Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΔΑΜΑΣΚΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΑΛΓΗΣΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη
«Το μέλλον είναι ως επί το πλείστον αβέβαιον. Και η αβεβαιότης αυτή, όσο απατηλή και αν είναι, αποδεικνύεται συγχρόνως χρησιμωτάτη. Διότι ένεκα του φόβου τον οποίον εμπνέει εις όλους εξ ίσου, καθείς δυσκολώτερον αποφασίζει να επιτεθεί εναντίον του άλλου…».
Θουκυδίδης, Ιστορίαι, απόδοση Ελευθερίου Βενιζέλου, τ.Α, βιβλίον Δ.
Ο Θουκυδίδης είναι ο πατέρας της «realpolitik» στην σφαίρα των διεθνών σχέσεων και οι διδαχές του για το πώς πρέπει να λαμβάνονται οι αποφάσεις στην εξωτερική πολιτική και να οικοδομούνται στρατηγικές συμμαχίες μελετώνται οπωσδήποτε σήμερα από τα διαφορετικά κέντρα αποφάσεων που σχεδιάζουν τα σενάρια των μελλοντικών εξελίξεων στην Μέση Ανατολή.
Αυτή την ώρα, που το γενικότερο μπέρδεμα του μεσανατολικού κουβαριού οδηγείται σε κορύφωση, ο συσχετισμός των δυνάμεων θα σταθεί αποφασιστικός για την ενδυνάμωση ή την μείωση της ελληνικής εθνικής ισχύος ή ακόμα, στο χειρότερο σενάριο, για την περαιτέρω συρρίκνωση του ελληνισμού στην περιοχή.
Αυτό που ξεκίνησε εδώ και δύο χρόνια στην Συρία και συνεχίζεται με κίνδυνο να ακολουθήσει μια νέα ωμή ιμπεριαλιστική επέμβαση στη γειτονιά μας δεν είναι ένας αγώνας για δημοκρατία, αλλά ένας πόλεμος με πολλές διαστάσεις. Αφορά τα σχέδια του σιωνιστικού Ισραήλ για κλιμακωτή «αναμόρφωση» της Μέσης Ανατολής με στόχο το Ιράν, της ενδοϊσλαμικής διαμάχης όπου εμπλέκονται Σουνίτες, Σιΐτες, το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και άλλοι παράγοντες και, τέλος, είναι μια πρόκληση απέναντι στις αντοχές της Ρωσσίας να αναδειχθεί σαν αντίπαλος πόλος στην παγκοσμιοποίηση made in USA.
Μπροστά σ’ αυτές τις προκλήσεις είναι τραγική η ανυπαρξία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και η αναλγησία των Αθηνών απέναντι στους δοκιμαζόμενους αδελφούς πληθυσμούς της Συρίας, οι οποίοι διατηρούν την ελληνική γλώσσα και την ορθόδοξη παράδοση, είτε είναι ελληνικής είτε αραβικής καταγωγής.
Παρ’ όλα αυτά, και παρά την ευθυγράμμιση της μνημονιακής πολιτικής ηγεσίας της Ελλάδας και της φιλοανανικής κυβέρνησης της Κύπρου με τα ισραηλινά συμφέροντα, η Ελλάδα σημαίνει ακόμα πολλά για τον συριακό λαό που, μέσα στην αγωνία του, αναζητά στηρίγματα και επαφές στις ιστορικά φιλικές δυνάμεις. Το ίδιο ισχύει και με τον δοκιμαζόμενο Αιγυπτιακό και τους άλλους Αραβικούς λαούς.
Η Ελλάδα παραδοσιακά, όταν ασκούσε πιο υπεύθυνη εξωτερική πολιτική, είχε καλές σχέσεις με τις μουσουλμανικές χώρες και ο ελληνικός λαός, μέχρι την άνοδο του ισλαμιστή Ερντογάν, δεν ταύτιζε το Ισλάμ με τον εξ ανατολών τουρκικό κίνδυνο. Το ζήτημα της αντιμετώπισης της νέας ισλαμικής Τουρκίας δεν οδηγεί, όμως, κατ’ ανάγκην στις αγκαλιές του Ισραήλ και είναι αμφίβολο αν η λογική των προσωρινών συμμαχιών μπορεί να ακυρώσει τις ιστορικές εμπειρίες.
