Η συναισθηματική κακοποίηση περιλαμβάνει τη λεκτική κακοποίηση (δηλαδή φωνές, κατηγορίες και προσβολές), αλλά είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Έχει να κάνει με μία σειρά επαναλαμβανόμενων επεισοδίων που προσβάλλουν, απειλούν, απομονώνουν, υποβιβάζουν, εξευτελίζουν ή και ελέγχουν έναν άλλο άνθρωπο…
Μπορεί να περιλαμβάνει ένα μοτίβο μίας ή περισσοτέρων μορφών κακοποιητικής συμπεριφοράς: προσβολές, κριτική, επιθετικές απαιτήσεις, απειλές, απόρριψη, κατηγορία, συναισθηματική χειραγώγηση, έλεγχο, απομόνωση, τιμωρία.
Σκοπός της συναισθηματικής κακοποίησης είναι να υποβιβάζει τα συναισθήματα του ατόμου που την υφίσταται και να εκμηδενίσει την αυτοπεποίθησή του και την ανεξαρτησία του. Συχνά τα θύματα της συναισθηματικής κακοποίησης νιώθουν όταν δεν υπάρχει τρόπος να φύγουν από αυτή τη σχέση ή ότι χωρίς αυτόν που τα κακοποιεί δεν θα είναι τίποτα.
Μπορεί κανείς να πιστεύει ότι η σωματική κακοποίηση είναι πολύ χειρότερη από τη συναισθηματική, μίας και η σωματική βία είναι κάτι που φαίνεται, κάτι που μπορεί να στείλει το θύμα στο νοσοκομείο και να του αφήσει σημάδια. Όμως τα σημάδια της συναισθηματικής κακοποίησης είναι εξίσου πολύ αληθινά και πολύ βαθιά, μερικές φορές πιο βαθιά και από αυτά της σωματικής κακοποίησης.
Η συναισθηματική κακοποίηση καταστρέφει τον πυρήνα του ατόμου, γιατί επιτίθεται στο «είναι» του. Όσο πιο συχνή και μακροχρόνια είναι, τόσο περισσότερο τείνει να εσωτερικεύεται από το θύμα, αφήνοντάς το να νιώθει φοβισμένο, ασήμαντο, χωρίς αξία, συναισθηματικά ανικανοποίητο, αναξιόπιστο, αβοήθητο. Άτομα που υφίστανται συναισθηματική κακοποίηση πιστεύουν ότι οι άλλοι δεν τα αγαπάνε, και ότι τους αξίζει αυτό που περνάνε σαν να φταίνε τα ίδια, σαν αυτά να έκαναν κάτι κακό για το οποίο πρέπει να τιμωρηθούν.
Τα άτομα που κακοποιούν συναισθηματικά, έχουν διάφορες τακτικές και μεθόδους για να δείξουν τη δύναμή τους:
Κυριαρχία: Οι θύτες νιώθουν την ανάγκη να ελέγχουν τη σχέση. Αυτοί παίρνουν τις αποφάσεις για τον εαυτό τους και την οικογένειά τους, λένε στον άλλο τι να κάνει, και απαιτούν από τον άλλο να τους υπακούσει. Ο θύτης μπορεί να φέρεται στο θύμα σαν να είναι ο υπηρέτης του, ένα παιδί που δεν ξέρει, ή ακόμα και σαν να είναι κτήμα του.
Εξευτελισμός: Ο θύτης κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου το θύμα του να νιώσει άσχημα με τον εαυτό του, ανεπαρκές και ελλιπές με κάποιο τρόπο. Αν κάποιος πιστεύει για τον εαυτό του ότι δεν αξίζει και ότι κανένας άλλος δεν θα ασχολιόταν μαζί του, οι πιθανότητες να φύγει όταν ο άλλος του φέρεται εξευτελιστικά είναι ελάχιστες.
Οι προσβολές, οι υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί, η μπροστά σε τρίτους υποτίμηση του άλλου, είναι μερικά από τα όπλα του θύτη προκειμένου να καταστρέψει την αυτοπεποίθηση του θύματός του και να το κάνει να νιώσει τελείως αδύναμο.
Απομόνωση: Προκειμένου να καταφέρει να ελέγχει ακόμα περισσότερο το θύμα του, ο θύτης προσπαθεί να κόψει κάθε δεσμό που έχει το θύμα του με τον έξω κόσμο. Του απαγορεύει με κάποιο τρόπο να βλέπει την οικογένειά του ή τους φίλους του, ή ακόμα και να πηγαίνει στη δουλειά του ή στο σχολείο του.
Το θύμα καταλήγει να πρέπει να πάρει άδεια από το θύτη του, προκειμένου να κάνει οτιδήποτε, να πάει οπουδήποτε, ή και να δει οποιονδήποτε.
Απειλές: Ο θύτης συχνά χρησιμοποιεί απειλές για να εμποδίσει το σύντροφό του να φύγει. Μπορεί να τον απειλεί ότι θα προκαλέσει κακό ή ακόμα και ότι θα σκοτώσει τον ίδιο, ή τα παιδιά του, ή κάποιο μέλος της οικογένειάς του, ή ακόμα και ζώα. Μπορεί, επίσης, να απειλεί ότι θα αυτοκτονήσει ή και να πάει το θύμα του στο δικαστήριο προφασιζόμενος ψεύτικες κατηγορίες.
Εκφοβισμός: Ο θύτης μπορεί να υιοθετήσει μία πληθώρα τακτικών εκφοβισμού, για να υποτάξει το θύμα του. Μερικές τέτοιες τακτικές μπορεί να είναι να κοιτάει το θύμα απειλητικά, ή να κάνει κινήσεις απειλητικές, προσβλητικά πράγματα μπροστά στο θύμα, να καταστρέψει κάτι. Το μήνυμα που θέλει να περάσει είναι ότι αν δεν υπακούσει ο άλλος, θα υπάρχουν βίαιες συνέπειες.
