Οι γιατροί θα μπορούν σύντομα να κάνουν τη διάγνωση του καρκίνου μέσα σε λίγες ώρες, χάρη σε μία νέα, προηγμένη εξέταση, υποστηρίζουν βρετανοί επιστήμονες…
Η εξέταση αυτή μπορεί επίσης να αποκαλύψει τι είδους καρκίνο έχει κάθε ασθενής, ώστε να μπορεί να αρχίζει αμέσως η κατάλληλη θεραπεία.
Η εξέταση είναι μία μορφή απεικόνισης με φασματομετρία μάζας (Mass Spectrometry Imaging – MSI) και ουσιαστικά συγκρίνει τα ιστικά δείγματα των ασθενών με στοιχεία που είναι αποθηκευμένα σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή.
Ο υπολογιστής μπορεί να ανιχνεύσει χιλιάδες χημικές ουσίες για να αποφανθεί εάν σε ένα δείγμα υπάρχει καρκίνος ή όχι, καθώς τι τύπος καρκίνου είναι.
Όπως εξηγούν στην επιθεώρηση «PNAS» οι επινοητές της εξέτασης από το Imperial College του Λονδίνου (ICL), η μέθοδός τους λειτουργεί με μία ακτίνα που σαρώνει την επιφάνεια του ιστικού δείγματος και τη μετατρέπει σε ψηφιακή εικόνα.
Η εικόνα αυτή αναλύεται από τον υπολογιστή, ο οποίος ουσιαστικά αποτελεί μία ιστική βάση δεδομένων, για να συγκριθούν τα χαρακτηριστικά της με εκείνα των αποθηκευμένων ιστών.
«Από τα τέλη του 19ου αιώνα έως σήμερα, είναι σχετικά λίγες οι μεγάλες αλλαγές που έχουν γίνει στον τομέα της παθολογοανατομίας των ιστών», υποστήριξε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Τζέρεμι Νίκολσον, επικεφαλής του Τμήματος Χειρουργικής & Καρκίνου του ICL.
Και συνέχισε: «Η πολυπαραγοντική χημική απεικόνιση που επινοήσαμε μπορεί να αντιληφθεί την μη φυσιολογική χημεία των ιστών με μία και μόνη σάρωση. Αυτό συνιστά τεράστια εξέλιξη όσον αφορά το διαγνωστικό εύρος, ταχύτητα και κόστος – και μπορεί να αλλάξει τον τρόπο εκτέλεσης των βιοψιών».
«Η ουσιώδης διαφορά με τις μεθόδους που σήμερα χρησιμοποιούνται είναι ότι δεν βασίζεται στην δομή των ιστικών δειγμάτων, αλλά στη χημική σύστασή τους», πρόσθεσε ο συνάδελφός του δρ Ζόλταν Τακάτς.
«Επιπλέον, είναι ανεξάρτητη από τον χρήστη, καθώς βασίζεται αμιγώς σε αριθμητικά δεδομένα», πρόσθεσε.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η μέθοδος μπορεί επίσης να δώσει νέα ώθηση στις έρευνες για την βιολογία του καρκίνου, καθώς και για την ασφαλή επινόηση φαρμάκων.
Την έρευνα χρηματοδότησε το ICL, το Εθνικό Ίδρυμα Έρευνας της Υγείας (NIHR) της Βρετανίας και το Ευρωπαϊκό Ερευνητικό Συμβούλιο (ERC).
Πηγή : Web Only