Οι Έλληνες, σε Ελλάδα και Κύπρο, συμπαρατάχθηκαν σε όλες τις φάσεις του μεσανατολικού στο πλευρό των Παλαιστινίων και όλου του αραβικού έθνους. Θυμόμαστε πολύ καλά όλες τις επισκέψεις του αείμνηστου Γιάσερ Αραφάτ στην χώρα μας και τις παλλαϊκές διαδηλώσεις ενάντια στα σιωνιστικά εγκλήματα. Η Ελλάδα υπήρξε για χρόνια γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Ο.Α.Π. (Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης), την οποία είχε αναγνωρίσει ως νόμιμο εκφραστή του παλαιστινιακού έθνους πολύ πριν αναγνωρίσει το κράτος του Ισραήλ.
Οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην Μέση Ανατολή θα ασκήσουν μεγάλες πιέσεις στο δίπολο Ελλάδα-Κύπρος και η Ελλάδα δεν μπορεί να παίζει την κρισιμότατη αυτή ώρα με τους κινδύνους που προκύπτουν από την μονομερή υποταγή στα αμερικανο-ισραηλινά συμφέροντα.
Άλλωστε, πάντοτε υπήρχε στρατηγική και πολιτική συνάφεια των πολέμων στην Μέση Ανατολή με τα εθνικά μας θέματα και ιδίως με το Κυπριακό.
Τα παρασκήνια του Κυπριακού και το Ισραήλ
Το Ισραήλ, τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή του το 1948 μέχρι τον πόλεμο του 1967, ενδιαφέρθηκε κυρίως να κατοχυρώσει την ασφάλειά του και γι’ αυτό να συνάψει σχέσεις με χώρες που θα μπορούσαν να το στηρίξουν στον ΟΗΕ και να το προμηθεύσουν με όπλα και εποίκους.
Παράλληλα, επιδίωξε να εδραιώσει δεσμούς με την Κύπρο προκειμένου να σπάσει την απομόνωσή του, αλλά επίσης να εξασφαλίσει την δημιουργία φιλικών σχέσεων με ένα άλλο νέο, τότε, κράτος με το οποίο «είχαν κοινά σύνορα».
Αυτά συμπεραίνονται από τα αποχαρακτηρισμένα διπλωματικά έγγραφα της περιόδου που μελέτησε ο Ισραηλινός καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο πανεπιστήμιο της Χάϊφα, Zach Levey. Ο τελευταίος, σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του στο τεύχος Σεπτεμβρίου 2003 της ακαδημαϊκής επιθεώρησης για τα μεσανατολικά ζητήματα Middle East Review of International Affairs (MERIA) αποκαλύπτει ότι η ισραηλινή διπλωματία είχε χαράξει έτσι τον δρόμο συνεργασίας με την Ελλάδα ώστε να περνά από την Λευκωσία (www.anixneuseis.gr/?p=3268).
Σύμφωνα με το πνεύμα αυτής της ανάλυσης, το Ισραήλ εξ αρχής ΔΕΝ ήθελε να δει την Ελλάδα κυρίαρχη στην Κύπρο και περιφερειακή δύναμη με αξιώσεις στην Ανατολική Μεσόγειο γι’ αυτό ασκούσε παρασκηνιακές πιέσεις στην Αγγλία και στον ΟΗΕ να υποστηρίξουν το «ταξίμ», δηλ. την τουρκική στρατηγική της διχοτόμησης του νησιού.
Έξι βασικοί στόχοι της ισραηλινής εξωτερικής πολιτικής έκαναν προεξέχουσα την εγκαθίδρυση διπλωματικών σχέσεων με την Κύπρο, σύμφωνα με τα γραφόμενα του Zach Levey.
