Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, υπήρξε ο πλέον σκληρός επικριτής των ακροτήτων της πολιτικής εξουσίας και των φορέων αυτής που διαβιούσαν contra στα διδάγματα της Εκκλησίας και σε βάρος του πενόμενου λαού…
Ο έλεγχός του προς τους παρεκτρεπομένους πολιτικούς γινόταν χωρίς οργή και αλαζονεία, αλλά με αγάπη και ειλικρινές πατρικό ενδιαφέρον για την πνευματική κάθαρση του δημόσιου βίου, ο οποίος όταν ήταν φαύλος είχε τις αρνητικές του επιπτώσεις και στο λαό, που ήταν ταυτόχρονα και το πλήρωμα της ορθοδόξου εκκλησίας.
Ο ιερός Χρυσόστομος ουδέποτε χαρίστηκε στους άρχοντες του κόσμου τούτου και γι’ αυτό τον λόγο δεν τους ήταν αρεστός, θα λέγαμε ότι πολλοί εκ των πολιτικών ηγητόρων της εποχής του, τον μισούσαν θανάσιμα επειδή δεν ανέχονταν τον οξύτατο δημόσιο έλεγχο που ασκούσε στα πρόσωπά τους για την φαυλοκρατία και την ανεντιμότητά τους.
Ουδέποτε ο ιερός πατήρ εδίστασε να επιδείξει την αυστηρότητά του ακόμη και για τον φαύλο και διεφθαρμένο προσωπικό βίο των αρχόντων, των πλουσίων και των ισχυρών της εποχής του, χωρίς να δέχεται κανένα συμβιβασμό ή να υπηρετεί ως άβουλο όργανο κάποια μικροπολιτική σκοπιμότητα. Με παρρησία και θάρρος αλλά και λεπτότητα αντιμετώπιζε και τους πολιτικούς άνδρες της ανωτάτης κρατικής βαθμίδος, της εξουσίας γενικότερα, ακόμη και το ίδιο το παλάτι.
Έτσι, δεν άργησε να συγκρουστεί ευθέως και χωρίς μισόλογα και με την ίδια την έξαλλη στην προσωπική ζωή και στις εξεζητημένες δημόσιες απαιτήσεις και παραξενιές της αυτοκράτειρα, την Ευδοξία, της οποίας το όνομα ήταν συνώνυμο των αδικιών, της φιλοχρηματίας και της σπατάλης που έκανε, ενώ πεινούσε ο λαός.
Στηλίτευσε την μεγάλη και προκλητική πολυτέλεια, τις ασυλόγιστες δαπάνες και τις αισχρές και ανήθικες διασκεδάσεις της ανακτορικής αυλής, αλλά και τον ευρύτερου χώρου της ανωτέρας κοινωνίας, όπου έβλεπε την επιδειξιομανία «…την κονίασιν των παρειών και τα ημαγμένα χείλη (βαμμένα), τας μυρολοιφάς (αρώματα), το χρυσοφορείν και μαργαριτοφορείν, την περίεργον αμφίεσιν και υπόδεσιν…» και όλες εκείνες τις γελοίες ποικίλες επινοήσεις της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, κενοδοξίας και πλεονεξίας.
Την ίδια παρρησία και τόλμη επέδειξε και για τον πανίσχυρο αυλικό, τον πρωθυπουργό της εποχής του, τον γνωστό Ευτρόπιο, στον οποίο έκανε αυστηρές παρατηρήσεις για την φαυλότητα και την απληστία του, να πωλεί δημόσιες θέσεις και κρατικά αξιώματα στους ημετέρους και φιλικά προσκείμενους προς αυτόν, να δημεύει παράνομα περιουσίες και επιπλέον να θέλει την κατάργηση του δικαιώματος του ασύλου των ιερών ναών.
Ο λαός επεδοκίμαζε τις ενέργειες αυτές του Χρυσοστόμου, του ποιμενάρχου του, τον οποίο κυριολεκτικώς ελάτρευε. Και τούτο, διότι έβλεπε ότι τα μέτρα που είχε λάβει είχαν ως αποτέλεσμα να αρχίσει σιγά – σιγά να επιβάλλεται μια πειθαρχία στην αχαλίνωτη κατάσταση που επικρατούσε κατά τα προηγούμενα έτη σε πολλούς κοινωνικούς τομείς και να περιορίζονται οι κοινωνικές αδικίες που διεπράττοντο προηγουμένως.
