γράφει ο αρισταρχος
“…ήξερε πως η γοργόνα που ονειρεύτηκε… δεν θα του κανε ποτέ το χατίρι…”…
Αυτό το ταξίδι το φοβόταν εδώ και πολύ καιρό. Και στο τέλος δεν το απέφυγε ήδη γινόταν. Ήταν ένα ταξίδι επιστροφής σε ότι εδώ και σαράντα χρόνια πάσχιζε να λησμονήσει.
Τόπε για πείσμα, για διέξοδο, και το κανε. Όταν όμως κάτι δεν έρχεται από το οικογενειακό θυμικό δύσκολα το αποδέχεσαι κι ας το έκανες για πείσμα ή γιατί απλά σε γοήτεψε η ιδέα του. Της θάλασσας δεν της φτάνει μονάχα η αγάπη θέλει και κάποια βιώματα παιδικά, ακούσματα ζωής για να σε δεχτεί δικό της, αδερφό της. Τα αγνόησε όλα και από πείσμα πήγε να σπουδάσει την θάλασσα. Μύγα μες το γάλα ο ανατέλων θαλασσοεργάτης ανάμεσα στους στεργιανούς, στους ορεσείβιους. Δεν πτοήθηκε όμως και μόνο από περηφάνια προχώρησε για νάχει στα είκοσι ένα τον τίτλο τζόβανου, υποψήφιου πλοίαρχου.
Εδώ ξεκινούσαν τώρα τα δύσκολα που θάπρεπε να βγει στο μπάρκο χωρίς να τόχε δει να τόχε ακούσει. Μονάχα κάποια περίπου ακαταλαβίστικα λόγια της πλώρης, θαλασσογραφίες Καρκαβίτσα διαβασμένα πέντε κι έξη φορές. Ήταν έτοιμος, ξαναμμένος και το μόνο που χρειάζονταν ένα μικρό σπρώξιμο που όμως δεν έρχονταν από πουθενά. Πάλευε με ορατά κι αόρατα να τα παραμερίσει και να ορίσει αυτός τη μοίρα του μέσα στο θαλασσοστοιχειό. Και σχεδόν τα κατάφερε. Έβγαλε ναυτικό φυλλάδιο, διαβατήριο και βρήκε μπάρκο. Ένα μινεράλι Ελλάδα Αμερική. Τίποτε πιο ιδανικό. Πρώτη του μήνα μέρα Σάββατο έφευγε! Έκανε εκείνο το παραπάνω και τώρα όλα ήταν μια αναμονή πέντε ημερών!
Τόπε στην δύστυχη την μάνα. Όλες οι μάνες που τα παιδιά τους φεύγουν για τις θάλασσες γίνονται δυστυχισμένες. Και κείνη δεν τούπε τίποτε παρά του ζήτησε μια υπόσχεση. Να δούλευε, πριν φύγει, για μόνο τρεις μέρες σε κάποιο εργοστάσιο. Μεγάλο το χατίρι της, μεγάλη και η αδυναμία που της είχε.
Αλλοίμονο, το Σάββατο δεν έβρισκε στην νεανική του ψυχούλα κανένα έρισμα για να το ταξιδέψει σε μέρη μακρινά σκίζοντας θάλασσες κι ωκεανούς. Έκανε να περάσει από το λιμάνι δυό χρόνια. Οι τρεις μέρες στο εργοστάσιο έγιναν τριάντα τρία χρόνια και τα πτυχία, φυλλάδια και ότι άλλο μάζεψαν σκόνη και πολυκαιρία για να μιλούν για μπάρκα και ταξίδια που δεν έγιναν ποτέ. Άδικα όλα αυτά τα χρόνια έτρεχε με βάρκες και τρεχαντήρια να την παλεύει , να την λεηλατεί. Ήξερε πως η γοργόνα που ονειρεύτηκε σαν ήτανε πρωτοετής δεν θα τούκανε ποτέ το χατίρι να τον χαιρετήσει γιατί απλά την απαρνήθηκε. Αρνήθηκε τον κόσμο της.
Μέσα σ’ αυτά τα στεριανά χρόνια δεν τούφυγε στιγμή η αρμύρα από την γλώσσα. Μια αρμύρα που ώρες ώρες γινόταν πικρή σαν χολή και τούφερνε δάκρυα στα μάτια και βουβό κλάμα στην ψυχή του. Ένα τζούφιο όνειρο που πέρασε στην ανυπαρξία.
Γλυκιά μεθυστική η πόλη σε τραβάει με την ομορφιά της και την απλότητά της. Εδώ οι ρυθμοί πέφτουν και η ζωή τρέχει με φυσιολογική ταχύτητα. Δρόμοι απλοί, κίνηση απλή, άνθρωποι απλοί. Το αυτοκίνητο πάρκαρε μαλακά στην κόγχη της εισόδου της ναυτικής σχολής. Τον έβλεπε που βγήκε και περπατούσε στητός, ντελικανής για την πύλη.
Δεν ήταν και τόσο δύσκολο να τον ξεστρατίσει από αυτή την ιδέα, δηλαδή έτσι νόμισε. Τον έφερε να αγωνίζεται με σπουδές που έπρεπε να τις κάνει σαν καθημερινό φάρμακο. Κι αφού έκανε τον κύκλο του το πράμα γύρισε από κει που είχε ξεκινήσει… σάμπως νάχε ποτέ φύγει; Τα παράτησε όλα και φτου κι απ’ την αρχή. Το ξερε πως ο μικρός πέρα από την αγάπη του για το υγρό στοιχείο βουτούσε την ψυχή του μέσα στο δικό του μεγάλο ένα παράπονο.
Καλή τύχη παιδί μου. Καλοτάξιδος Νικόλα μου και ‘γω σου υπόσχομαι πως θάρχομαι στα όνειρά σου να σου κρατώ συντροφιά και συ να μου μιλάς για τα ταξίδια σου, για τα σχέδιά σου.
ΥΓ. Αν ποτέ δεις γοργόνα να σου κουνάει το χέρι μην την πιστέψεις. Είναι αυτή που σαγήνεψε τον μέγα Οδυσσέα, κι ας την είπαν Κίρκη. Είναι η παιδική κακία και είσαι το παιχνίδι τους. Να την προσέχεις και να τη σέβεσαι την θάλασσα. Είναι η άλλη διάσταση, ο άλλος ο κόσμος.