Γράφει ο Μαγια
Αδυσώπητο προβάλλει το ερώτημα, μετά την επεισοδιακή ολοκλήρωση του πρώτου κύκλου της διαπραγμάτευσης στον «λάκκο των λεόντων»: Και τώρα τι κάνουμε;
«Μόνη διέξοδος η φυγή προς τα εμπρός», απαντά ο υπεύθυνος οικονομικής πολιτικής του
ΣΥΡΙΖΑ, Γιάννης Μηλιός, «με όχημα τόσο τη ριζική μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, ώστε επιτέλους το κεφάλαιο να επωμιστεί τα βάρη που του αναλογούν, όσο και με την εξυγίανση της δημόσιας ζωής από τις έκνομες πρακτικές στις οποίες επιδίδεται μερίδα της ελληνικής ολιγαρχίας: Λαθρεμπορία πετρελαιοειδών και προϊόντων καπνού, ενδο-ομιλικές συναλλαγές, φοροδιαφυγή, καταχρηστική δανειοδότηση κλπ».
Στο εμπεριστατωμένο άρθρο του, που αναρτήθηκε στον ιστότοπό του και συνυπογράφεται από τους Καθηγητές Δημήτρη Σωτηρόπουλο και Σπύρο Λαπατσιώρα, τονίζει με έμφαση:
«Απαιτείται άμεσα μια νέα ορμητικότητα αλλαγών στο εσωτερικό της χώρας, έτσι ώστε να οικοδομηθούν σε νέες βάσεις οι συμμαχίες με τις κατώτερες τάξεις. Μεταφορικά, αυτό που λείπει και που δυστυχώς μοιάζει να απομακρύνεται με τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, είναι ένα εσωτερικό «μνημόνιο για τον πλούτο», με παράλληλη βελτίωση των όρων ζωής των λαϊκών τάξεων. Ο στόχος «να πληρώσει η ολιγαρχία» δεν ήταν ποτέ περισσότερο επίκαιρος».
Ο Γ. Μηλιός, οριοθετεί με απόλυτη σαφήνεια και αυστηρότητα το πεδίο άσκησης της κυβερνητικής πολιτικής, θέλοντας να δώσει δύναμη, κουράγιο κι ελπίδα, αλλά και διέξοδο στην αγωνία του πρωθυπουργού, όπως εκφράστηκε στην Κ,Ο. του κόμματος, πως «το αποτέλεσμα της συμφωνίας θα εξαρτηθεί και θα κριθεί από τον τρόπο που θα λειτουργήσουμε εμείς ως κυβέρνηση».
Επί πλέον, διατρανώνει την σταθερή προσήλωσή του στην προεκλογική δέσμευση του Α. Τσίπρα: «Έχω την αίσθηση ότι την επόμενη μέρα των εκλογών οι πιο σοβαρές συγκρούσεις θα γίνουν μέσα στη χώρα, και αυτές θα είναι με τη διαπλοκή».
Βέβαια, ο υπεύθυνος οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, δεν κρύβει τις εύλογες ανησυχίες του. Ασκώντας τεκμηριωμένη κριτική τόσο στην κυβέρνηση, όσο και στον Γιάννη Βαρουφάκη για τη Συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, την οποία χαρακτηρίζει ως «ένα πρώτο βήμα σε ολισθηρό έδαφος», αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η Συμφωνία καθορίστηκε τόσο από εξωτερικούς παράγοντες, το δεδομένο και γνωστό νεοφιλελεύθερο πλαίσιο των «θεσμών», όσο όμως και από εσωτερικούς, οι οποίοι τελικά έπαιξαν και τον καθοριστικό ρόλο». Επισημαίνοντας, ταυτόχρονα, ότι «εκείνο που καθόρισε την αναδίπλωση της ελληνικής πλευράς ήταν η στρατηγική πολιτική απόφαση για οικοδόμηση συμπαγών σχέσεων κοινωνικής εκπροσώπησης με εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που θεωρούν ως αδιανόητη τη διαταραχή της ‘ομαλότητας της αγοράς’, τη στιγμή που όλοι γνώριζαν τη σημασία και το χαρακτήρα της αναμέτρησης. Το συζητημένο σενάριο ενός bankrun οφείλει πάντα να εντάσσεται (και άρα να εξετάζεται, πέρα από τις επιμέρους τεχνικές αντιμετώπισης) στο πλαίσιο ενός κοινωνικού συσχετισμού δύναμης. Παράλληλα είναι αδιανόητο να υιοθετείται το επιχείρημα ότι συνέχεια μιας υποτιθέμενης ‘κατάρρευσης των τραπεζών’ θα ήταν η ‘έξοδος από το ευρώ’, ένα σενάριο μηδενικής πιθανότητας, που αποτέλεσε απλώς ‘επιχείρημα’ των κυβερνήσεων Παπανδρέου – Παπαδήμου – Σαμαρά για να αποδεχθεί η ελληνική κοινωνία τα Μνημόνια, και αποτελεί πάντα ‘όπλο’ ακραίων νεοφιλελεύθερων, τύπου Σόιμπλε».
Αίσθηση, ωστόσο, προκάλεσε η αφελής αντίδραση του κυβερνητικού εκπροσώπου. Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης, έσπευσε σε Μέσο της Διαπλοκής να χαρακτηρίσει «λάθος» την παρέμβαση του Γιάννη Μηλιού, όπως ακριβώς είχε κάνει λίγες μέρες ενωρίτερα, σχολιάζοντας ανάλογο άρθρο του Μαν. Γλέζου.