Όμως, όπως είναι γνωστό, όπου υπάρχει δράση, υπάρχει και αντίδραση. Έτσι, ο ασυμβίβαστος και ανυποχώρητος χαρακτήρας του Χρυσοστόμου ενώπιον των οργανωμένων συμφερόντων, αλλά και το γεγονός ότι δεν θέλησε και δεν επεδίωξε ποτέ την φιλία ή την εύνοια κανενός κοσμικού άρχοντος, όλα αυτά, είχαν ως αποτέλεσμα να προκληθεί εντονότατη και ισχυρή αντίδραση των θιγομένων ομάδων και συμφερόντων από τους λόγους και τα έργα του Χρυσοστόμου.
Ο αγανακτισμένος από την άδικη αυτή απόφαση λαός, χιλιάδες λαού, έφθασαν σε σημείο να καταλάβουν τα ανάκτορα και απειλούσαν να κατακρεουργήσουν τους πάντες για την εξορία του φιλάσθενου ποιμενάρχου τους.
Το δίκαιο επεκράτησε, αλλά δυστυχώς όχι για πολύ λίγο. Αφορμή για τη νέα και τελευταία δοκιμασία του ιερού πατρός εδόθη όταν ο ίδιος δημόσια εστηλίτευσε τους προκλητικούς θορύβους και τις άμετρες μέχρι σημείου ειδωλολατρείας προκλητικές εκδηλώσεις που είχαν οργανωθεί για να τιμηθεί η ματαιόδοξη Ευδοξία, της οποίας ο αργυρός Ανδριάντας στήθηκε πλησίον του ναού της Αγίας Σοφίας (ο δεύτερος ναός επί του οποίου ανηγέρθη ο σημερινός) και στο κέντρο της δημοσίας αγοράς.
Ο ιστορικός Σωκράτης αναφέρει ότι τόσο σκληρός υπήρξε ο δημόσιος λόγος του μεγαλυτέρου εκκλησιαστικού ρήτορος όλων των αιώνων, ώστε και οι κίονες του ναού εφαίνοντο ότι θα λυγίσουν από το δριμύ κατηγορώ, που άρχιζε ως εξής: «Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράσσεται, πάλιν ορχείται, πάλιν την κεφαλήν Ιωάννου ζητεί λαβείν επί πίνακι…».
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο την 13 Νοεμβρίου εκάστου έτους τιμά ιδιαιτέρως τον αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη του Χρυσόστομο. Την ημέρα αυτή, στον πατριαρχικό θρόνο δεν ανεβαίνει ο Πατριάρχης, αλλά τοποθετείται η εικόνα του ιερού πατρός, ενώ ο Πατριάρχης ίσταται στο παραθρόνιο, έχοντας στο χέρι του μαύρη ράβδο.
Ιδιαίτερη υπήρξε η τιμή και ευλογία για τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, όταν κατά το Νοέμβριο του 2004 και εν όψει της θρονικής εορτής του πανσέπτου οικουμενικού πατριαρχείου, κατά την παραμονή της εορτής του Αγίου Ανδρέου του πρωτοκλήτου, ιδρυτού της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, μετέφερε στον πατριαρχικό ναό μετά από επτά αιώνες τα ιερά λείψανα των Αγίων Αρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννου του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του θεολόγου, τα οποία είχαν κλαπεί από τους λατίνους Σταυροφόρους και εφυλάσσοντο στο Βατικανό.
Τα ιερά λείψανα επέστρεψαν μόνιμα στον φυσικό τους χώρο, στον πάνσεπτο πατριαρχικό ναό της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Το έτος 2007 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν αφιερωμένο στην ιερά μνήμη του ιερού Χρυσοστόμου για τα 1600 έτη από της κοιμήσεώς του.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑΣ
http://sophia-siglitiki.blogspot.gr