άποψη ότι η Ελλάδα βρίσκεται ήδη σε κρίσιμη κατάσταση και η συμφωνία της Δευτέρας απλώς θα επιδεινώσει τα πράγματα. Η χρόνια λιτότητα και η οικονομική ύφεση έχουν δηλητηριάσει την πολιτική ζωή στην Ελλάδα, έχουν καταστήσει άνεργο έναν στους τέσσερις Έλληνες εργαζόμενους (και σχεδόν 2 στους 3 νέους), ενώ έχουν διαρρήξει το δίκτυο κοινωνικής ασφάλειας στη χώρα, επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
Αυτές οι θυσίες, όπως υποστηρίζεται, έχουν καταπνίξει τις επενδύσεις και έχουν κατασπαταλήσει ανθρώπινους πόρους. Οι εμπειρογνώμονες δηλώνουν ότι υπάρχουν λίγες πιθανότητες οι περαιτέρω θυσίες να αναστήσουν την ελληνική οικονομία ή να καταστήσουν βιωσιμότερο το ελληνικό χρέος. Ωστόσο, αυτό είναι ότι ακριβώς διατείνονται για μια ακόμη φορά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ.
Στο κύριο άρθρο τους οι «New York Times» αναφέρονται ι επίσης ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς αισθάνθηκε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να το αποδεχθεί. Συμφώνησε λοιπόν να περικόψει τους μισθούς και να καταργήσει 15.000 θέσεις εργασίας στο δημόσιο τομέα, όχι μέσω συνταξιοδοτήσεων ή παραιτήσεων, αλλά απολύοντας τους κατόχους των θέσεων αυτών, όπως σημειώνεται.
Ο ελληνικός δημόσιος τομέας είναι διογκωμένος, αναποτελεσματικός και μαστίζεται από πελατειακές σχέσεις, όπως τονίζεται, ενώ σαφώς χρήζει μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο ενός ευρύτερου προγράμματος οικονομικής ανανέωσης και ανάκαμψης.
Ωστόσο, το να διώχνεις χιλιάδες εργαζόμενους, όταν το ποσοστό ανεργίας είναι 27% δεν αποτελεί τον ενδεδειγμένο δρόμο για μια πραγματική μεταρρύθμιση, ιδιαίτερα όταν αυτό συμβαίνει κατόπιν των εντολών ξένων τραπεζιτών. Ο τελευταίος αυτός γύρος περικοπών στο δημόσιο τομέα, τον περασμένο μήνα, όταν έπαυσε η λειτουργία του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού φορέα, είχε πολύ αρνητικά αποτελέσματα και σχεδόν κατακερμάτισε την εύθραυστη κυβέρνηση συνασπισμού του κ. Σαμαρά, εκτιμά η σύνταξη της εφημερίδας.
Επίσης, η συμφωνία της Δευτέρας, όπως επισημαίνεται, καλεί για ένα ασταθές πρόγραμμα καταβολής πληρωμών που θα επιτρέψει στους πιστωτές να αναβάλουν τις δανειακές δόσεις εάν η Ελλάδα δεν συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις της έως τις 19 Ιουλίου. Εν συντομία, όσο πιο αβάσιμη γίνεται η λιτότητα ως φάρμακο για την οικονομία, τόσο λιγότερο αμφισβητείται ως πολιτική φόρμουλα.
Ο πιο σταθερός υποστηρικτής της, η Γερμανίδα καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ, ετοιμάζεται για νέες εκλογές αυτόν τον Σεπτέμβριο και είναι πολύ απίθανο να αλλάξει τη συμπεριφορά της -που είναι δημοφιλής στους Γερμανούς φορολογούμενους- πριν τις εκλογές. Ούτε επίσης είναι πιθανόν να αλλάξει συμπεριφορά η κα Μέρκελ σε περίπτωση επανεκλογής της, σύμφωνα με το άρθρο.
Τέλος, επισημαίνεται ότι άλλοι πιστωτές, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, φαίνονται να ανησυχούν περισσότερο από το προφανές ότι η λιτότητα έχει επιφέρει πραγματική καταστροφή στην ελληνική οικονομία. Αλλά αυτή η συνειδητοποίηση μέχρι στιγμής δεν έχει προκαλέσει αλλαγή πολιτικής ή ανακούφιση στους Έλληνες που υποφέρουν.
«Η επερχόμενη διαγραφή του ελληνικού χρέους»
Το κύριο άρθρο της «Wall Street Journal» έχει τον τίτλο: «Η επερχόμενη διαγραφή του ελληνικού χρέους» και υπότιτλο: «Η ΕΕ δεν πρόκειται να πάρει ποτέ τα χρήματά της πίσω».
Σύμφωνα με τη σύνταξη της εφημερίδας, η συμφωνία της Δευτέρας για τη συνέχιση του δανεισμού της ελληνικής κυβέρνησης ήταν το εύκολο έργο για την Ευρώπη. Η ΕΕ και το ΔΝΤ δεν ξόδεψαν τρία χρόνια και πάνω από 200 δις ευρώ για να αφήσουν τώρα την χώρα μετέωρη.
Το δύσκολο έργο είναι να πάρουν τα χρήματά τους πίσω, όπως τονίζεται: Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκαγκ Σόιμπλε και η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, έχουν χαιρετήσει ενίοτε τα «επιτεύγματα» της Αθήνας, όπως αυτά παρουσιάζονται.