Πρώτον, το Ισραήλ ήθελε να αποκρούσει τις πιέσεις από τον Αιγύπτιο ηγέτη Νάσσερ και την Ένωση της Αιγύπτου με Συρία (Ενωμένη Αραβική Δημοκρατία) και, κατά δεύτερο λόγο, επεδίωκε επίσης να σταματήσει την απομόνωση που περιέβαλε την διεθνή διπλωματική του υπόσταση. Τρίτον, ως ανεξάρτητο κράτος, η Κύπρος μπορούσε να ψηφίσει στον ΟΗΕ, κάτι εξαιρετικά υπολογίσιμο για το ασταθές τότε κράτος της Μέσης Ανατολής που φοβόταν τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών. Ένας τέταρτος παράγοντας για την σύναψη σχέσεων ήταν οι στενότερες εμπορικές συναλλαγές. Πέμπτος στόχος ήταν η προσπάθεια του Ισραήλ να βελτιώσει τις παγωμένες σχέσεις του με τον ελληνισμό ο οποίος, λόγω των ελληνικών κοινοτήτων στην Αίγυπτο, την Συρία και αλλού, είχε ταχθεί με το μέρος του Αραβικού κόσμου. Η Ελλάδα χειροκρότησε την νίκη της Αιγύπτου το 1956 επί της Βρετανίας και τόσο οι Έλληνες όσο και οι Ελληνοκύπριοι ανησυχούσαν πολύ για τις ελληνικές κοινότητες της Αιγύπτου. Έκτον, το Ισραήλ προσέβλεπε σε στενότερες σχέσεις με την Τουρκία, στο πλαίσιο της περιφερειακής πολιτικής του για καλές σχέσεις με τα μη-αραβικά κράτη της περιοχής.
Ένα βασικό εμπόδιο που δυσκόλευε την διπλωματία του Ισραήλ στην Λευκωσία ήταν η προσωπικότητα του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ο οποίος είχε στενή φιλία με τον Νάσσερ και ήταν γενικά φιλο-Άραβας. «Οι Ισραηλινοί έβλεπαν τον Μακάριο ως απειλή για τις επιδιώξεις τους στην Κύπρο και θεώρησαν την κάμψη της αντίστασής του για την παρουσία τους ως κύρια διπλωματική πρόκληση, γι’ αυτό επεδίωξαν την βοήθεια της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων για την επίτευξη του στόχου τους», λέει ο Levey.
Δεν άργησαν μάλιστα να πεισθούν ότι τα συμφέροντά τους ήταν εντελώς ασύμβατα με την Κύπρο του Μακαρίου και συζήτησαν μέχρι και την παροχή στρατιωτικής βοήθειας στους Τουρκοκύπριους.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι αυτή η πολιτική εξυπηρετούσε απόλυτα την στρατηγική της Αμερικής και του ΝΑΤΟ στην αναχαίτιση της επιρροής της τότε Σοβιετικής Ένωσης στην περιοχή.
Από την στιγμή που ο Μακάριος δεν μπορούσε να χαράξει αποφασιστικά εξωτερική πολιτική χωρίς την συγκατάθεση του Τούρκου αντιπροέδρου, οι Ισραηλινοί ηγέτες αποφάσισαν να στηρίξουν δραστικά τους Τούρκους.
Τον Ιούλιο του 1959, ο Moshe Sasson, επικεφαλής του Τομέα Μέσης Ανατολής του ισραηλινού ΥΠΕΞ, αναγνώρισε σε μια σύσκεψη ανώτερων αξιωματούχων για την πολιτική του Ισραήλ προς την Κύπρο, ότι οι Τουρκοκύπριοι ήταν «φυσικοί σύμμαχοι» του Ισραήλ. (Zach Levey, «Η είσοδος του Ισραήλ στην Κύπρο, 1959-1963», σ.76).
Το Ισραήλ εκμεταλλεύθηκε το γεγονός ότι το κυπριακό σύνταγμα έδινε τόσο στον πρόεδρο (Αρχιεπίσκοπο Μακάριο) όσο και στον αντιπρόεδρο (Κουτσούκ) την ισχύ του βέτο σε θέματα άμυνας, εσωτερικής ασφάλειας και εξωτερικών υποθέσεων. Αυτή ήταν και η αρχή για όλα τα μετέπειτα δεινά της Κύπρου.