Άρνηση και κατηγορία: Οι θύτες είναι εξαιρετικά καλοί στο να βρίσκουν δικαιολογίες για πράγματα που είναι αδύνατο κάποιος να τους συγχωρήσει. Μπορεί να αποδώσουν την κακοποιητική και βίαια συμπεριφορά τους στην κακή τους παιδική ηλικία, σε μία άσχημη μέρα που πέρασαν, ή ακόμα και στα ίδια τα θύματά τους.
Προσπαθούν πάντα να ελαχιστοποιήσουν την κακοποίηση ή και να αρνηθούν ότι συνέβη. Πολύ συχνά να ρίξουν την ευθύνη πάνω στο θύμα τους. Με κάποιο τρόπο για τη βίαιη συμπεριφορά τους θα φταίει το θύμα τους.
Ο θύτης μπορεί να ελέγξει τη συμπεριφορά του
Παρόλο που θα νόμιζε κανείς ότι η συναισθηματική κακοποίηση οφείλεται στην απουσία ελέγχου του θύτη, κάτι τέτοιο απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Η κακοποιητική συμπεριφορά είναι μία συνειδητή επιλογή του θύτη προκειμένου να ελέγξει το θύμα του.
Ο θύτης επιλέγει ποιον θα κακοποιήσει. Δεν προσβάλλει και απειλεί όλους όσους τον στεναχωρούν. Συνήθως κακοποιεί αυτόν που νιώθει πιο κοντά του, αυτόν που ισχυρίζεται ότι αγαπάει.
Ο θύτης επιλέγει πολύ προσεκτικά πότε και πού θα κακοποιήσει του θύμα του. Ελέγχει τον εαυτό του όσο οι άλλοι είναι γύρω του, για να μη δει κανείς τη συμπεριφορά τους. Μπορεί να φέρεται τελείως φυσιολογικά μπροστά στους άλλους, αλλά ξεσπάει μόλις βρεθεί μόνος του με το θύμα.
Οι περισσότεροι θύτες δεν είναι εκτός ελέγχου. Ο θύτης μπορεί να σταματήσει την κακοποιητική του συμπεριφορά όταν δει ότι κάτι τέτοιο είναι προς το όφελός του (για παράδειγμα αν εμφανιστεί κάποιος τρίτος μπροστά του, ή χτυπήσει το τηλέφωνο και πρέπει να μιλήσει).
Ο κύκλος της συναισθηματικής κακοποίησης
Κακοποίηση: Ο θύτης ξεσπάει με επιθετικό, εχθρικό ή βίαιο τρόπο. Η κακοποίηση είναι ένα παιχνίδι δύναμης για να δείξει «ποιος είναι το αφεντικό».
Ενοχή: Μετά την κακοποίηση, ο θύτης νιώθει ενοχές, αλλά όχι για αυτό που έκανε. Φοβάται τις συνέπειες αυτού που έκανε, όπως το να χάσει το θύμα του, ή να το μάθει κάποιος άλλος.
Δικαιολογίες: Ο θύτης εκλογικεύει αυτό που έκανε. Βρίσκει δικαιολογίες ή μπορεί και να κατηγορήσει το θύμα του για τη συμπεριφορά του-κάνει δηλαδή ό,τι μπορεί, για να μην πάρει την ευθύνη του εαυτού του.
«Φυσιολογική συμπεριφορά»: Ο θύτης κάνει ό,τι μπορεί για να πάρει πάλι τον έλεγχο στα χέρια του και να κρατήσει το θύμα του στη σχέση. Μπορεί να φέρεται σαν να μην έγινε τίποτα, ή μπορεί να προσπαθήσει να γίνει όσο πιο γοητευτικός μπορεί.
Αυτή η ειρηνική και ρομαντική περίοδος δίνει στο θύμα την ελπίδα ότι η κακοποίηση θα σταματήσει και ότι ο θύτης πραγματικά άλλαξε αυτή τη φορά.
Φαντασίωση και σχεδιασμός: Ο θύτης αρχίζει να φαντασιώνεται ότι θα κακοποιήσει πάλι το θύμα του. Σκέφτεται πάρα πολύ τι έχει κάνει λάθος ο άλλος και πώς θα τον κάνει να πληρώσει. Μετά σχεδιάζει πώς θα κάνει τη φαντασίωση πραγματικότητα.
Πραγματοποίηση της κακοποίησης: Ο θύτης βρίσκει και εφαρμόζει ένα σχέδιο ώστε να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για να μπορέσει να δικαιολογήσει την κακοποίηση.
Οι δικαιολογίες και η αγάπη που ο θύτης δείχνει μεταξύ των επεισοδίων κακοποίησης, δυσκολεύουν πολύ την απόφαση του θύματος να φύγει. Μπορεί να κάνει το θύμα να πιστέψει ότι είναι το μοναδικό πρόσωπο που μπορεί να τον βοηθήσει, ότι τα πράγματα αυτή τη φορά θα είναι διαφορετικά και ότι πραγματικά το αγαπάει και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτό.
– Γράφει η Ειρήνη Παταργιά, ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια, απόφοιτος του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σε μεταπτυχιακό επίπεδο ολοκλήρωσε κύκλο μαθημάτων που αφορούν στην Οικογενειακή Θεραπεία στο πανεπιστήμιο της California, Pacifica Graduate School. Έχει συνεργαστεί με την ψυχιατρική κλινική Pacific Shores Hospital (California, USA) και το Αιγινήτειο Νοσοκομείο. –