Παρ’ όλα αυτά το χρέος της Ελλάδας σε σχέση με το ΑΕΠ της ανήλθε στο 157% στα τέλη του προηγούμενου έτους, ακόμη και μετά την αναδιάρθρωση που μείωσε δραστικά την αξία του χρέους που κατείχαν οι ιδιώτες. Το 2012, το δημόσιο έλλειμμα ήταν στο 10% σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας, παράλληλα με ένα ποσοστό ανεργίας της τάξης του 26,8%, την πενταετή συρρίκνωση του ΑΕΠ και την περαιτέρω ύφεση του 4,4% που αναμένεται για το τρέχον έτος.
Όλα αυτά υπογραμμίζουν αυτό που γίνεται σιγά-σιγά σαφές ακόμη και στις Βρυξέλλες και στη Φραγκφούρτη: Η Ελλάδα δεν πρόκειται να αποπληρώσει ποτέ τα χρήματα που της δάνεισαν για να την «σώσουν».
Η τρέχουσα συζήτηση για το εάν η Ελλάδα έχει κάνει αρκετά μέσω των μεταρρυθμίσεων, της αύξησης των φόρων και της περικοπής δαπανών ώστε να κερδίσει την επόμενη δόση του σχεδίου διάσωσης, δεν έχει πολύ μεγάλο νόημα. Εάν η Ελλάδα αφεθεί μόνη της ή απομακρυνθεί, οι πιστωτές της στην Ευρωζώνη θα χάσουν τα χρήματά τους. Αυτό το γνωρίζουν σίγουρα τόσο οι Έλληνες, όπως και οι Γερμανοί.
Γνωρίζουν επίσης ότι το ποσοστό του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας είναι πολύ χειρότερο συγκριτικά με την περίοδο έναρξης των δανείων, όταν το χρέος της ανέρχονταν μόλις στο 129% του ΑΕΠ, και γι’ αυτό η όποια συζήτηση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους της Ελλάδας μοιάζει με ανέκδοτο.
Η Άγγελα Μέρκελ δήλωσε από την αρχή ότι ένας από τους στόχους της ήταν να καταστήσει το δάνειο τόσο επαχθές, ώστε κανείς άλλος να μην επεδίωκε κάτι ανάλογο. Αποστολή εξετελέσθη: Όλοι απεύχονται τη μοίρα της Ελλάδας για τους ίδιους και η ελληνική εμπειρία έκανε την επιλογή ενός δανείου, πολύ λιγότερο ελκυστική για τις λοιπές χώρες της ευρωζώνης.
Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με το άρθρο της εφημερίδας, υπάρχει η άποψη στη Βόρεια Ευρώπη ότι χωρίς αυτή τη συνεχή πίεση, η Αθήνα μπορεί να οπισθοχωρήσει στους παλιούς κακούς της τρόπους και ότι οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ.
Στην πραγματικότητα, οι μεταρρυθμίσεις στην Αθήνα ήταν βεβιασμένες και ανεπαρκείς, παρά την υποτιθέμενη πίεση. Ωστόσο, η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα που συνοδεύει κάθε διαδοχική αναθεώρηση του ελληνικού δανείου και η διαρκής (αν και απίθανη) απειλή ότι οι πιστωτές της Αθήνας θα αποχωρήσουν εάν δεν εκπληρωθούν οι όροι που έχουν θέσει, δεν ωφελούν την ιδιωτική οικονομία στην Ελλάδα. Ούτε η διαχείριση της ελληνικής οικονομίας από το Βερολίνο, τις Βρυξέλλες και τη Φραγκφούρτη παρήγαγε μια οικονομική αναγέννηση. Αντιθέτως, επιδείνωσε τη δυσλειτουργία και την ξενοφοβία της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα.
Για την Ελλάδα, το τέλος αυτής της διάσωσης δεν θα έρθει αρκετά σύντομα. Και το τέλος μπορεί να χρειαστεί να ξεκινήσει με την αναγνώριση ότι το να δανείσεις στην Ελλάδα το αντίστοιχο του 100% του ΑΕΠ της, προκειμένου η χώρα να αντιμετωπίσει τα υπερβολικά προβλήματα χρέους, δεν επρόκειτο ποτέ να λειτουργήσει όπως ήταν αρχικά η πρόθεση.
Η διαγραφή των χρεών για την Ελλάδα θα ήταν δύσκολη από πολιτικής απόψεως -ένας λόγος για τον οποίο η Άγγελα Μέρκελ δεν επιθυμεί καν να συζητήσει το θέμα παρά μόνο μετά τις γερμανικές εκλογές τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Θα ήγειρε ερωτήματα για την ισότιμη μεταχείριση χωρών όπως η Ιρλανδία, η οποία αντιμετωπίζει ένα εξοντωτικό βάρος ευρωπαϊκού χρέους. Και η Ελλάδα είναι υπεύθυνη για την εμπλοκή της σ’ αυτήν την οικτρή κατάσταση εξαρχής.
Τέλος, υποστηρίζεται ότι την ίδια στιγμή, η Ελλάδα και οι εταίροι της στην ευρωζώνη μοιράζονται την ευθύνη για το καταστροφικό από οικονομικής απόψεως, αποτέλεσμα του δανείου. Η Ελλάδα δεν θα έπρεπε μόνη της να επωμιστεί το κόστος αυτού που έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό ένα κοινό λάθος. Είναι καιρός να εξεταστεί το ενδεχόμενο διαγραφής ενός μεγάλου μέρους του δημόσιου χρέους της χώρας, ακριβώς όπως οι πιστωτές του ιδιωτικού τομέα υπέστησαν αναδιάρθρωση για το ελληνικό χρέος τον περασμένο χρόνο.