Από τον Αττίλα στο Κουρδιστάν
Γεγονότα, που ήλθαν στο φως της δημοσιότητος, μαρτυρούν ότι το Ισραήλ, όχι μόνο γνώριζε για το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, αλλά συμμετείχε ενεργά και στη τουρκική εισβολή.
Είχε προηγηθεί βέβαια το πραξικόπημα των συνταγματαρχών την 21η Απριλίου του 1967, που εξασφάλισε την απρόσκοπτη έξοδο πολεμικών αεροσκαφών από την αμερικανική βάση της Σούδας στην Κρήτη. Κατά δήλωση του τότε αντιπροέδρου της αμερικανικής κυβέρνησης, Ελληνοαμερικανού Σπύρου Αναγνωστόπουλου-Αγκνιου, έγιναν 2.345 «εξόδοι» βομβαρδιστικών και αναγνωριστικών αεροπλάνων που κατακεραύνωσαν τα αιγυπτιακά άρματα μάχης σε μήκος 50 χιλιομέτρων στην έρημο του Σινά. (Υπάρχει και το σχετικό ντοκιμαντέρ του Ζυλ Ντασσέν «Comme un eclair» – «Σαν κεραυνός», που παραπέμπει στο ανάλογο σύνθημα του Χίτλερ για την εισβολή του στην Πολωνία. Η κάμερα του Ντασέν επί είκοσι λεπτά κινηματογραφεί από ελικόπτερο του ισραηλινού στρατού τα κατεστραμμένα σαν κάμπιες που τις ψέκασε παραθείο αιγυπτιακά τεθωρακισμένα (Ελευθεροτυπία, 10/01/2009). Έκτοτε η Διώρυγα του Σουέζ παρέμεινε για επτά χρόνια κλειστή. και την επαναλειτουργία της ακολούθησε η πτώση της χούντας, αφού προηγήθηκε η προδοσία της Κύπρου.
Το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel της 19ης Αυγούστου 1974, απεκάλυψε ότι «…πίσω από την υπόθεσιν αυτή (δηλ. την τουρκική εισβολή) κρύβεται το Ισραήλ» και ότι «…το τηλεφωνικό κύκλωμα Λευκωσίας- Τελ Αβίβ είχε δεσμευθεί δύο ημέρες πριν από το πραξικόπημα και μόνο η πρεσβεία του Ισραήλ ή οι Ισραηλινοί δημοσιογράφοι μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν (βλ. εφημ. Η Καθημερινή, 20/4/1975). Πράγμα που σημαίνει, ότι το Ισραήλ και η εδώ πρεσβεία του, ήταν ενήμεροι για το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου».
Εξωφρενικό όμως, μπορεί να θεωρηθεί το εξής γεγονός που προβλήθηκε ως «συμπτωματικό»: Σκάφος του ισραηλινού πολεμικού ναυτικού συνέπεσε (!) να βρεθεί σχεδόν μέσα στη τουρκική αρμάδα εισβολής. Και, μάλιστα, συνέλεξε τους ναυαγούς τουρκικού αντιτορπιλικού, που βομβάρδισε κατά λάθος η τουρκική αεροπορία (Βλ. εφημ. Ελληνικόν Θάρρος, 15/12/1979).
Οι 42 διασωθέντες ναυαγοί του τουρκικού αντιτορπιλικού «Κοτζάτεπε», το οποίον προηγουμένως ανήκε στο Αμερικανικό Ναυτικό, μεταφέρθηκαν με το ισραηλινό σκάφος στη Χάϊφα!
Κατά το τέλος του 1972, οι Μυστικές Υπηρεσίες του Ισραήλ πούλησαν στην ΕΟΚΑ Β’ «καλασνίκωφ» «κατ’ εντολήν της CIA», όπως γράφει σχετικά, ο Κύπριος δημοσιογράφος Σπύρος Παπαγεωργίου στο βιβλίο του «Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρον», στη σελ.27.
Η στάση του Ισραήλ κατά την τουρκική εισβολή του 1974, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «κεραυνός εν αιθρία», γιατί ήταν η αναμενόμενη. Την ίδια «συμπτωματική» στάση τήρησε και κατά την εισβολή της Τουρκίας το 1963-64. [Πηγή: Μ. Μιχαήλ, Η συνωμοσία στην Κύπρο, Λάρνακα 1993]
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 άρχισαν να αναπτύσσονται εντυπωσιακά οι επίσημες διμερείς σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ. Στις 3 Νοεμβρίου 1993, η τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Τανσού Τσιλέρ, φθάνοντας στο Τελ Αβίβ για την πρώτη επίσκεψη Τούρκου πρωθυπουργού στην χώρα αυτή μαζί με 200 αξιωματούχους, έκανε ένα μεγάλο βήμα προς την υλοποίηση του περιφερειακού ρόλου της Τουρκίας στην Μέση Ανατολή.
Η Τουρκία αισθανόταν ήδη ικανή να παίξει τον ρόλο της μεγάλης περιφερειακής δύναμης, χάρη σε πλεονεκτήματα όπως η γεωγραφική θέση ή το περίσσευμα υδάτινων πόρων, τόσο αναγκαίων στο Ισραήλ και τις γειτονικές αραβικές χώρες. Ήταν η εποχή που η επίσημη ηγεσία της Τουρκίας πόνταρε ακόμα στο αντι-ισλαμικό/ευρωπαϊκό της προφίλ και στο ότι μπορεί να παρουσιάζεται ως γέφυρα με την μουσουλμανική Ανατολή.
Όμως, η στρατηγική συμμαχία Ισραήλ-Τουρκίας άρχισε να κλυδωνίζεται μετά την άνοδο στην εξουσία, το 2002, των ισλαμιστών του Ερντογάν, την στρατηγική των οποίων έχει καθορίσει ο νυν υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου. Ο αρχιτέκτονας της ανατροπής στην τουρκική εξωτερική πολιτική έχει χαράξει δύο βασικούς πυλώνες στην στρατηγική του: πρώτον, η Τουρκία να επανεύρει την ισλαμική και οθωμανική ταυτότητά της και, δεύτερον, να αποκτήσει περιφερειακή δύναμη εάν θέλει να υπερασπισθεί τον εαυτόν της.
Κατά τον Νταβούτογλου, η νέα Τουρκία πρέπει να έχει αυτοπεποίθηση για τον ρόλο της και να ασκεί εξωτερική πολιτική με αίσθηση μεγαλείου.
Το δόγμα του «νεο-οθωμανισμού», το οποίο έχει επεξεργαστεί, βρίσκεται πίσω από τις τελευταίες καταιγιστικές κινήσεις της γειτονικής χώρας, οι οποίες, όμως, κάθε άλλο παρά δικαιώνουν τον χαρακτηρισμό του ως «Κίσσινγκερ της Τουρκίας» αφού με τους χειρισμούς του η Άγκυρα έφτασε να βρίσκεται σε προστριβές με σημαντικές χώρες και πληθυσμούς της περιοχής.
Μια άμεση συνέπεια της νέας στρατηγικής αντίληψης της Τουρκίας, όπως την κωδικοποίησε ο Νταβούτογλου, είναι η κρίση στις ισραηλινο-τουρκικές σχέσεις.
Το μεγάλο αγκάθι στις σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ είναι ένα νέο μεγάλο Κουρδιστάν που θα αποτελεί προπύργιο της ασφάλειας και επιβίωσης του ισραηλινού κράτους διότι δεν θα ανήκει στον αραβικό κόσμο και θα εξασφαλίζει στους Ισραηλινούς τα πολύ σημαντικά γι’ αυτούς αποθέματα υδάτων και υδρογονανθράκων που διαθέτει.
Η ανάμιξη του Ισραήλ στο Κουρδιστάν δεν είναι κάτι καινούργιο. Καθ’ όλη την διάρκεια των δεκαετιών του ’60 και του ’70, το Ισραήλ υποστήριζε ενεργά την εξέγερση των Κούρδων κατά του Ιράκ, ως μέρος της στρατηγικής του για αναζήτηση συμμάχων στους μη-Αραβικούς πληθυσμούς της Μέσης Ανατολής.
Ο γνωστός Αμερικανοεβραίος αναλυτής Σέϋμουρ Χερς (SeymourM. Hersh), μετά από μια σειρά συνεντεύξεων με αξιωματούχους στην Ευρώπη, την Μέση Ανατολή και τις ΗΠΑ, αποκάλυψε στο περιοδικό New Yorker (28 Ιουνίου 2004) τα σχέδια του Ισραήλ για το ιρακινό Κουρδιστάν –που χαρακτηρίζεται από τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες ως «Plan B». Σύμφωνα με τον Χερς, «στελέχη του ισραηλινού στρατού και των μυστικών υπηρεσιών εργάζονται σιωπηλά στο Κουρδιστάν, εκπαιδεύοντας κουρδικές μονάδες κομμάντο και, το πιο σημαντικό για το Ισραήλ, πραγματοποιώντας μυστικές επιχειρήσεις μέσα στις κουρδικές περιοχές του Ιράν και της Συρίας. Ανάμεσα στις ισραηλινές αποστολές περιλαμβάνονται μέλη της Μοσσάντ, που δουλεύουν στο Κουρδιστάν παριστάνοντας τους επιχειρηματίες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν έχουν καν ισραηλινό διαβατήριο».
Το Intel Brief, ένα ενημερωτικό δελτίο που γράφεται από τον PhilipGiraldi, πρώην στέλεχος στο γραφείο της CIA στην Κωνσταντινούπολη, δημοσίευε τα εξής: «Εμπιστευτική έκθεση τουρκικών πηγών αναφέρει ότι οι Τούρκοι ανησυχούν όλο και περισσότερο από την διευρυνόμενη παρουσία του Ισραήλ στο Κουρδιστάν και την συζητούμενη ενθάρρυνση των κουρδικών φιλοδοξιών για την δημιουργία ανεξάρτητου κράτους…».
Το ζήτημα-κλειδί για τις εξελίξεις στην Μέση Ανατολή, εκτός από την κλιμάκωση της επίθεσης στον άξονα Συρίας-Λιβάνου-Ιράν, θα είναι το Κουρδιστάν. Οι Τούρκοι έχουν καταλάβει ότι το κουρδικό κράτος είναι τελειωμένη ιστορία και απομένει η διευθέτηση των συνόρων του. Ήδη οι κουρδικοί νομοί εντός της Τουρκίας ζουν περισσότερο από την σχέση τους με το ιρακινό Κουρδιστάν παρά με την Άγκυρα.
Η προχθεσινή επίθεση κουρδικού στρατιωτικού σώματος κατά τουρκικού φυλακίου της Στρατοχωροφυλακής διότι δεν το ενέκρινε το ΡΚΚ είναι χαρακτηριστικό του βαθμού αυτονομίας των κουρδικών επαρχιών της Τουρκίας.
Η Ελλάδα, με δεδομένη την ανυπαρξία της ως κυρίαρχο κράτος στην περιοχή μετά την τροϊκανή κατοχή και με ένα τεράστιο δημογραφικό και λαθρομεταναστευτικό πρόβλημα, θα βρεθεί το επόμενο διάστημα ανάμεσα στις γεωπολιτικές συμπληγάδες ανίκανη, όχι μόνο να εκμεταλλευθεί τις δυνητικά φιλελληνικές δυνάμεις και την ανερχόμενη ισχύ της Ρωσσίας, αλλά και να υπερασπίσει τα νόμιμα ζωτικά της συμφέροντα. Αυτός είναι άλλος ένας λόγος για να ανατραπεί άμεσα το «κουρασμένο» δωσιλογικό ελληνικό πολιτικό κατεστημένο.
Η αδούλωτη και πανέμορφη, παρά τις πληγές της, Δαμασκός στέλνει ένα ακόμα μήνυμα στους Έλληνες: Αντισταθείτε!